Μαργαρίτα Ζορμπαλά στο Documento: «Αφού δεν ζω από το τραγούδι, δηλώνω ερασιτέχνης»

Μαργαρίτα Ζορμπαλά στο Documento: «Αφού δεν ζω από το τραγούδι, δηλώνω ερασιτέχνης»

Μια χειμαρρώδης συζήτηση με την αγαπητή ερμηνεύτρια Μαργαρίτα Ζορμπαλά, στην οποία χώρεσαν ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις, οι ποιητές, η γενέτειρά της Σοβιετική Ενωση και η φιλοσοφία της για τη ζωή και την τέχνη.

Oποιος τη δει λάιβ να ερμηνεύει τα τραγούδια των μεγάλων συνθετών θα αντιληφθεί πως το εύθραυστο πλάσμα που ακούει στο όνομα Μαργαρίτα Ζορμπαλά είναι πια μια ώριμη τραγουδίστρια που πρόσεξε το ερμηνευτικό «εργαλείο» της, τη φωνή της, και βασικά διαφύλαξε την ακριβή αισθητική της. Τον καιρό αυτό η Ζορμπαλά, που είναι μόνιμη κάτοικος Κύπρου, διαμένει στην Αθήνα αφού υπάρχουν ακόμη δύο προγραμματισμένες εμφανίσεις της στο Αλσος του Πεδίου του Αρεως. Μ’ αυτή την αφορμή τη συνάντησα και οδηγηθήκαμε σε μια υπέροχη κουβέντα με ιστορίες από το παρελθόν αλλά και το εδώ και τώρα, πώς βλέπει τη ζωή και την τέχνη της.

Eχοντας δει την πρώτη από τις συνολικά τρεις παραστάσεις σας απόλαυσα το ρεπερτόριο. Σε ποια μουσική σκηνή θα άκουγες τη σήμερον ημέρα το «Μεθυσμένο κορίτσι» του Χατζιδάκι ή το «Οι στίχοι αυτοί» του Θεοδωράκη;

Iσως είναι το ότι λείπω από την Αθήνα και δεν ξέρω τι γίνεται εδώ και τι τραγουδάει ο κόσμος. Εγώ βασίζομαι εντελώς στο τι θέλω να πω τη συγκεκριμένη στιγμή και στο τι μου ’ρχεται ψυχικά, πνευματικά. Στο πρώτο μέρος βασίστηκα στο «Μεθυσμένο κορίτσι» και στις «Μπαλάντες», τους δίσκους μου με τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη. Από κει και πέρα μου βγήκε ένας θυμός και μια διαμαρτυρία, χωρίς να είμαι καθόλου επαναστάτρια. Βέβαια ένα θυμό τον έχω για όσα συμβαίνουν και όχι μόνο στην Ελλάδα. Σ’ αυτό το πλαίσιο έβαλα τη «Χοντρομπαλού» του Ξαρχάκου, τα «Μικρά παιδιά» της Αρλέτας ή τα δύο αντιπολεμικά τραγούδια του Λοΐζου.

Ποτέ δεν υπήρξατε επαναστάτρια;

Οχι, ποτέ. Κι αν ξεκίνησα με τον Μίκη, κατάλαβε το είναι μου και ότι είμαι πιο λυρική ή πιο ρομαντική, αν θέλετε, τραγουδίστρια, γι’ αυτό ποτέ δεν μ’ έβαλε να πω στρατευμένα τραγούδια.

Μα πώς; Τραγουδήσατε τον «Ανθρωπο με το γαρίφαλο» για τον Μπελογιάννη.

Ναι, αλλά κι αυτό το τραγούδησα κάπως μελωδικά ή νοσταλγικά, αν προσέξετε την ερμηνεία.

Δηλαδή η ερμηνεία καθορίζει και το είδος του τραγουδιού;

Δεν μου αρέσουν οι μεγάλες δηλώσεις, είμαι έτσι σαν άνθρωπος. Αυτό βγαίνει στην τέχνη μου, δεν μου αρέσει να φωνάζω ή να κουνάω το δάχτυλο. Ο καθένας μας επιλέγει τι θέλει και πώς να το κάνει, γι’ αυτό και μάλλον δεν μου βγαίνει το επαναστατικό. Παρόλο βέβαια που πάνω στη σκηνή έχω μια ένταση και μια δύναμη, αλλιώτικη όμως, όχι του «πάμε, παιδιά, να κάνουμε την επανάσταση». Ακόμη και στις περιοδείες με τον Μίκη εγώ πάντα έλεγα τα πιο λυρικά του τραγούδια.

Πώς κρίνετε το γεγονός ότι παραμένετε τόσο κοσμαγάπητη τραγουδίστρια;

Σας θαυμάζω όλους εσάς που εκτίθεστε τόσο πολύ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά εγώ έτσι είμαι. Ούτε για τα προσωπικά μου μιλάω ούτε εκφέρω γνώμη για πράγματα που δεν ξέρω. Για τη μουσική, λόγου χάρη, ναι, να την πω την άποψή μου.

Η ανασφάλεια είναι ίδιον των καλλιτεχνών;

Οι μεγάλοι καλλιτέχνες έχουν τεράστιο τρακ και ανασφάλεια, ειδικά όσοι εκτίθενται πάνω στη σκηνή. Δεν θα ξεχάσω τι τρακ είχε ο Μπιθικώτσης, αυτός ο τεράστιος τραγουδιστής, που έτρεμε ολόκληρος, πρασίνιζε, κιτρίνιζε, έκανε εμετούς. Τον ήξερα καλά, είχα πάει και στο σπίτι του, ενώ είχαμε δουλέψει και στην επιθεώρηση «Ω… μαμά Ελλάς!» στο θέατρο Παρκ. Επαιζαν ο Παπαμιχαήλ κι ο Λογοθέτης, που λυπήθηκα πάρα πολύ με τον θάνατό του, σε νούμερα που πέρναγε όλη η ιστορία της Ελλάδας μέσα και από τα τραγούδια του Μίκη. Ημασταν τρεις τραγουδιστές του Θεοδωράκη που ένωναν τρεις διαφορετικές γενιές: ο Μπιθικώτσης, ο Καλογιάννης κι εγώ. Θυμάμαι και μια μεγάλη πλάκα που είχε γίνει εκεί. Τα αγόρια πεινάσανε, ο Μπιθικώτσης με τον Καλογιάννη, και τους ήρθε να τηγανίσουν αυγά. Χωρίς εξαερισμό άρχισαν να τινάζονται τα λάδια και κάποιος φώναξε: «Φωτιά, φωτιά»! Βγήκαμε εμείς ημίγυμνες, οι χορεύτριες και οι ηθοποιοί, τρέχοντας προς πάσα κατεύθυνση – ήταν πάρα πολύ αστείο. Ο Μπιθικώτσης μου έκανε την πιο μεγάλη εντύπωση, γιατί στις τελευταίες συναυλίες του δεν χρειαζόταν καν να τραγουδήσει. Εβγαινε και επιβαλλόταν χωρίς καν ν’ ανοίξει το στόμα του. Μου κρατούσε το χέρι και ένιωθα την τρεμούλα του μέχρι που ο κόσμος άρχιζε να χειροκροτεί ασταμάτητα.

Μοιραστήκατε την εξής ιστορία με τον κόσμο στο Αλσος: ο Μίκης δεν άφησε να κάνετε ολόκληρο δίσκο με τον Χατζιδάκι.

Το σχέδιο του Μάνου ήταν να γίνουν επανεκτελέσεις τραγουδιών του που δεν είχε εκείνος την ευθύνη των ενορχηστρώσεων στο παρελθόν. Εκείνος μου υπέδειξε, όπως και ο Μίκης, τα τραγούδια που θα έλεγα. Δεν υπήρχε περίπτωση τότε να έλεγες στον Μίκη ή στον Μάνο τι θες να τραγουδήσεις. Ούτε καν μας πέρναγε απ’ το μυαλό και ήμασταν ευτυχείς γι’ αυτό. Τα έλεγα συνέχεια αυτά τα τραγούδια τότε και έρχονταν οι δυο τους και μ’ έβλεπαν στο Zoom. Ηταν πολύ συγκινητικό που τους έβλεπα να κάθονται αγαπημένοι και μετά να έρχονται μαζί στο καμαρίνι. Και τον Γκάτσο γνώρισα, αλλά όχι τόσο καλά όσο τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη. Δεν ήμουν στην παρέα του, όπως ήταν τα φιλαράκια του, ο Μητσιάς και ο Κηλαηδόνης, αλλά πήρα μια γεύση. Ημουν και πολύ μικρή, θυμάμαι όμως να πειράζει ασταμάτητα τον Χατζιδάκι. Ο Μίκης συνήθως γέλαγε, αυτή την εικόνα έχω.

Και τον Γιάννη Ρίτσο γνωρίσατε καλά επίσης.

Βέβαια, είχα πάει και στο σπίτι του, όπου μου χάρισε τις πέτρες που ζωγράφιζε. Τις κρατάω και τις δύο αυτές πέτρες σαν το γούρι μου. Οταν φοβάμαι πολύ σε μια παράσταση τις παίρνω μαζί μου και τους μιλάω: «Ελα, Γιάννη, δώσε μου δύναμη τώρα». Γενικώς, όμως, δεν πολυμίλαγα κοντά σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Ημουν έτσι απ’ όταν ήρθαμε στην Ελλάδα το 1975 για να κάνω τις «Μπαλάντες» και μετά ξαναφύγαμε με τους δικούς μου. Τέλη του ’76 γυρίσαμε οριστικά στην Ελλάδα και η αιτία δεν ήταν η καριέρα μου αλλά η νοσταλγία. Απ’ τα παιδικά μας χρόνια συνέχεια ακούγαμε ότι εδώ είμαστε φιλοξενούμενοι και μια μέρα θα επιστρέψουμε στην πατρίδα. Ηταν το λάιτ μοτίφ της ζωής μου και του αδερφού μου. Οι γονείς τα λέγανε, αλλά εμείς μεγαλώναμε σ’ ένα άλλο περιβάλλον. Μπήκα στο πανεπιστήμιο και μου ήρθε κάπως απότομα που μ’ αρπάξανε και με μεταφέρανε σ’ έναν άλλο τόπο. Είχα κάνει τις «Μπαλάντες» ήδη και πάλι έκλαιγα το ΄76 που αποχαιρετούσα οριστικά τη Μόσχα.

Ανέκαθεν αναρωτιόμουν αν η Ελληνίδα τραγουδίστρια με το ωραιότερο βιμπράτο, η Ζορμπαλά, είναι και τρεμάμενη ύπαρξη, εύθραυστη.

Το εύθραυστο είναι η μια πλευρά κάθε καλλιτέχνη. Το ράγισμα υπάρχει και δίχως αυτό δεν μπορείς να είσαι καλλιτέχνης. Αν είσαι παντού ραγισμένος, όμως, δεν θ’ αντέξεις. Περνάς σ’ άλλο στάδιο, της αυτοκαταστροφής. Οταν βγαίνεις στη σκηνή τα ραγίσματά σου πρέπει να φαίνονται, γιατί αυτά συγκινούν τον κόσμο. Και δεν μπορείς να τα κρύψεις κιόλας, φαίνονται.

«Ξέρω πως είμαστε αναλώσιμοι και θα επέλθει το τέλος της φωνής, της υγείας και μετά το βιολογικό. Από πολύ μικρή το είχα συνειδητοποιήσει και γι’ αυτό μπόρεσα να πω σε ένα σημείο: “Στοπ τώρα, δεν ξανατραγουδώ!”»

Πιστεύετε ότι την ξέρετε καλά τη ζωή ή ακόμη τη μαθαίνετε;

Να σας το αντιστρέψω το ερώτημα: μαθαίνεται η ζωή; Συνέχεια, ακόμη και μεγαλώνοντας, τη μαθαίνουμε. Αυτό που μπορώ να πω, γιατί το έχω ζήσει στο πετσί μου, είναι η σιγουριά για το απρόβλεπτο της ζωής. Πού να φανταζόμουν εγώ ότι απ’ την Τασκένδη, απ’ τα βάθη της Ασίας όπου γεννήθηκα, θα ζούσα τριάντα χρόνια στην Κύπρο; Και να γυρνάω όλο τον κόσμο με μια βαλίτσα στο χέρι, εγώ, ένα κοριτσάκι που δεν είχε βγει ποτέ από τη Σοβιετική Ενωση.

Τώρα που δεν είστε πια κοριτσάκι νιώθετε να έχει αλλάξει ο τραγουδιστικός παλμός σας;

Με την εμπειρία έχω εξελιχτεί σκηνικά και εκφραστικά. Δίνω πλέον πολύ μεγαλύτερη βάση στον στίχο, διότι όταν τραγούδησα τις «Μπαλάντες» δεν ήξερα ελληνικά καλά καλά, όχι να πιάσω τα νοήματα του Αναγνωστάκη, ο οποίος είχε περάσει για λίγο και από το στούντιο. Θυμάμαι να με πηγαίνει στο στούντιο η γιαγιά μου απ’ το χεράκι. Δεν είχα ιδέα από Αθήνα και οι δικοί μου είχαν νοικιάσει ένα διαμερισματάκι στου Γκύζη. Διασχίζαμε το Πεδίον του Αρεως και φτάναμε στο Polysound της Πατησίων. Εκεί κάναμε και πρόβες χωρίς εγώ να είμαι τραγουδίστρια. Μπορεί η μαμά μου να τραγουδούσε μ’ ένα συγκρότημα στη Ρωσία, αλλά η φωνή μου ακόμη πήγαινε κι ερχόταν. Καθόταν ο Μίκης και δίπλα του είχε τα μπουζούκια, τον Νικολόπουλο και τον Πολυκανδριώτη. Περνούσε ο Κατράκης, καθόταν απλώς κι άκουγε. Η γιαγιά μου, που ήταν ο αγαπημένος της, μόνο χάμω που δεν έπεσε. «Ο Μάνος ο Κατράκης! Μου είπε να τους φτιάξω καφέ» έλεγε (γέλια).

Υπάρχουν πράγματα για τα οποία αμφιβάλλετε;

Πρώτα απ’ όλα για τον εαυτό μου μες στην τέχνη. Κάθομαι ώρες ατέλειωτες στο σπίτι μου σ’ ένα χωριό έξω απ’ τη Λεμεσό και αναμετριέμαι με τις μνήμες μου. Το έκανα και τώρα για το πρόγραμμα στο Αλσος, ανάτρεξα στον Μάνο και τον Μίκη και πώς με διδάξανε για να τους ερμηνεύσω. Ηθελα να βάλω και το καινούργιο όμως, όσα έμαθα όλα αυτά τα χρόνια δίχως αυτούς δίπλα μου. Η μνήμη είναι οι ρίζες μας και άνθρωπος χωρίς ρίζες είναι ό,τι χειρότερο! Εχω ζήσει το να ’μαι ξεριζωμένη χωρίς ταυτότητα, να περιφέρομαι και να με λένε «Γκριτσιάνκα», δηλαδή «Ελληνίδα» στα ρωσικά.

Οσο γυρνάμε μες στη συνάφεια του κόσμου δεν αποφεύγουμε να σκεφτόμαστε το αναλώσιμο της ύπαρξης;

Εγώ δεν το έχω καθόλου αυτό. Ξέρω εντελώς πως είμαστε αναλώσιμοι και θα επέλθει το τέλος της φωνής, της υγείας και μετά το βιολογικό. Από πολύ μικρή το είχα συνειδητοποιήσει και γι’ αυτό μπόρεσα να πω σε ένα σημείο: «Στοπ τώρα, δεν ξανατραγουδώ»! Μου άρεσε όπως τραγουδούσα, αλλά δεν μου άρεσαν τα γύρω γύρω που συνέβαιναν. Και τότε δεν ήξερα καν ότι μια μέρα θα ξανατραγουδούσα. Καλά κάνουμε και το λέμε τώρα, καθώς πολλοί συνάδελφοί σας το μεταφράζουν ότι απλώς έκανα ένα διάλειμμα, δεν ήταν όμως έτσι.

Και τι ήταν αυτό που σας έκανε να πείτε «στοπ» στο τραγούδι;

Δεν είχα κέφι, δεν είχα όρεξη, χάθηκε η λαχτάρα, το ανατρίχιασμα. Επαιξαν ρόλο και διάφοροι εξωτερικοί παράγοντες, όπως και ότι δουλεύαμε πάρα πολύ και όχι στις πιο κατάλληλες συνθήκες. Αρχισε να μη μ’ αρέσει το επάγγελμα και γι’ αυτό μέχρι σήμερα δηλώνω ερασιτέχνης. Δεν ζω απ’ αυτήν τη δουλειά, άρα δεν είμαι επαγγελματίας. Είμαι εραστής της τέχνης, τελεία!

Φαίνεται πως μόνο η κατάθλιψη σε κάνει να σταματάς την τέχνη σου, τον στόχο σου.

Τότε που σταμάτησα ούτε που ήξερα τι ήταν κατάθλιψη. Μπορεί και να την πέρασα, αλλά δεν την ήξερα. Μετά την έμαθα ότι υπήρχε, όπως και τα χάπια και τα συναφή. Μάλιστα δεν είμαι εναντίον, αφού όταν υπάρχουν προβλήματα και οι άνθρωποι δεν μπορούν να τα λύσουν μόνοι τους πρέπει κάπως να λύνονται.

Εχει ψυχιατρικοποιηθεί πολύ, λέτε, η εποχή μας;

Ισχύει. Να, πριν που λέγαμε για ελαττώματα των λαών, οι Αμερικανοί το έχουν πολύ αυτό. Είναι της υπερβολής σε όλα τους. Εγώ πάλι έχω κακή σχέση με την υπερβολή και θέλω το μέτρο. Η φωνή, για παράδειγμα, είναι μυς. Θέλει ξεκούραση, φροντίδα, εκγύμναση και παύσεις. Αν ήμουν της υπερβολής, δεν θα μιλούσα στο τσιγάρο για να το κόψω! Του έλεγα «δεν θα μου κανονίζεις εσύ τη ζωή» κι έτσι μπόρεσα και το έκοψα.

Θα υπήρχε περίπτωση να επιστρέψετε μόνιμα στην Ελλάδα;

Την Ελλάδα τη λατρεύω και δεν την αλλάζω με καμιά χώρα. Ισως να έχω κι αυτό του απόδημου ελληνισμού που αγαπάμε την πατρίδα περισσότερο απ’ όσους έχουν γεννηθεί εδώ. Το έχουμε μες στο αίμα μας απ’ τους γονείς μας. Την Αθήνα δεν την πολυαγαπώ γιατί αρχίζει και γίνεται μια πόλη εχθρική προς τους πολίτες. Με κουράζει, την Ελλάδα όμως γενικά δεν τη βαριέμαι ποτέ.

ΙΝFO
Το πρόγραμμα «Αφήστε τα τραγούδια να μιλάνε» στο θέατρο Αλσος στις 22 & 29 Μαρτίου

Ετικέτες

Documento Newsletter