Σε άκρως συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς, οι οποίοι επισείουν ακόμη και νομικές διαδικασίες σε βάρος του, προχώρησε ο ευρωβουλευτής της ΝΔ Μανώλης Κεφαλογιάννης στις εξηγήσεις που παρείχε στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου.
Ο ευρωβουλευτής, ο οποίος υποτίθεται ότι έχει εκλεγεί προκειμένου να εκπροσωπεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα ελληνικά συμφέροντα, περιγράφει με μελανά χρώματα την κατάσταση στην Ελλάδα, λες και πρόκειται για χώρα στην οποία κάθε έννοια δημοκρατίας έχει καταλυθεί. (Την ίδια ώρα συκοφαντεί και ψεύδεται για την εφημερίδα Documento, σε σημείο που θα πρέπει ίσως να κληθεί να αποδείξει τα όσα καταγγέλλει, σε διαφορετική περίπτωση ο ίδιος θα είναι ένας κοινός συκοφάντης.)
Όπως προκύπτει από τα επίσημα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στις 26 Σεπτεμβρίου 2017 ο Μαν. Κεφαλογιάννης παρείχε εξηγήσεις στην αρμόδια Επιτροπή Νομικών Υποθέσεων αναφορικά με την άρση της ασυλίας του. Σε αυτές αναφέρει πρωτοφανή πράγματα για τη χώρα μας, ενώ καταφέρεται εναντίον δικαστικών λειτουργών, τους οποίους συκοφαντεί με τον χειρότερο τρόπο στο Ευρωκοινοβούλιο.
Αποδίδει την όλη ιστορία σε βάρος του σε «χειραγώγηση από την πλευρά του κυβερνητικού συνασπισμού στην Ελλάδα προκειμένου να αμαυρωθεί η αντιπολίτευση». Με τη μόνη διαφορά ότι η όλη ιστορία σε βάρος του Μαν. Κεφαλογιάννη και η σχετική εισαγγελική έρευνα ξεκίνησαν έπειτα από καταγγελίες συνεργατών του και όχι από καταγγελίες κυβερνητικών στελεχών.
Κλασικός αντικομμουνισμός
Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «ο κυβερνητικός συνασπισμός στην Ελλάδα σταθερά και μεθοδικά καταλύει το κράτος δικαίου και χτίζει το δικό του καθεστώς». Στη συνέχεια περιγράφει μια κατάσταση η οποία μάλλον προέρχεται από αντικομμουνιστικό βίντεο της Χρυσής Αυγής παρά από την ελληνική πραγματικότητα: «[Ο κυβερνητικός συνασπισμός] ακολουθεί το μοτίβο των κομμουνιστικών κομμάτων από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι κομμουνιστές δεν άρπαξαν την εξουσία απευθείας. Συμμετείχαν σε κυβέρνηση συνεργασίας εντός της οποίας είχαν πάντα τον έλεγχο του υπουργείου Δικαιοσύνης και του υπουργείου Εσωτερικών (συμπεριλαμβανομένης της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών). Υπέβαλλαν μηνύσεις εναντίον των πολιτικών αντιπάλων τους, τους δυσφημούσαν και επιδίωκαν την προπαγάνδα, τη βία και την επιρροή» κατέθεσε ο Μαν. Κεφαλογιάννης. Στις εξηγήσεις του επιτίθεται επίσης στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, τους οποίους παρουσιάζει σχεδόν ως δικτάτορες που έχουν καταλύσει κάθε έννοια δημοκρατίας. Και όλα αυτά ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Σφοδρή επίθεση σε Θάνου – Δημητρίου
Στη συνέχεια εξαπολύει μια άκρως συκοφαντική επίθεση κατά της Δικαιοσύνης. Υποστηρίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι «ο κυβερνητικός συνασπισμός έχει δημιουργήσει το δικό του καθεστώς και μηχανισμό ελέγχου της δικαστικής εξουσίας». Μάλιστα ως «πλέον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα» αναφέρει από τη μια την τοποθέτηση της πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου, για την οποία αναφέρει ότι «προσπέρασαν έναν αριθμό δικαστών που ήταν πάνω από αυτή και την τοποθέτησαν ως επικεφαλής του Ανωτάτου Δικαστηρίου», καθώς και ότι «προσπάθησαν να επεκτείνουν τη θητεία της σε αντίθεση με το σύνταγμα και μόλις απέτυχαν την τοποθέτησαν ως νομική σύμβουλο του πρωθυπουργού».
Ως δεύτερο «αντιπροσωπευτικό παράδειγμα» αναφέρει και την τοποθέτηση της εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου, ενώ υπήρχαν, όπως λέει, και άλλοι εισαγγελείς «πάνω από αυτήν που είχαν προτεραιότητα». Μάλιστα για την κ. Δημητρίου υπογραμμίζει ότι «θεωρείται πως βρίσκεται κοντά στους ευρωσκεπτικιστές, ιδιαίτερα αυτούς που θεωρούν πως η Ευρωπαϊκή Ενωση συνιστά συνωμοσία σε βάρος της Ελλάδος». Τώρα το πώς ο Μαν. Κεφαλογιάννης έχει εξαγάγει αυτό το συμπέρασμα από τη συνολικότερη δημόσια παρουσία της κ. Δημητρίου, αυτό είναι κάτι που ίσως θα πρέπει να της απαντήσει ο ίδιος.
Χυδαιότητες σε βάρος του Documento
Ο Μαν. Κεφαλογιάννης στρέφεται όμως με χυδαίους και άκρως συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς και κατά του Documento όπως και όσων εργάζονται στην εφημερίδα. Συγκεκριμένα υποστήριξε στο Ευρωκοινοβούλιο ότι η κ. Δημητρίου στη δική του περίπτωση ζήτησε την έναρξη των ποινικών διαδικασιών σε βάρος του «τρεις μόνο ημέρες μετά τη δημοσίευση του συκοφαντικού άρθρου της εβδομαδιαίας περιθωριακής εφημερίδας Documento που λειτουργεί ως προπαγανδιστικός μηχανισμός του κυβερνητικού συνασπισμού». Πρόκειται για τη δημοσιοποίηση των καταγγελιών των συνεργατών του Μαν. Κεφαλογιάννη καθώς και τη σε βάρος του εισαγγελική έρευνα, η οποία τότε βρισκόταν σε εξέλιξη. Πραγματικά περιστατικά δηλαδή που ο ευρωβουλευτής χαρακτήρισε «συκοφαντικά» προκειμένου να μην αρθεί η ασυλία του.
Ωστόσο ξεπέρασε κάθε όριο σε ό,τι αφορά την εφημερίδα και τους εργαζόμενούς της. Δεν είναι μόνο οι συκοφαντικοί χαρακτηρισμοί αλλά χαρακτηρίζει το Documento «περιθωριακό έντυπο»: «Το δυσφημιστικό άρθρο δημοσιεύτηκε σε δύο ασήμαντες, περιθωριακές και κίτρινες εβδομαδιαίες εφημερίδες (σ.σ.: Documento και «Xωνί»). Αυτές οι δύο εφημερίδες χρηματοδοτούνται από τον κυβερνητικό συνασπισμό. Οι συντάκτες και οι εκδότες τους δουλεύουν για την κυβέρνηση σε διάφορα υπουργεία». Σε κάθε περίπτωση αναμένουμε από τον ευρωβουλευτή να αποδείξει τα περί χρηματοδότησης από τον κυβερνητικό συνασπισμό καθώς και ποιοι εργαζόμενοι του Documento δουλεύουν σε ποια υπουργεία, με ονόματα και διευθύνσεις. Σε διαφορετική περίπτωση γνωρίζει και ο ίδιος καλύτερα ότι υπάρχουν και νομικές συνέπειες.
Δεν ήρθη η ασυλία
Ανεξάρτητα πάντως από όσα ανέφερε ο Μαν. Κεφαλογιάννης σε βάρος ανώτατων δικαστικών, το Ευρωκοινοβούλιο αποφάσισε στις 16 Οκτωβρίου 2018 να μην άρει την ασυλία του, όπως ζητούσε με αίτημά της η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Το Ευρωκοινοβούλιο κατέληξε στην απόφαση αυτή, όπως αναφέρεται στη σχετική έκθεση, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες και τις εξηγήσεις που παρασχέθηκαν, καθώς και τις «απαντήσεις από τον αντεισαγγελέα της ελληνικής δημοκρατίας». Ειδικότερα, σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνική πλευρά αντί να στείλει αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για να υποστηρίξει το αίτημα άρσης ασυλίας του ευρωβουλευτή ενώπιον του Ευρωκοινοβουλίου βρέθηκε εισαγγελέας Πρωτοδικών, ο οποίος με τις απαντήσεις του δεν φέρεται να έπεισε τους παρόντες ευρωβουλευτές, ενώ παράλληλα σχολιάστηκε αρνητικά.
Στη σχετική απόφαση γίνεται λόγος για «αβεβαιότητες ως προς τα στοιχεία στα οποία βασίζεται η αίτηση άρσης της ασυλίας και των σοβαρών αμφιβολιών σχετικά με τη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων των κινήτρων στα οποία βασίζεται η αίτηση για την άρση της ασυλίας».