Η κόρη του συνθέτη και ο τραγουδοποιός μάς μιλάνε για τον «δικό τους» Λουκιανό με αφορμή τον δίσκο «Σ’ ευχαριστώ Λουκιανέ»
«Το πρώτο ελληνικό τραγούδι που τραγούδησα ποτέ ήταν ο “Φτωχός και μόνος καουμπόι” του Λουκιανού». Από τις πρώτες κουβέντες που μου λέει ο Μανώλης Φάμελλος με το που ξεκινάει η συζήτησή μας. Παρούσα και η μία από τις δύο κόρες του Λουκιανού και της Αννας Βαγενά, η Μαρία Κηλαηδόνη, η οποία ακολουθεί εδώ και χρόνια τα βήματα του ιδιαίτερου μπαμπά της. Οι δυο τους, άλλωστε, επιμελήθηκαν το άλμπουμ «Σ’ ευχαριστώ, Λουκιανέ», ένα πραγματικά όμορφο εγχείρημα, στο οποίο πολλοί ετερόκλητοι καλλιτέχνες (από τη Ρένα Μόρφη και τη Νατάσσα Μποφίλιου μέχρι τους Locomondo και τους Gadjo Dilo) διασκεύασαν γνωστά και λιγότερο γνωστά τραγούδια του Κηλαηδόνη. Αυτή ήταν και η αφορμή της συνάντησής μας.
Κυκλοφόρησε το άλμπουμ -φόρος τιμής στον Λουκιανό Κηλαηδόνη με την εποπτεία σου, Μανώλη. Τίνος σκέψη ήταν;
Μ.Φ.: Πριν από δύο χρόνια στήναμε ένα αφιέρωμα στον Λουκιανό για τις ανάγκες μιας καλοκαιρινής περιοδείας. Η Μαρία και η ευρύτερη οικογένεια με προσέγγισαν και με «υιοθέτησαν» στην πορεία – όχι ότι εγώ δεν ήθελα. Ο πρώτος πυρήνας ήταν κάποια ακουστικά κομμάτια που της τα πρότεινα κι όταν βρεθήκαμε με τους μουσικούς ολοκληρώσαμε μαζί τις ιδέες, μιας κι εγώ δεν είμαι ο «παραδοσιακός» μαέστρος. Βοήθησε πολύ και ο Βασίλης Κορρές, ο έτερος μηχανικός ήχου και παραγωγός του δίσκου. Ηταν κάτι που ξεκίνησε σαν μικρογραφία από εμάς τους δύο και εξελίχθηκε μέσα από το σχήμα.
Εσύ, Μαρία, φέρεις το βάρος του πνευματικού κληρονόμου;
Μ.Κ.: Προσπαθώ να το ισορροπήσω μέσα και έξω μου. Θέλω να πιστεύω ότι όσο περισσότερο εξελίσσομαι μουσικά τόσο λιγότερες θα είναι οι συγκρίσεις με τον Λουκιανό. Είναι δύσκολο για τα παιδιά γνωστών καλλιτεχνών όταν ακολουθούν τον δρόμο των γονιών τους. Θα μπορούσα να είχα γίνει ζωγράφος ή κάτι άλλο, επέλεξα όμως να κάνω την ίδια δουλειά με τον Λουκιανό, στο ίδιο ακριβώς πεδίο, δηλαδή ελληνικό στίχο, τραγουδοποιία κ.λπ. Σιγά σιγά παίρνω τον δικό μου δρόμο και, ευτυχώς, αυτό αναγνωρίζεται.
Εκείνος σε ενθάρρυνε να βρεις τον δρόμο σου στη μουσική;
Μ.Κ.: Δεν με έσπρωξε ούτε όμως με αποθάρρυνε. Δεν μας έδωσαν καμία κατεύθυνση οι δύο γονείς μας. Οταν εγώ του είπα: «Μπαμπά, θέλω να κάνω αυτό», μεγάλη πλέον και έχοντας σπουδάσει κάτι άλλο, μου απάντησε πως ήθελε να μ’ ακούσει για να διαπιστώσει εάν είμαι σωστή. Πέρασα από μια μικρή οντισιόν και άκουσα: «Μαράκι, είσαι μια χαρά, προχώρα». Δεν έπεσε από πάνω μου, δεν με πίεσε, είχε διακριτική παρουσία δίπλα μου, όπως άλλωστε διακριτικός υπήρξε σε όλη του τη ζωή.
Τον είχες γνωρίσει τον Λουκιανό, Μανώλη;
Μ.Φ.: Πλησιάζοντας το υλικό του αλλά και την οικογένειά του αποκαθίσταται μια ιστορική αδικία καθώς δεν τον είχα γνωρίσει. Δεν ξέρω πώς έτυχε και δεν διασταυρωθήκαμε, αν και τον είχα δει πολλές φορές λάιβ τα πρώτα χρόνια μου στην Αθήνα αλλά και πριν, στη Θεσσαλονίκη.
Στην επιτυχία του εγχειρήματος μήπως συμβάλλει και το ψάξιμο του ήχου που ανέκαθεν σε χαρακτήριζε; Δεν ήσουν απλώς ο τροβαδούρος με την κιθάρα, εξελισσόσουν μουσικά – ηχητικά.
Μ.Φ.: Συνέβη να ξεκινήσω στο πλαίσιο ενός σχήματος. Εγραφα τραγούδια και τα έφερνα όλο και πιο πολύ σε μια συγκεκριμένη οργανοθεσία μες στους Ποδηλάτες. Πάντα ήμουν παιδί των συγκροτημάτων. Πολυθεσίτης, αλλά όχι πολυοργανίστας. Συμμετείχα απλώς σε διάφορες παράλληλες μπάντες, συνήθως χωρίς καμιά προοπτική. Ηταν και η μόνη σοβαρή προοπτική που έβλεπα στη ζωή μου (γέλια). Πήγαινα προς το ροκ, ίσως και προς τη μετα-πανκ σκηνή της εποχής, που μετά έγινε ανεξάρτητη, εναλλακτική κ.ο.κ. Και τώρα στον ρόλο μου ως παραγωγού έχω απλώς την υψηλή εποπτεία και ακούω πάντα τις ιδέες μιας μονάδας μέσα σε μία ομάδα. Και όταν βραχυκυκλώνει αυτό, πάλι υπάρχει νόημα, αφού σκέφτομαι ότι δεν θα έπρεπε να πάει παρακάτω.
Μαρία, πιστεύεις πως συνθέτες της γενιάς του πατέρα σου πέρασαν ένα διάστημα «παροπλισμού»; Προσφέρεται η εποχή προς επανεξέταση του έργου τους;
Μ.Κ.: Δεν θεωρώ ότι παροπλίστηκε ποτέ, αν και ο ίδιος επέλεξε να απέχει τα τελευταία χρόνια, γιατί είχε απογοητευτεί με διάφορα ως ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος. Δεν ήθελε να συμμετέχει σ’ ένα παιχνίδι που του φαινόταν πολύ ξένο και ανοίκειο. Δίσκο με δικά του τραγούδια είχε πάρα πολλά χρόνια να βγάλει.
Εγραφε παρ’ όλα αυτά;
Μ.Κ.: Οχι, δεν έγραφε, είχε σταματήσει. Τελευταία δουλειά του ήταν η μελοποίηση των φανταρίστικων στίχων από την «Ελευθεροτυπία», μια δεκαπενταετία πριν από τον θάνατό του. Θεωρώ ότι υπάρχει πολύ υλικό που θα μπορούσε να ξανακουστεί. Είναι και η τάση των διασκευών αυτό τον καιρό, κάτι που μάλλον «μυριστήκαμε» ενστικτωδώς.
Πώς έγινε η επιλογή των συγκεκριμένων τραγουδιών του Κηλαηδόνη;
Μ.Φ.: Θέλαμε να εκπροσωπηθούν όλες οι περίοδοι του Λουκιανού και ίσως να δώσαμε βάρος στην πρώτη του περίοδο, που έπρεπε να «μεταφράσουμε» τα τραγούδια από το ελαφρολαϊκό κλίμα της εποχής τους. Μείναμε, ωστόσο, στο κλίμα της εποχής, γι’ αυτό και του δώσαμε μια φολκ χροιά με τα ηχοχρώματα του Λουκιανού να παραμένουν. Κάποια στιγμή μου είπε η Μαρία πως στον Λουκιανό δεν άρεσε η ηλεκτρική κιθάρα έτσι όπως είχε εξελιχθεί απ’ τη δεκαετία του 1960. Αυτό μου έγινε έμμονη ιδέα και δεν ήθελα να προδώσω την άποψή του. Δεν του άρεσε το drive, απ’ ό,τι κατάλαβα, και τα εφέ που προστέθηκαν μες στις δεκαετίες. Λατρεύω κι εγώ τον ήχο της κλασικής ροκαμπίλι κιθάρας και τυχαίνει να παίζω σχετικά πράγματα μαζί με τα πιο σύγχρονα. Δεν θέλαμε, έτσι, να έχουμε νεωτεριστικές ενορχηστρώσεις.
Αυτό ακριβώς μου άρεσε στην ακρόαση του δίσκου. Υπάρχει ένας προσωπικός ήχος.
Μ.Φ.: Εμένα με ενδιαφέρει κι αυτό, επειδή έχω κάνει διασκευές με τραγούδια που απομακρύνονται αρκετά απ’ την αρχική τους εκδοχή. Εδώ υπήρχε ένας πανηγυρικός ήχος, που ερχόταν εκ των έσω, δεν χρειάστηκε να τον σχεδιάσουμε. Ο Μάρκος Κούμαρης από τους Locomondo ή ο Μουζουράκης έφεραν τη δική τους τρέλα, ο Γιώργης Χριστοδούλου τη δική του ευγένεια. Εμοιαζε σαν γιορτή που ο καθένας έφερνε τη δική του προσφορά. Δανειστήκαμε ήχους απ’ τη σημερινή μουσική πραγματικότητα, τους οποίους σίγουρα θα είχε οικειοποιηθεί ο Λουκιανός αν ήταν ενεργός.
Αν υποθέσουμε, λοιπόν, ότι ο Κηλαηδόνης άκουγε τον δίσκο, τι θα έλεγε σε όλους μας εδώ τώρα;
Μ.Κ.: Θα του άρεσαν τα κομμάτια της πρώτης περιόδου, το «Οσο αγαπιόμαστε τα δυο», το «Κοίταξε να δεις», τραγούδια ταυτισμένα στη συνείδηση του κόσμου με άλλον ήχο και άλλες φωνές. Αυτά δεν τα είχε πειράξει ούτε ο ίδιος, όπως γενικά κάνουν οι συνθέτες να μην αγγίζουν τα πρώτα κομμάτια τους. Θέλαμε να είμαστε εντάξει μαζί του, γιατί ήταν κι αυτός πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος. Δεν θέλαμε να πειράξουμε την αιτία που τον αγαπάει ο κόσμος, δηλαδή γι’ αυτό ακριβώς που ήταν. Επίσης, ο ίδιος έδινε τα τραγούδια του σ’ όποιον του τα ζητούσε, εξού και τον είχαν διασκευάσει από τα Ημισκούμπρια μέχρι τους Onirama. Ηταν πολύ ανοιχτός σ’ αυτό.
Είχε επίγνωση του μεγέθους του;
Μ.Κ.: (χαμογελάει) Καλή ερώτηση! Χαιρόταν να τον φωνάζουν και να τον χαιρετάνε στον δρόμο, του άρεσε η επικοινωνία. Ο Λουκιανός αγαπούσε τους ανθρώπους και ήθελε όλοι να περνάνε καλά. Δεν φαίνεται και μέσα από τα τραγούδια του; Δεν ήταν δύσκολος, στριφνός και παράξενος.
Θυμάμαι μια συναυλία -αφιέρωμα στον Μίκη. Καθόταν δίπλα στον Λουκιανό ο Σαββόπουλος, ο οποίος άπλωσε το χέρι και χάιδεψε την πλάτη του Λουκιανού. Ωραία, τρυφερή στιγμή…
Μ.Φ.: Μα και αυτοί που ήταν σπουδαίοι συνθέτες της εποχής τους, στα 80ς ασχολήθηκαν ενεργά με το λεγόμενο ελαφρό τραγούδι. Συνέβαλαν στην αναβίωσή του και αυτό το τραγούδι επέζησε επειδή δυο τρεις άνθρωποι εκείνα τα χρόνια το επανεξέτασαν με μια σχετικά φρέσκια ματιά από αγάπη και χωρίς ρηξικέλευθες προτάσεις. Ο Λουκιανός ειδικά το αγαπούσε πολύ το ρεπερτόριο αυτό. Απ’ τη μια ήταν ένας τύπος αντισυμβατικός, ρέμπελος και ωραίος, απ’ την άλλη όμως ήταν οργανωτικός και σχολαστικός, με την αρετή να σκηνοθετεί το καθετί που έκανε. Μ.Κ.: Ετσι ακριβώς. Υπήρχε ο άψογος οικογενειάρχης-μπαμπάς, πάντοτε δίπλα μας· μας διάβαζε, μας φρόντιζε. Αλλά υπήρχε κι ο Λουκιανός της νύχτας, που έβγαινε, κάπνιζε, έπινε, έγραφε στο στούντιό του. Συνδύαζε πολύ καλά αυτούς τους δύο ρόλους του. Θα τον έλεγα πολύ συνεπή και εντάξει άνθρωπο σε όλες τις πτυχές του.
Για ποιο λόγο θα νιώθατε την ανάγκη να πείτε σήμερα: «Σ’ ευχαριστώ, Λουκιανέ»;
Μ.Φ.: Είναι ένα φωτεινό άλλο μισό στη δική μου περίπτωση. Ηταν ένα αντίβαρο στο δικό μου γκρίζο και εσωστρεφές. Η αλητεία και η αντισυμβατική ζωή μπορεί να είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, αυτό με δίδαξε ο Λουκιανός.
Μ.Κ.: Ως μουσικός, τον ευχαριστώ για τον δρόμο που άνοιξε σε μένα και σε πολλούς άλλους. Ως κόρη του, τον ευχαριστώ για το πόσο καλός και δοτικός μπαμπάς ήταν, όπως και για τη στάση ζωής που κράτησαν με τη μητέρα μου. Ακόμη συγκινούμαστε με τον Λουκιανό.
Ηταν και ξαφνικός ο θάνατός του, έτσι;
Μ.Κ.: Οχι, ταλαιπωρούνταν για πέντε χρόνια με την καρδιακή ανεπάρκεια, απλώς δεν άλλαξε κάτι μετά το τριπλό bypass στα τέλη του ’90. Δεν σταμάτησε ποτέ να πίνει και να καπνίζει. Νοσηλευόταν στο Ωνάσειο και κάπνιζε μες στο δωμάτιο. Οποτε έβγαινε άφηναν ανοιχτό το δωμάτιο δύο μέρες για να αερίζεται. Gauloises μπλε άφιλτρα ως το τέλος! Εγώ ως κόρη του τσαντιζόμουν πολύ και του φωνάζαμε. Δεν ήθελε όμως ν’ αλλάξει κάνοντας τις υποχωρήσεις του με το να παίρνει άψογα, ας πούμε, τα φάρμακά του. Δεν γίνονται όλα, έλεγε. «Αυτός είμαι κι όσο ζήσω, αφήστε με». Εφτασε 73 ετών και δεν ξέρω, επειδή ήταν πολύ νέος στην ψυχή, αν θα άντεχε να γίνει 80 ετών. Μια στενοχώρια έχω μόνο, που δεν γνώρισε τα δύο μου παιδιά.