Μαρία Αιγινίτου: Παράδεισος και κόλαση μαζί

Μαρία Αιγινίτου: Παράδεισος και κόλαση μαζί

Με αφορμή την παράσταση «Στον παράδεισο» η σκηνοθέτρια μιλάει για το θέμα της, τον σωφρονισμό, αλλά και για τα προβλήματα που προκαλεί στο θέατρο η πολιτική του κράτους

Ο «Παράδεισος» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη εκτυλίσσεται σε μια φυλακή. Το περιβάλλον είναι ειδυλλιακό. Σε ένα νησί μες στη φύση, ακούγοντας κλασική μουσική, χωρίς τον αυστηρό περιορισμό των κελιών, οι τρόφιμοι βαρυποινίτες –τα αδικήματά τους δεν αποκαλύπτονται– συμμετέχουν σε ένα πείραμα σωφρονισμού. Η σκηνοθέτρια Μαρία Αιγινίτου σε συνεργασία με τον Γιώργο Παλούμπη ανέβασαν το έργο στη σκηνή του θεάτρου Arroyo με μια ομάδα αξιόλογων ηθοποιών: Μ. Αιγινίτου, Θ. Αλεξίου, Αν. Γιαννακός, Ασπ. Κράλλη, Δ. Λιανάκη, Αντ. Τσιοτσιόπουλος.

Τι θα δει ο θεατής στην παράσταση «Στον παράδεισο»; Ποια είναι τα κύρια σημεία στα οποία εστιάζει το έργο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη;

Σε έναν τόπο αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο κάποιος ιδιόρρυθμος μεγιστάνας εφαρμόζει ένα ασυνήθιστο πρόγραμμα σωφρονισμού. Οι τρόφιμοι του προγράμματος παίρνουν μέρος σ’ ένα πείραμα για το οποίο ελάχιστα στοιχεία γνωρίζουν. Ολα τα πρόσωπα του έργου είναι καταδικασμένα για κακουργηματικές πράξεις σε πολύ βαριές ποινές. Ο εμπνευστής λοιπόν του σχεδίου καλωσορίζει στο ιδιόκτητο νησί τα πλάσματα αυτά και τους χαρίζει τον παράδεισο με σκοπό την αναμόρφωσή τους. Στην πραγματικότητα όμως μιλάμε για ένα περιβάλλον απαγορεύσεων όπου η σεξουαλικότητα των ανθρώπων καταπιέζεται, η εκδήλωση ή η έκφραση της όποιας θρησκευτικής πίστης είναι αξιόποινη πράξη, όπου όλες και όλοι παρακολουθούνται κι έτσι το ειδυλλιακό τοπίο μετατρέπεται σε ζωντανή κόλαση.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο «Παράδεισος» είναι μια παραβολή;

Ναι, είναι μια παραβολή με πολλά επίπεδα και ποικίλες αναγνώσεις. Ξεδιπλώνει πτυχές της ανθρώπινης φύσης μέσα από τη βία των συστημάτων, την ανάγκη για επιβολή και τους μηχανισμούς της εξουσίας. Είναι ακόμη μια αγωνιώδης πορεία αυτογνωσίας.

Πώς αντιμετωπίζουν οι ήρωες του έργου, οι καταδικασμένοι για βαριά αδικήματα, το αίσθημα της ενοχής;

Το αίσθημα της ενοχής δεν είναι κυρίαρχο σε όλα τα πρόσωπα του έργου ούτε εκδηλώνεται με την ίδια ένταση σε κάθε περίπτωση. Εχουμε για παράδειγμα τον Γιάννη ο οποίος δέχεται να θυσιαστεί επειδή δεν αντέχει να ζει ατιμώρητος για τα παλιά του εγκλήματα. Νιώθει πως ο δρόμος για την εξιλέωση είναι μακρύς κι εκείνος είναι πρόθυμος να τον περπατήσει μέχρι το τέλος. Οι ενοχές της Αννας και του Νίνο σχετίζονται με την προδοσία του Γιάννη, χωρίς όμως αυτό να τους εμποδίζει να συνεχίζουν τη ζωή τους στον παράδεισο. Οσο για τη Λότη, διευθύντρια του προγράμματος, και το ζευγάρι των δολοπλόκων Τέα και Τεό, για διαφορετικούς λόγους σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει κάποια σοβαρή ένδειξη μέσα στο έργο ότι βασανίζονται από αισθήματα ενοχής ούτε για πράξεις του παρελθόντος αλλά ούτε από το γεγονός της προδοσίας του Γιάννη.

Ποιες ήταν οι σκηνοθετικές προκλήσεις που αντιμετωπίσατε από κοινού με τον Γιώργο Παλούμπη;

Σε μια σκηνοθεσία οφείλεις να ξέρεις ποια πρόσωπα επιλέγεις. Οφείλεις να σεβαστείς το υλικό του έργου αλλά και τον κόσμο των ηθοποιών και στη συνέχεια να εμπιστευτείς και να γεφυρώσεις αυτούς τους δύο κόσμους. Πιστεύω πως όταν σκηνοθετείς χρειάζεται να βρίσκεις τον τρόπο να υπάρχεις και να εξαφανίζεσαι την ίδια στιγμή. Ασκήσεις ισορροπίας είναι. Είναι αναγκαία ακόμη η δημιουργία μιας κοινής γλώσσας, ενός κοινού κώδικα επικοινωνίας, κι αυτό γεννιέται κάθε φορά, πρέπει να το επινοήσεις από την αρχή, δεν είναι δεδομένο, δεν είναι παγιωμένο. Θέλει χρόνο, θέλει χώρο. Ο Παλούμπης στη συνεργασία μας ήταν υποστηρικτικός, ευγενικός, υπομονετικός και συνέβαλε εξισορροπητικά στη δημιουργία του σύμπαντος αυτού. Οι προκλήσεις που για μένα είχαμε να αντιμετωπίσουμε ήταν η έλλειψη πόρων και η ανάγκη περισσότερου κοινού χρόνου.

Διάβασα ένα σχόλιό σας στο οποίο λέγατε ότι, καθώς οι επιχορηγήσεις του υπουργείου Πολιτισμού είναι πενιχρές, αναγκάζεστε να γίνετε «βοηθοί λογιστή, βοηθοί εκτέλεσης παραγωγής, χορηγοί», εις βάρος της τέχνης σας…

Το ποσό που εγκρίθηκε για την υλοποίηση της παράστασης επαρκούσε για να πληρωθεί το ενοίκιο του χώρου και με το ζόρι δύο ηθοποιοί. Εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα έργο έξι προσώπων κι ένα σκηνοθέτη –μια και παίζω κι εγώ, δεν θα είχα αμοιβή και ως σκηνοθέτρια–, έχουμε να κάνουμε με συνεργάτες, συντελεστές, με την εκτέλεση της παραγωγής, με φορολογικές και ασφαλιστικές εισφορές. Το υπουργείο Πολιτισμού ενθαρρύνει τις συμπαραγωγές, τις χορηγίες και την αναζήτηση εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης. Μόνο που εγώ είμαι ηθοποιός και σκηνοθέτρια. Μπαίνοντας στη διαδικασία αναζήτησης οικονομικής ενίσχυσης αρχίζω να συνομιλώ με εμπορικούς όρους, με τους όρους της αγοράς. Στην προκειμένη περίπτωση όταν ανακοινώθηκαν οι επιχορηγήσεις ήταν ήδη αργά για να βρεθεί χώρος, πόσο μάλλον χρηματοδότες ή συμπαραγωγοί. Βρέθηκα σε δίλημμα. Αναρωτήθηκα τι να κάνω. Να επιστρέψω την επιχορήγηση στο υπουργείο ή να κάνω τ’ αδύνατα δυνατά για να ανέβει η παράσταση;

Και τελικά επιλέξατε το δεύτερο…

Ναι, χωρίς να είμαι βέβαιη ότι ήταν προς όφελος της παράστασης και του ταλέντου των ανθρώπων που εργαστήκαμε γι’ αυτήν. Γιατί ποιος άνθρωπος που σέβεται και τιμά το επάγγελμά του εργάζεται έναντι συμβολικής αμοιβής; Πώς θα ζήσει; Θα χρειαστεί να έχει κάποιο εισόδημα από κάπου. Με τι κουράγιο, με τι έμπνευση θα έρθει στην πρόβα και την παράσταση όταν έρχεται τρέχοντας από γυρίσματα, από μαθήματα; Και πώς να τα εγκαταλείψει όλα αυτά για να κάνει μια παράσταση; Χάνονται η χαρά και η ελευθερία. Ως πότε θα πρέπει να πέφτουμε ηρωικά εμείς που επιλέξαμε την τέχνη; Γιατί να θυσιάζουμε την αξιοπρέπειά μας επειδή το κράτος έχει αποτύχει να σχεδιάσει ένα ικανοποιητικό, βιώσιμο πλαίσιο;

Documento Newsletter