Η επίτιμη γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς και πρώην γενική γραμματέας ΥΠΠΟΑ γράφει στο Docville για την επίφαση της νομιμότητας στις δράσεις του υπουργείου Πολιτισμού και την εγκατάλειψη της προστασίας μνημείων και περιουσιακών στοιχείων του ΥΠΠΟΑ.
Ανατρέχοντας στα έργα και στις ηµέρες του σηµερινού υπουργείου Πολιτισµού και Αθλητισµού φαίνεται ότι η πολιτική ηγεσία του επιδίδεται σε έναν αγώνα αποδυνάµωσης του αρχαιολογικού νόµου, ταπείνωσης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και ευτελισµού του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συµβουλίου και του Κεντρικού Συµβουλίου Νεωτέρων Μνηµείων προς χάριν της «ανάπτυξης», για να περιοριστώ στον τοµέα της πολιτιστικής κληρονοµιάς.
Θα παραθέσω ορισµένα παραδείγµατα παραβίασης και αποδυνάµωσης του αρχαιολογικού νόµου, κυρίως σε σχέση µε το άρθρο 7. Πριν από δύο χρόνια είχε ξεσηκωθεί µεγάλος θόρυβος (και δικαίως) για τα 10.000 ακίνητα του δηµοσίου που περιέρχονταν στο Υπερταµείο, σύµφωνα µε τις προηγηθείσες συµφωνίες και τους µνηµονιακούς νόµους. Από αυτά εξαιρούνταν οι αρχαιολογικοί χώροι, οι δασικές εκτάσεις, οι περιοχές Natura και τα εκτός συναλλαγής ακίνητα. Και ναι µεν το υπουργείο Οικονοµικών υποστήριζε ότι τα µνηµεία εξαιρούνται της µεταβίβασης, ότι δεν θα τα ακουµπούσε κανείς τότε, τι θα γινόταν όµως µια επόµενη ηµέρα, όταν καταστάσεις και πρόσωπα άλλαζαν; Αυτός ήταν ο µεγαλύτερος φόβος. Ας µην ξεχνάµε ότι στην εποχή των µνηµονίων, µε τον νόµο του ΤΑΙΠΕ∆ (ν. 3986/2011), ο οποίος δεν είχε εξαιρέσεις, 36 ακίνητα της Πλάκας, δικαιοδοσίας του ΥΠΠΟΑ, είχε ήδη αποφασιστεί να ξεπουληθούν. Ευτυχώς η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ανέκοψε τις περαιτέρω µεταβιβάσεις σε ιδιώτες. Φοβούµενοι λοιπόν τέτοιες µελλοντικές ρυθµίσεις, αµέσως ξεκίνησε ένας αγώνας µαζί µε τις υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ ώστε να συνταχθεί ο κατάλογος των µνηµείων που εξαιρούνταν. Αυτά βρέθηκε να είναι 2.330 και γι’ αυτά εκδόθηκε σχετική ανακλητική απόφαση του υπουργού Οικονοµικών (ΦΕΚ 57/Β/21-1-2019). ∆εν αρκούσε όµως µόνο αυτή η ρύθµιση.
Το άρθρο 7 του αρχαιολογικού νόµου 3028/2002 ανέφερε: «Τα αρχαία ακίνητα µνηµεία, κατά την έννοια των άρθρων 2 και 6, που χρονολογούνται έως και το 1453, καθώς και οι οργανωµένοι αρχαιολογικοί χώροι, κατά την έννοια του άρθρου 46, ανήκουν στο δηµόσιο κατά κυριότητα και νοµή και είναι πράγµατα εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα χρησικτησίας». Πώς θα διασφαλίζονταν εσαεί τα αρχαία µνηµεία που χρονολογούνται από το 1453 έως το 1830, ώστε να είναι και αυτά εκτός οιασδήποτε συναλλαγής και χρησικτησίας; Πώς θα διασφαλίζονταν οι εγκαταστάσεις των δηµόσιων µουσείων και τα εν γένει ακίνητα του ΥΠΠΟΑ από µελλοντική πώληση, όπως έγινε το 2014 σε 28 ακίνητα του δηµοσίου, ανάµεσα στα οποία και το ιστορικό κτίριο του ΥΠΠΟΑ;
Ακριβώς για τους παραπάνω λόγους κατατέθηκε και ψηφίστηκε σχετική τροπολογία του άρθρου 7 στον νόµο 4611 του Μαΐου 2019 (άρθρο 123). Με τη ρύθµιση αυτή όλα τα ακίνητα µνηµεία του δηµοσίου προ του 1830 αλλά και τα νεώτερα µνηµεία, τα µουσεία και τα ακίνητα εν γένει του δηµοσίου που διαχειρίζεται το ΥΠΠΟΑ καθίστανται αµεταβίβαστα, ακατάσχετα και ανεπίδεκτα χρησικτησίας, ενώ η διοίκηση και η διαχείρισή τους ασκείται αποκλειστικά από το δηµόσιο. Μάλιστα, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική έκθεση, ως ελληνικό δηµόσιο νοείται περιοριστικώς το υπουργείο Πολιτισµού και Αθλητισµού και τα λοιπά ΝΠ∆∆. Εποµένως, από τη διάταξη αποκλείονται ευθέως ΝΠΙ∆ και εταιρείες του δηµοσίου (όπως ΤΑΙΠΕ∆, Υπερταµείο).
Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται εσαεί η προστασία των µνηµείων και περιουσιακών στοιχείων του ΥΠΠΟΑ. Ταυτόχρονα, τον Φεβρουάριο 2020 το ΣτΕ, κατόπιν προσφυγών, ακύρωσε ως νοµικώς πληµµελείς τις πράξεις υπαγωγής των 10.119 ακινήτων στο Υπερταµείο, ερειδόµενο εν πολλοίς στην προηγηθείσα ανακλητική των µεταβιβάσεων απόφαση του υπουργείου Οικονοµικών. Ο κίνδυνος τυπικά εξέλιπε.
Με το νοµοσχέδιο αυτό υποβαθµίζεται η Αρχαιολογική Υπηρεσία, δεν υπάρχει πια το ταµείο του ΥΠΠΟΑ αλλά συστήνεται µια νέα, παράπλευρη υπηρεσία που αποµυζά χρήµατα και έργα υπέρ της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και εις βάρος της προστασίας και φροντίδας των µνηµείων και µουσείων
Τι συµβαίνει στην πραγµατικότητα σήµερα στα ακίνητα του δηµοσίου σε σχέση µε το υπουργείο Πολιτισµού; Συνεχώς παρατηρείται ουσιαστική και συστηµατική καταπάτηση του άρθρου 7, µε διάφορες κινήσεις, όπως:
1 Λόφος Φιλοπάππου: µε τον ν. 4674/2020 (άρθρα 100-104) συστήνεται ανώνυµη εταιρεία ΟΤΑ µε την επωνυµία Εθνικός Κήπος – Μητροπολιτικό Πράσινο ΑΕ, η οποία θα διαχειρίζεται επ’ αµοιβή και τον λόφο Φιλοπάππου, δηλαδή εντέλει ιδιώτες. Εντούτοις στον Εθνικό Κήπο υπάρχουν αρχαία µνηµεία και ο λόφος Φιλοπάππου, ως χαρακτηρισµένος οργανωµένος αρχαιολογικός χώρος από το έτος 2008, είναι εκτός οιασδήποτε συναλλαγής και η διαχείρισή του γίνεται αποκλειστικά από το ΥΠΠΟΑ.
2 Ακαδηµία Πλάτωνος: µε µνηµόνιο συνεργασίας µεταξύ του ΥΠΠΟΑ, του ∆ήµου Αθηναίων και της εταιρείας Ανάπλαση ΑΕ σχεδιάζεται η παράδοση της διαχείρισης του αρχαιολογικού χώρου και των αρχαίων µνηµείων της Ακαδηµίας Πλάτωνος στους δύο εκ των συµβαλλοµένων, µε το υπουργείο Πολιτισµού απλώς να συναινεί και να υποστηρίζει τις δράσεις των ανωτέρω δύο, παρότι έχει τον αποκλειστικό θεσµικό ρόλο. Το µνηµόνιο αυτό προσκρούει στην υφιστάµενη νοµοθεσία και διεµβολίζει την καθ’ ύλην αρµοδιότητα του ΥΠΠΟΑ.
3 Κυνόσουρα Σαλαµίνας: η περιβόητη έγκριση της µελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας –µε τη σιωπηρή συνενοχή του υπουργείου Πολιτισµού που δεν εισήγαγε το θέµα στο ΚΑΣ– έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων και προσφυγές στο ΣτΕ. Η υπόθεση αφορά διαλυτήριο πλοίων της εταιρείας Ναυπηγεία Κυνόσουρας ΑΕ σε έκταση του δηµοσίου η οποία περιλαµβάνεται στην αδόµητη ζώνη Α΄ του κηρυγµένου αρχαιολογικού χώρου στην περιοχή της ναυµαχίας της Σαλαµίνας, µε πλήθος αρχαίων µνηµείων.
4 Καταδυτικός τουρισµός: µε τον ν. 4688/2020 του υπουργείου Τουρισµού «Ειδικές µορφές τουρισµού, διατάξεις για την τουριστική ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» ανοίγει ο ασκός του Αιόλου για τη δυνατότητα παραχώρησης της διαχείρισης ενάλιων µνηµείων και επισκέψιµων αρχαιολογικών χώρων, δηλαδή δηµόσιων µνηµείων και χώρων που είναι εκτός συναλλαγής, σε ιδιώτες.
5 Ο∆ΑΠ: στο πρόσφατο νοµοσχέδιο του ΥΠΠΟΑ 4761/2020 για την αναδιοργάνωση του Ταµείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων και µετονοµασία του σε Οργανισµό ∆ιαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων δόθηκε η δυνατότητα ίδρυσης νοµικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου µε αποκλειστικό σκοπό τη διαχείριση της περιουσίας του ΥΠΠΟΑ, δηλαδή της περιουσίας της οποίας έχει την κυριότητα ή διαχειρίζεται το ΥΠΠΟΑ. Η διάταξη παραβιάζει ευθέως τον συνταγµατικής περιωπής αρχαιολογικό νόµο.
Με αφορµή το προαναφερθέν νοµοσχέδιο ερχόµαστε στο πιο πρόσφατο παράδειγµα αποδυνάµωσης του ισχύοντος αρχαιολογικού νόµου και σε µια τροφοδότηση νεοαποικιακής πολιτικής: την ψήφιση στη Βουλή της τροποποίησης του άρθρου 45 του αρχαιολογικού νόµου, σύµφωνα µε το οποίο ο µακροχρόνιος δανεισµός των ελληνικών αρχαιοτήτων θα µπορεί να φτάνει τα 50 έτη(!). Γενικώς µε το νοµοσχέδιο αυτό υποβαθµίζεται η Αρχαιολογική Υπηρεσία, δεν υπάρχει πια το ταµείο του ΥΠΠΟΑ αλλά συστήνεται µια νέα, παράπλευρη υπηρεσία που αποµυζά χρήµατα και έργα υπέρ της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και εις βάρος της προστασίας και φροντίδας των µνηµείων και µουσείων.
Τα παραπάνω παραδείγµατα αποτελούν πράξεις οι οποίες παραβαίνουν ή αποδυναµώνουν τον ισχύοντα αρχαιολογικό νόµο προκειµένου να υποστηριχτούν τα ιδιωτικά συµφέροντα. Παράλληλα, µε βιαστικές και πιεστικές κινήσεις το υπουργείο Πολιτισµού κατορθώνει τελικά, δυστυχώς για τα µνηµεία, να υποπίπτει συνεχώς σε λάθη που εκθέτουν όχι µόνο τις υπηρεσίες, εξουθενώνοντάς τις εξαιτίας της αφόρητης πίεσης, αλλά τελικά και τους ίδιους τους ιδιώτες µε τους οποίους συνεργάζεται, είτε ιδρύµατα είτε εταιρείες. Κραυγαλέο παράδειγµα η περίπτωση των αρχαιοτήτων στον σταθµό Βενιζέλου του µετρό Θεσσαλονίκης, για τις οποίες το ∆ιεθνές Συµβούλιο Μνηµείων και Τοποθεσιών ICOMOS έχει εκπέµψει ηχηρό µήνυµα εκδίδοντας σήµα κινδύνου και καλώντας την ελληνική κυβέρνηση να µην προχωρήσει στην απόσπασή τους.
Αναφέρεται συχνά ότι ο λόγος απέναντι στα κακώς κείµενα της κυβέρνησης δεν πρέπει να είναι απλώς καταγγελτικός αλλά να προβάλλονται και προτάσεις. Στις συγκεκριµένες περιπτώσεις που εθίγησαν παραπάνω οι προτάσεις είναι να επανέλθουν τα πράγµατα στην πρότερη κατάσταση σεβασµού του αρχαιολογικού νόµου. Ο αρχαιολογικός νόµος είναι νόµος ισχυρός καθώς εκπορεύεται από το σύνταγµα της χώρας, η οποία εν πολλοίς στηρίζεται ηθικά και οικονοµικά στην ιστορία και στον πολιτισµό της. Όσες δικαιολογίες κι αν προβάλλει η κυβέρνηση σε σχέση µε την «ανάπτυξη», είναι αδιανόητο και επικίνδυνο να παραβιάζονται και να ευτελίζονται τα άρθρα του συγκεκριµένου νόµου, διότι τότε ευτελίζεται η ίδια η χώρα στα µάτια όλων, Ελλήνων και ξένων. Το ψήφισµα του ICOMOS για το µνηµειακό σύνολο της Θεσσαλονίκης ας είναι µάθηµα προς όλους.