Μανώλης Μανουσάκης: Τα ηχοτοπία της άδειας Αθήνας

Μανώλης Μανουσάκης: Τα ηχοτοπία της άδειας Αθήνας

Αν η ανθρώπινη δραστηριότητα σταματούσε, ποιους ήχους θα ακούγαμε στην πόλη;

Αναρωτιέµαι
αυτές τις µέρες που περπατώ στο ήσυχο
και άδειο κέντρο –περπατούσα µέχρι
δικαίως να θεωρηθεί η έρευνά µου άσκοπη
µετακίνηση– πώς δηµιουργήσαµε ασυναίσθητα
αυτό το θορυβώδες, βίαιο και αφιλόξενο
ηχητικό περιβάλλον. Λέω «ασυναίσθητα»
γιατί συνειδητά δεν µπορούµε να
καταλάβουµε ότι η κάθε πράξη µας, η
µετακίνησή µας και τα αντικείµενα που
χρησιµοποιούµε παράγουν ήχο. Με αυτό
τον τρόπο έχουµε δηµιουργήσει µια
ρύπανση (ηχορύπανση) της οποίας το αίτιο
είναι συλλογικό. Η ηχητική ρύπανση δεν
έχει «πρόσωπο»: ένα µηχανάκι που περνάει,
η τηλεόραση από το διπλανό διαµέρισµα,
η µουσική από την καφετέρια συµπληρώνουν
τα αλλεπάλληλα επίπεδα θορύβου του
ηχοτοπίου της πόλης. Η ίδια µας η
δραστηριότητα προσθέτει συνεχώς στο
ηχητικό τοπίο της Αθήνας εκατοντάδες
καινούργιους ήχους κάθε δευτερόλεπτο.
Ο ένας ήχος προστίθεται πάνω στον άλλο
και όλοι αυτοί οι αµέτρητοι ήχοι
δηµιουργούν µια αποπνικτική ατµόσφαιρα.
Η βοή της πόλης είναι αποτέλεσµα µιας
συλλογικής πράξης βίας. ∆εν φαίνεται
και δεν έχει οσµή. Το µυαλό µας «κουρδίζει»
στον θόρυβο και ασυναίσθητα αποβάλλει
τους ήχους ή τους οικειοποιείται.

Εχω
ηχογραφήσει για αρκετά χρόνια πολλά
σηµεία της πόλης και σε διαφορετικές
συνθήκες. Καθηµερινές δραστηριότητες,
γιορτές και πανηγύρια, αγορές και κίνηση.
Βρήκα µια καλή ευκαιρία –όσο ακόµη
επιτρεπόταν– να ηχογραφήσω το κέντρο
της Αθήνας. Ηθελα να απαντήσω σε ένα
ερώτηµα που είχα: αν όλα σταµάταγαν σε
µια στιγµή, όλες οι δραστηριότητες των
ανθρώπων νέκρωναν, τι θα ακούγαµε; Ποιος
θα ήταν ο ήχος της πόλης; Θα ακούγαµε
πάλι τα πουλιά, τον ήχο του νερού, το
θρόισµα των φύλλων;

Ενα
δυστοπικό και απόκοσµο τοπίο

Κατεβαίνοντας
την άδεια από αυτοκίνητα Βασιλίσσης
Σοφίας αισθάνθηκα αρχικά µια ευφορία.
Η Αθήνα µου φάνηκε ξαφνικά όµορφη πόλη
έτσι όπως ήταν φωτεινή. Σαν κάποιος να
την είχε ανάψει και εκείνη σε αναµονή
µας περίµενε να επιστρέψουµε σε αυτή.
Η άναρχη φωταγωγία µε τα ξεχασµένα
µισοαναµµένα χριστουγεννιάτικα λαµπάκια
στα δέντρα. Οι δεκάδες πινακίδες που
αιωρούνται στην Ερµού· κάποιες
αναβοσβήνουν και τρεµοπαίζουν πασχίζοντας
να επιβιώσουν ανάµεσα στις νεότερες,
τις µεγαλύτερες και τις φωτεινότερες.
Οι σβηστές πινακίδες προδίδουν ότι
κάποια άλλη κρίση επίσπευσε τον θάνατο
των επιχειρήσεων που διαφηµίζουν αλλά
και τον δικό τους λίγο αργότερα. Ολα
αυτά συνθέτουν ένα δυστοπικό και απόκοσµο
τοπίο.

Ο
πρώτος ήχος που ακούς είναι οι λάµπες
που τρεµοπαίζουν και αναβοσβήνουν, το
ρεύµα που τις διαπέρνα σαν ηλεκτροσόκ.
Μπορείς να ακούσεις ξεκάθαρα το ρεύµα
να περνάει από τους πυλώνες, ένα βουητό
από τα ψυγεία των εστιατορίων. Οι ήχοι
αυτοί θυµίζουν τα τζιτζίκια το καλοκαίρι
σε κάποια εξοχή, τους γρύλους, τη βοή
της θάλασσας αργά το βράδυ. Ενας συναγερµός
που ακούγεται από µακριά µου θυµίζει
τον γκιόνη που ακούω τα καλοκαίρια. Ενα
ταξί παρκαρισµένο σε έναν παράδροµο
που παίζει δυνατά λαϊκοπόπ µουσική µου
φέρνει στον νου κάποια καντίνα σε παραλία
το καλοκαίρι. Οπως στέκοµαι µόνος στην
Ερµού και ηχογραφώ προσπαθώ να βρω
«ισοδύναµα». ∆εν ξέρω γιατί, αλλά ίσως
είναι η ανάγκη που έχω να ακούσω πάλι
τα πουλιά και το θρόισµα των φύλλων.
Ακουσα κάποια δειλά βήµατα και η µόνη
ανθρώπινη παρουσία ήταν ένα ζευγάρι
που κρατούσε ο ένας το χέρι του άλλου
µε άσπρα γάντια. Με γρήγορες κινήσεις
µε απέφυγαν και συνέχισαν προς το
Σύνταγµα.

Τα
ίχνη µιας υπόκωφης αστικής βοής

Κάθε
τεχνητός ήχος είναι µια ευκαιρία
παραδοχής της αποτυχίας µας να
δηµιουργήσουµε ένα περιβάλλον φιλικό
προς την ύπαρξή µας. Η απουσία µας εν
µέσω καραντίνας κάνει αυτή την αποτυχία
ακόµη πιο εµφανή. Σκέφτοµαι ότι αν
εγκαταλείπαµε την πόλη τώρα που σταµάτησαν
όλα, οι ηλεκτρικές εκκενώσεις θα γίνονταν
σιγά σιγά πιο αραιές, οι συναγερµοί θα
απενεργοποιούνταν, τα φώτα θα έσβηναν
και για µια περίοδο θα υπήρχε ένα απόλυτο
ηχητικό κενό.

Ισως
έπειτα από δεκάδες χρόνια ο Ιλισός να
ξανακυλούσε στους δρόµους της πόλης. Ο
Ηριδανός να διέσχιζε την αρχαία αγορά,
τα δέντρα να φιλοξενούσαν πάλι πουλιά.
Μέχρι τότε, όµως, η απουσία µας δεν θα
συµπληρώνεται από την παρουσία της
φύσης αλλά από αυτό που τελικά αφήσαµε
πίσω, δηλαδή µια υπόκωφη βοή. Κατά τη
διάρκεια της καραντίνας ηχογραφώ τα
ξηµερώµατα τα πουλιά από το µπαλκόνι
µου στο Μαρούσι µέχρι να ξυπνήσει κάποιος
από την απέναντι πολυκατοικία ή να
περάσει το σκουπιδιάρικο. Αν κλείσω τα
µάτια για µια στιγµή, νιώθω ότι είµαι
σε ένα δάσος που ερωτοτροπεί.

Ο
Μανώλης Μανουσάκης είναι s
ound
artist και μουσικός

Ετικέτες

Documento Newsletter