Επιχείρηση εξόντωσης της πληροφοριοδότριας της δολοφονημένης Μαλτέζας δημοσιογράφου από Μάλτα και Κύπρο με κάθε μέσο μέχρι να περάσει από τη Βουλή ο ευρωπαϊκός νόμος για την προστασία του μάρτυρα δημόσιου συμφέροντος.
Μια υπόθεση που θυμίζει κατασκοπευτικό θρίλερ, αλλά δυστυχώς για τους ίδιους αποτελεί σκληρή πραγματικότητα. Η Μαρία Εφίμοβα και ο σύζυγός της Παντελής Βαρνάβας εξακολουθούν να βιώνουν έναν νομικό γολγοθά.
Πλέον το Συμβούλιο Εφετών Ανατολικής Κρήτης –η υπόθεση αναβλήθηκε– θα κληθεί να αποφασίσει αν ο Παντ. Βαρνάβας θα εκδοθεί στην Κύπρο βάσει εντάλματος σύλληψης που εκκρεμεί προς το πρόσωπό του. Ένα ένταλμα σύλληψης που έχει ταυτόσημες κατηγορίες με το αντίστοιχο ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί εις βάρος της Εφίμοβα από την Κύπρο, αλλά ακυρώθηκε από την Ιντερπόλ. Το ζευγάρι, που τα τελευταία χρόνια ζει στην Κρήτη, συνεχίζει να βρίσκεται υπό καθεστώς εκφοβισμού.
Η δολοφονία της Γκαλιζία και τα εντάλματα
Η Μαρία Εφίμοβα έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο όταν τα στοιχεία της διέρρευσαν από την εισαγγελία της Μάλτας όπου κατέθεσε. Μέχρι τον Μάρτιο του 2016 εργαζόταν (για περίπου δυόμισι μήνες) στην Pilatus Bank στη Μάλτα. Πρόκειται για την τράπεζα που βρέθηκε στο επίκεντρο των ερευνών μετά τη δολοφονία της Μαλτέζας δημοσιογράφου Ντάφνι Καρουάνα Γκαλιζία –τοποθετήθηκε βόμβα στο αυτοκίνητό της–, η οποία υποψιαζόταν ότι η συγκεκριμένη τράπεζα λειτουργούσε ως βιτρίνα για το αζέρικο μαύρο χρήμα.
Η δολοφονηθείσα δημοσιογράφος αποκάλυψε ότι το 60% του κεφαλαίου της τράπεζας προερχόταν από το Αζερμπαϊτζάν, ενώ η σύζυγος του πρωθυπουργού της Μάλτας φερόταν να είχε πάρει 1 εκατ. δολάρια από τους Αζέρους μέσω εταιρείας-βιτρίνας στον Παναμά. Η Εφίμοβα αρχικά εργάστηκε ως βοηθός του πρόεδρου της τράπεζας Αλί Σαντρ Χασεμί Νετζάντ, ο οποίος συνελήφθη στις ΗΠΑ κατηγορούμενος ότι προσπάθησε να μεταφέρει σε αμερικανικές τράπεζες περί τα 115 εκατ. δολάρια, παραβιάζοντας το οικονομικό εμπάργκο της Ουάσινγκτον κατά της Τεχεράνης.
Μολονότι κηρύχθηκε ένοχος πρωτόδικα, οι κατηγορίες κατέπεσαν στο εφετείο. Τον Νοέμβριο του 2018 η άδεια της τράπεζας ανακλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Pilatus Bank προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Η Μαρία Εφίμοβα υπήρξε πληροφοριοδότρια της Γκαλιζία, καθώς η διαφθορά που εντόπισε στην τράπεζα φέρεται πως άγγιζε σημαντικά πολιτικά πρόσωπα της Μάλτας. Μετά τη δολοφονία της Γκαλιζία εκδόθηκαν δύο εντάλματα σύλληψης από τη Μάλτα εναντίον της Εφίμοβα το 2017. Το πρώτο αφορούσε υπεξαίρεση, παράνομη απόκτηση περιουσίας, διακεκριμένη κλοπή, απάτη ή κατασκευή ψευδών στοιχείων για την καταδίκη άλλου προσώπου και παραβίαση περιοριστικών όρων.
«Ξέπλυμα βρόμικου χρήματος»
Το δεύτερο ένταλμα αφορούσε δημιουργία ψευδών στοιχείων για την καταδίκη άλλου προσώπου, ψευδή κατηγορία κατά άλλου προσώπου και καταστροφή φήμης άλλου προσώπου. Τον Ιούνιο του 2018 ο Άρειος Πάγος έλαβε την απόφαση να μην εκδοθεί η Μαρία Εφίμοβα στη Μάλτα.
Η κ. Εφίμοβα, όπως ανέφερε στο Documento, ήταν «προσωπική βοηθός του προέδρου της Pilatus Bank. Επειδή η τράπεζα είχε μόνο δώδεκα υπαλλήλους, βοηθούσα παράλληλα στο τμήμα συναλλαγών και το τμήμα συμμόρφωσης». Σχεδόν αμέσως, όμως, «κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά. Οταν άνοιγες έναν φάκελο έβλεπες ότι οι δικαιούχοι των επίμαχων λογαριασμών ήταν πολιτικά πρόσωπα υψηλού ενδιαφέροντος. Οι συναλλαγές γίνονταν με τη δικαιολογία της συμφωνίας δανείου ή διακανονισμού. Δικαιολογία που χρησιμοποιείται πάντα για τη μεταφορά χρημάτων.
Τα χρήματα που έστελναν πολιτικοί έρχονταν από χώρες όπως η Βενεζουέλα και το Αζερμπαϊτζάν και κατέληγαν στα Αραβικά Εμιράτα. Τα ποσά ήταν εξαψήφια, ακόμη και επταψήφια. Είναι κλασικές περιπτώσεις ξεπλύματος βρόμικου χρήματος. Στην αρχή αποφάσισα –επειδή ούτε υπέγραφα ούτε περνούσα τις συναλλαγές– ότι θα δουλέψω λίγο καιρό ακόμα εκεί μέχρι να βρω κάτι άλλο. Ηταν φανερό όμως ότι δεν ήταν κανονική τράπεζα».
Τότε «έγινε έλεγχος στην τράπεζα. Επειδή έλειπαν έγγραφα και δεν υπήρχαν υπογραφές στους φακέλους με τις συναλλαγές μού είπαν να τους φτιάξω εγώ. Μάλιστα οι επίμαχες συναλλαγές ήταν του 2014 και του 2015, όταν δεν δούλευα εκεί. Δεν έφταιγα που δεν υπήρχαν υπογραφές. Έτσι με απέλυσαν, όπως ακόμη τρεις υπαλλήλους από το τμήμα συναλλαγών και έναν από το τμήμα συμμόρφωσης».
«Κατάλαβα ότι δεν θα ζήσουμε αν μείνουμε στη Μάλτα»
Μέχρι τότε η Μαρία Εφίμοβα δεν είχε πληρωθεί από την τράπεζα, επειδή «μου είπαν ότι περίμεναν να βγει η άδεια παραμονής μου καθώς είχα ρωσικό διαβατήριο. Δεν έφτασε όμως κάποια επιταγή σπίτι μου. Όταν επικοινώνησα με την τράπεζα μου απάντησαν ότι δεν δούλεψα ποτέ εκεί, ότι ήμουν ασκούμενη. Κι ας είχα συμβόλαιο που έγραφε τον μισθό μου και ότι δεν ήμουν ασκούμενη.
Έκανα καταγγελία στο γραφείο εργασίας και ύστερα από έναν μήνα η τράπεζα μου έκανε μήνυση, κατηγορώντας με ότι υπεξαίρεσα περίπου 2.000 ευρώ, επειδή χρησιμοποίησα δήθεν την κάρτα της τράπεζας για τα έξοδα του εισιτηρίου για ένα ταξίδι που πήγαμε όλοι μαζί με την τράπεζα. Ήρθε η αστυνομία και με συνέλαβε».
Επειτα «άρχισα να ερευνώ και βρήκα δύο άρθρα της δημοσιογράφου Ντάφνι Καρουάνα Γκαλιζία σχετικά με την Pilatus Bank. Επικοινώνησα μαζί της και λίγους μήνες μετά, που είδε τα μηνύματα, συναντηθήκαμε. Της έδειξα τα έγγραφα που είχα και της εξήγησα τι συμβαίνει στην τράπεζα. Τον Απρίλιο του 2017 –έπειτα από έρευνα που πραγματοποίησε και με άλλους πληροφοριοδότες–έβγαλε το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ για τον πρώην πρωθυπουργό της Μάλτας Τζόζεφ Μουσκάτ, στο οποίο εμπλεκόταν και η σύζυγός του ως δικαιούχος παναμέζικης offshore».
Ο Μουσκάτ προκήρυξε πρόωρες εκλογές τον Ιούνιο του 2017 και τις κέρδισε. «Λίγο νωρίτερα είπε στην τηλεόραση ότι είμαι Ρωσίδα πράκτορας. Κατάλαβα ότι δεν θα ζήσουμε πολύ αν μείνουμε στη Μάλτα γι’ αυτό και σύντομα φύγαμε από τη χώρα. Τα στοιχεία μου διέρρευσαν από τη βοηθό του εισαγγελέα όπου κατέθεσα» σημειώνει η κ. Εφίμοβα. Η δολοφονία της Γκαλιζία «ήταν μεγάλο σοκ. Στενοχωρήθηκα που δεν έφυγε από τη Μάλτα, αλλά ήταν αποφασισμένη να συνεχίσει το έργο της».
«Στη φυλακή δεν μπορούσαν να μου κάνουν τίποτε»
Στη συνέχεια «η Μάλτα εξέδωσε δυο εντάλματα σύλληψης για εμένα, κυριότερα βάσει της καταγγελίας που είχε κάνει η τράπεζα για τη δήθεν υπεξαίρεση. Τον Μάρτιο του 2018 παραδόθηκα στην Αθήνα. Δεν ήθελα να σκέφτομαι ότι θα με πιάσουν. Έμεινα τρεις μήνες στις φυλακές Κορυδαλλού και μετά με πήγαν στις φυλακές Θήβας.
Παράλληλα βγήκε και ένα ένταλμα σύλληψης από την Κύπρο, επειδή ο εργοδότης μου όταν δούλευα εκεί το 2012 με κατηγορούσε για υπεξαίρεση χρημάτων. Έπειτα από έρευνα βρήκαμε ότι έχει κι αυτός εταιρείες στη Μάλτα. Η Ιντερπόλ απέρριψε το συγκεκριμένο ένταλμα, επειδή, όπως είπε, ήταν καθαρά πολιτικού χαρακτήρα».
Σχετικά με τα εντάλματα σύλληψης από τη Μάλτα, «το εφετείο αποφάσισε ευτυχώς τη μη έκδοσή μου στη Μάλτα. Άσκησε έφεση ο εισαγγελέας και έπειτα ο Αρειος Πάγος έβγαλε την ίδια απόφαση». Αναφορικά με την εμπειρία της στη φυλακή, η Μαρία Εφίμοβα σχολίασε ότι «ήταν πολύ τρομακτικό, αλλά ένιωθα και πιο ασφαλής, αφού από όταν φύγαμε από τη Μάλτα δεχόμασταν απειλές. Στη φυλακή τουλάχιστον κανείς δεν μπορούσε να μου κάνει τίποτε».
Η κ. Εφίμοβα ανέφερε παράλληλα ότι «έχω έγγραφα που δείχνουν ότι η παναμέζικη εταιρεία Egrant, που είχε λογαριασμούς στην Pilatus Bank, έπαιρνε λεφτά από το Αζερμπαϊτζάν και τα μετέφερε στο Ντουμπάι. Δικαιούχος της εταιρείας ήταν η Μισέλ Μουσκάτ, σύζυγος του πρώην πρωθυπουργού της Μάλτας. Εκανα αίτηση στη Μάλτα ώστε να καταστώ μάρτυρας δημόσιου συμφέροντος και να μπορέσω να τα παραδώσω. Ο δικαστής στη Μάλτα μου είπε ότι αν του παραδώσω τα έγγραφα, θα κατηγορηθώ ότι τα απέκτησα παράνομα».
«Φοβόμαστε για τη ζωή μας»
Μπορεί «να θεωρήσαμε ότι στην Ελλάδα είμαστε ασφαλείς και ότι η ιστορία τελείωσε», επισημαίνει, όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη, αφού τον Νοέμβριο του 2020 ο σύζυγός της Παντ. Βαρνάβας συνελήφθη στην Κρήτη. Όπως αφηγήθηκε ο ίδιος στο Documento, «πρόκειται για ένταλμα σύλληψης από την Κύπρο. Έχει κατά κύριο λόγο τις ίδιες κατηγορίες με το ένταλμα που εκδόθηκε για τη σύζυγό μου και απορρίφθηκε από την Ιντερπόλ. Πρόσθεσαν επιπλέον μία κατηγορία: ότι υπεξαίρεσα από έναν δικηγόρο και φίλο μου χρήματα.
Έχω τις σχετικές αποδείξεις που θα κατατεθούν από τον δικηγόρο μου. Απλώς πρόσθεσαν αυτή την κατηγορία για να μην απορριφθεί αυτόματα το ένταλμα από την Ιντερπόλ. Το θέμα είναι να μην εκδοθώ στην Κύπρο, αφού κάποιες κατηγορίες στην Ελλάδα είναι πλημμελήματα αλλά στην Κύπρο επιφέρουν ποινή φυλάκισης 90 ετών».
Η όλη υπόθεση «μας έχει εξαθλιώσει και οικονομικά. Φανταστείτε να μας ξανακάνουν μήνυση από τη Μάλτα ή την Κύπρο. Ακόμη εξοφλούμε το πρώτο δικαστήριο. Ευτυχώς μας έχει βοηθήσει και το κόμμα του Γιάνη Βαρουφάκη, γιατί τα έξοδα ανέρχονται συνολικά σε περίπου 40.000 ευρώ». Παρ’ όλα αυτά, «δεν το έχω μετανιώσει. Άοπλοι είμαστε και πολεμάμε, αλλά τι να κάνουμε; Περιμένουμε να περάσει από τη Βουλή ο ευρωπαϊκός νόμος για την προστασία του μάρτυρα δημόσιου συμφέροντος και να ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο ώστε να τελειώνει η ιστορία. Η υπόθεση πάει πολύ ψηλά, είναι πολλά τα χρήματα».
Πλέον ο Παντ. Βαρνάβας εργάζεται ως σεκιούριτι ενώ η Μαρία Εφίμοβα έχει δανειστική βιβλιοθήκη. Η προσπάθειά τους να ζήσουν φυσιολογική ζωή δεν έχει ακόμη τελεσφορήσει, αφού, όπως ανέφερε ο ίδιος, «δεχόμαστε απειλές και φοβόμαστε για τη ζωή μας. Ανησυχώ και για εμένα αλλά πιο πολύ για τη σύζυγο και τα παιδιά μου».
«Εκδίκηση και πίεση στην Εφίμοβα»
Όπως σχολίασε στο Documento η συνήγορος του Παντ. Βαρνάβα Εύα Αμπάζη, «ζητήσαμε αναβολή, καθώς προηγήθηκε αίτηση από εμάς προς την Ιντερπόλ για ακύρωση του εντάλματος σύλληψης εξαιτίας πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Η αίτηση έγινε καταρχήν δεκτή και η Ιντερπόλ θα προβεί σε εξέταση του αιτήματός μας το επόμενο χρονικό διάστημα. Θεωρούμε ότι όλη η δίωξη είναι πολιτική και γίνεται για λόγους εκδίκησης και πίεσης της Εφίμοβα». Παράλληλα η κ. Αμπάζη αναφέρθηκε στο γεγονός ότι «εμείς στείλαμε τα αποδεικτικά έγγραφα στην Ιντερπόλ για να εξετάσει το αίτημά μας.
Η Ιντερπόλ δεν τα παρέλαβε ποτέ, αν και στην ιστοσελίδα της εταιρείας κούριερ που έστειλε τα επίμαχα έγγραφα φαινόταν ότι τα παρέλαβε. Τελικά τα έγγραφα κλάπηκαν, αφού είχε γίνει σχετική καταγγελία στις γαλλικές αρχές».
Όσα υφίσταται η Μαρία Εφίμοβα ουσιαστικά «είναι ένας τρόπος τρομοκράτησης και για όποιον άλλο δημόσιο μάρτυρα πρόκειται να καταθέσει πράγματα. Τον παραδειγματίζουν τι θα του συμβεί.
Δεν μας εκπλήσσει ότι γίνεται στην Κύπρο και τη Μάλτα η δίωξη, γιατί τα δύο κράτη είναι γνωστά ως παράδεισοι ξεπλύματος βρόμικου χρήματος των μεγάλων συμφερόντων των ολιγαρχών. Οι σχέσεις και οι συνδέσεις των δυο χωρών μπορούν να βρεθούν με μια απλή έρευνα προς αυτή την κατεύθυνση και στη μια και στην άλλη χώρα».