15 Ιουνίου 1994. Ο Μάνος Χατζιδάκις περνάει στην αθανασία. Ο μεγάλος έλληνας μουσουργός άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμα του δια της μουσικής τους στις καρδιές εκατομμυρίων ελλήνων. Ένας μουσικός διανοούμενος. Θυελλώδης και συνάμα τρυφερός. Με άποψη και γνώμη.
Ο Βασίλης Κριμπάς είναι μουσικός παραγωγός και θυμάται μέσα από μαρτυρίες τον Μάνο Χατζιδάκι.
Από το 1994 που έφυγε από κοντά μας ο Μάνος Χατζιδάκις, έχω την αίσθηση πως έχουν γραφτεί σχεδόν τα πάντα για το σπουδαίο έργο του, το Τρίτο Πρόγραμμα, τις συναυλίες, τις συνομιλίες με τους φίλους του, την αγάπη του για τους νέους δημιουργούς. Πιστεύω ότι μετά από 22 χρόνια μπορώ να γράψω πλέον με ασφάλεια πως ο πρόωρος θάνατος του Μάνου Χατζιδάκι επέτρεψε σε μεγάλη σκαρταδούρα ψευτοσυνθετών, ψευτοστιχουργών, ψευτοτραγουδιστών, ψευτοπολιτικών και γενικότερα απολίτιστων και ανίκανων ανθρώπων να ανεβούν σε βάθρα και να ποδοπατήσουν κυριολεκτικά ό,τι σύγχρονο και προοδευτικό υπήρχε στη χώρα!
Σήμερα που έχω έναν λόγο παραπάνω να θυμάμαι τον Μάνο Χατζιδάκι, δεν θα ήθελα να γράψω για το έργο του και για την γνωστή πλέον πορεία και προσφορά του. Θα γράψω για τη δική μου γνωριμία με το έργο του και…ίσως και για τη γνωριμία μου με τον ίδιο. Θα σας εξηγήσω παρακάτω τι σημαίνει το “ίσως”. Προς το παρόν παίρνουμε τη γνωστή και αγαπημένη μου χρονομηχανή και γυρίζουμε πολλά χρόνια πίσω.
Που λέτε λοιπόν, ήταν 1985 όταν έλαβα πανευτυχής ένα δώρο από την Αμερική που είχα παραγγείλει στη γιαγιά μου. Γύρισα από το σχολείο, 9 ετών ο γράφων τότε, και κατενθουσιασμένος έπιασα το νέο μου απόκτημα με πάθος στα χέρια μου! Σχεδόν με συγκίνηση! Ήταν ένα γουόκμαν! Με κασέτα ήχου, χωρίς ραδιόφωνο τότε, με τα ωραία του ακουστικά με μπλε σφουγγαράκια. Το σκεπτικό μου για την παραγγελία του γουόκμαν ήταν το εξής. Επειδή ήμουν γενικότερα ντροπαλό παιδί και οι μουσικές μου επιλογές δεν συμβάδιζαν με την ηλικία μου, ήθελα να ακούω στα κρυφά τα τραγούδια που μου άρεσαν. Ήθελα όμως να κάνω και τους πειραματισμούς μου με καινούργια ακούσματα. Να μπορώ να ακούω δύο, τρεις ή και περισσότερες φορές ένα τραγούδι. Είχα πλέον τη λύση στα χέρια μου! Το καινούργιο μου γουόκμαν…”όπως Αμερική” που έλεγε και η γνωστή των 80s τηλεπερσόνα διαφημίζοντας βερνίκια νυχιών!
Εκείνη τη χρονιά, είχε κυκλοφορήσει ένας διπλός δίσκος -δίσκους και κασέτες είχαμε τότε- του Μάνου Χατζιδάκι που λεγόταν “Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι” με παλιές ηχογραφήσεις από παλιότερους δίσκους του, καθώς και δύο μεταγενέστερες εκτελέσεις του ομότιτλου τραγουδιού και της “οδού ονείρων” με τη Φλέρη Νταντωνάκη.
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΠΑΜΕ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Από μικρός είχα ένα και μοναδικό πρόβλημα! Απέφευγα να στέκομαι σε οτιδήποτε ήταν κοινής αποδοχής πιστεύοντας ότι πάντα είναι υπερεκτιμημένο. Έτσι όταν κάποιος φίλος του μπαμπά, του έκανε δώρο το “Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι” σε διπλή κασέτα, απλώς αδιαφόρησα….για να μην πω ξενέρωσα!! Όμως επειδή το όνομα του Μάνου Χατζιδάκι εκείνη την εποχή ερχόταν με διάφορους τρόπους στα αυτιά μου, αποφάσισα ένα μεσημέρι να κάνω την επανάστασή μου απέναντι στα παιδικά μου πιστεύω! Θα άκουγα τις κασέτες του Χατζιδάκι.
Γύρισα από το σχολείο, και όταν το σπίτι ερήμωσε -μεσημεριανός ύπνος γονέων γαρ- πήρα το γουόκμαν μου, πήρα και τις δύο κασέτες και ξεκίνησα το ταξίδι στο φεγγάρι. Κλείνω τις πόρτες στο σαλόνι, κρύβω στο πλάι της πολυθρόνας τα εξώφυλλα των κασετών γιατί είπαμε, ντρεπόμουν να ακούω “μεγαλίστικα” πράγματα, έβαλα την πρώτη κασέτα μέσα και πάτησα το play. Πρώτο τραγούδι το ομότιτλο με την υπέροχη εκτέλεση της Νταντωνάκη. Ακούω το πρώτο, ακούω το δεύτερο, ακούω το τρίτο και το πρώτο σοκ που με έκανε να αγαπήσω τον Χατζιδάκι ήταν “Ο κυρ-Αντώνης” με τη φωνή του Καζαντζίδη. Περιττό να σας πω πως ποτέ δεν πίστευα ότι θα με συνέπαιρνε η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη. Παιδί της πόλης ήμουν και τα βιώματά μου ήταν, δόξα τω Θεώ, χωρίς βάσανα, πόνους και πίκρες! Κι όμως, εγώ κάθε μεσημέρι γυρνούσα από το σχολείο στο σπίτι για να ακούσω τον “Κυρ-Αντώνη” με τον Στέλιο τρεις και τέσσερις φορές και πάντα βούρκωνα στο τέλος γιατί ο “Κυρ-Αντώνης” πέθαινε κι εγώ ως παιδί δεν άντεχα εύκολα τέτοιο σοκ! Άλλωστε οι παιδικοί ήρωες δεν μας είχαν συνηθίσει σε θανάτους. Με ποιο δικαίωμα λοιπόν πέθαινε στο τέλος ο “Κυρ-Αντώνης”;
Το δεύτερο τραγούδι που με κόλλησε στα ακουστικά μου ήταν το “Φέρτε μου ένα μαντολίνο” με τη φωνή της Ζωής Φυτούση. Άλλο παιδικό σοκ εκεί! Με μάγεψε η υπέροχη ενορχήστρωση αλλά και το ότι στη φωνή της Φυτούση υπήρχε μία ελαφριά μελαγχολία που με γοήτευε. Φαίνεται ότι από παιδί είχα μία ροπή στα μελαγχολικά τραγούδια, πράγμα το οποίο επιβεβαιώθηκε χρόνια μετά, όταν ασχολήθηκα με το μουσικό ραδιόφωνο! Έτσι λοιπόν με αυτά τα δύο τραγούδια αλλά και με την “Οδό ονείρων” ξεκίνησε ο παιδικός μου έρωτας με το έργο του Μάνου Χατζιδάκι. Από εκεί και πέρα δεν με απασχολούσε η κριτική των άλλων στο έργο του ή στη ζωή του. Είχα τη δική μου άποψη και δεν την άλλαζα με τίποτα. Ήταν και η περίοδος του απέραντου λαϊκισμού τον οποίον μισούσε και κατέκρινε ο Χατζιδάκις και όσα ακούγονταν γύρω μου για εκείνον δεν ήταν διόλου κολακευτικά. Όμως εγώ, ήμουν βαθύτατα πεπεισμένος ότι η μουσική του Χατζιδάκι θα ήταν για πάντα δίπλα μου σαν χέρι στοργικό, σαν αγκαλιά που ορισμένες φορές, ακόμα και στα 40 την έχεις ανάγκη.
Η δεύτερη επαφή μου με το έργο του Χατζιδάκι ήταν δύο χρόνια αργότερα όταν έπεσε στα χέρια μου ο δίσκος “30 Νυχτερινά”. Ορχηστρικά θέματα από αγαπημένα τραγούδια του Χατζιδάκι, τα οποία ενορχήστρωσε ο Τάσος Καρακατσάνης και τα έπαιξε στο πιάνο ο ίδιος ο συνθέτης. Διπλός δίσκος κι αυτός. Για πρώτη φορά μαθαίνω τον “Κεμάλ” αλλά σε ορχηστρική μορφή. Δεν ήξερα τότε τα λόγια του Νίκου Γκάτσου. Ούτε σε ποιον δίσκο πρωτακούστηκε το τραγούδι. Αλλά ήξερα ότι βαδίζω σταθερά προς τον σωστό δρόμο της ανακάλυψης του έργου του Χατζιδάκι. Ύστερα ήρθε το “Χαμόγελο της Τζοκόντας” όπου πέρασα άπειρες ώρες ακρόασης του έργου σιγοδιαβάζοντας σε κάθε ορχηστρικό θέμα τα λόγια που είχε γράψει στο οπισθόφυλλο του δίσκου ο Μάνος Χατζιδάκις. Συνέχισα με “Δεκαπέντε Εσπερινούς” και αμέσως μετά έκανα το μεγάλο λάθος κι εκεί την πάτησα που λέμε!
Τόλμησα να ακούσω μέσα στην απόλυτη Χατζιδακική μου ανωριμότητα τον “Μεγάλο Ερωτικό”. Και δεν σας το κρύβω, δεν κατάλαβα τίποτα από το έργο. Μα τίποτα! Σκέφτηκα μέσα μου: “Αυτός ήταν ο “Μεγάλος Ερωτικός” που όλοι μου πρότειναν και μιλούσαν διθυραμβικά;” Μα δεν κατάλαβα πόσο ακατάλληλος ήμουν για την ακρόαση ενός τέτοιου έργου. Εντάξει, και ωδείο πήγα, και Μότσαρτ και Μπαχ άκουγα αλλά όλα έφταναν μέσα μου μέχρι ενός σημείου. Τα άκουγα επιφανειακά. Παιδικά. Ανώριμα. Έβαλα τον δίσκο στην άκρη, όμως δεν σταμάτησα να ακούω ποτέ τα έργα του Μάνου. Προχώρησα με “Της γης το χρυσάφι” με “Αθανασία”, με “Τα παράλογα”, με τον “Σκληρό Απρίλη του ’45”, με τον “Χειμωνιάτικο ήλιο”, με τις “Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς”, την “Πορνογραφία” και τόσα άλλα.
Το 1994 ξεκινώ επαγγελματικά πλέον το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Αφιερώνω όλον μου τον χρόνο και τις οικονομίες μου στο έργο του Χατζιδάκι. Αγοράζω όλους τους δίσκους του. Διαβάζω οτιδήποτε γραφόταν για τον ίδιο και οτιδήποτε έγραφε ο ίδιος. Διαβάζω τα σχόλια του Τρίτου Προγράμματος. Και ξαφνικά θυμάμαι τον “Μεγάλο Ερωτικό”. Γυρίζω στο σπίτι αργά το βράδυ και ξεκινώ την δεύτερη απόπειρα ακρόασης του δίσκου. Η πρώτη νότα, τα πρώτα λόγια του Ελύτη στο “Με την πρώτη σταγόνα της βροχής”, η φωνή του Δημήτρη Ψαριανού, όλα μα όλα με κάρφωσαν κυριολεκτικά στην καρέκλα μου. Η φωνή της Νταντωνάκη στα “Λιανοτράγουδα” στο “Σ’ αγαπώ” της Μυρτιώτισσας. Τότε ακριβώς κατάλαβα ότι είχα ωριμάσει τόσο όσο χρειαζόταν για να μπορέσω να προσεγγίσω τον “Μεγάλο Ερωτικό”. Μόλις που ακούμπησα στο έργο. Κι ακόμα μέχρι σήμερα, κάθε φορά βιώνω και διαφορετική προσέγγιση όταν το ακούω.
15 Ιουνίου 1994. Ο Μάνος Χατζιδάκις φεύγει από κοντά μας. Πνευμονικό οίδημα το ιατρικό πόρισμα. Αδυνατώ να το πιστέψω και κλείνομαι ακόμα πιο βαθιά στο έργο του και στα γραπτά του. Καπνίζω μέχρι και εκείνα τα χοντρά πανάκριβα Davidoff κασετίνα που κάπνιζε ο ίδιος για να είμαι όσο πιο πολύ μπορώ κοντά του. Στις συνήθειές του, στο πνεύμα του. Και έρχεται η ώρα που πρέπει να γράψω το πρώτο άρθρο μου για τον Χατζιδάκι. Το μοιράζομαι μαζί με έναν καλό φίλο και συνάδελφο όπου ξενυχτάμε ατέλειωτα βράδια μέχρι να καταφέρουμε μία όσο το δυνατόν σωστότερη προσέγγιση στο έργο και στη ζωή του. Μέσα στην νεανική μας ανωριμότητα όμως, θεωρήσαμε σωστό στο άρθρο μας, να γράψουμε και ποια έργα του στη δισκογραφία πιστεύουμε ως καλύτερα. Να φτιάξουμε δηλαδή μία δεκάδα των πιο “ισχυρών” δισκογραφικών στιγμών του Μάνου. Λάθος κίνηση αλλά τότε την κάναμε. Και ξεκινήσαμε τα παζάρια. Για ποιο λόγο είναι καλύτερο το τάδε έργο και δεν μπορούμε να αφήσουμε το άλλο εκτός λίστας….να βάλουμε κι αυτό…να βάλουμε κι εκείνο…και η ώρα είχε φτάσει 7 το πρωί! Βγαίνουμε από το σπίτι και πάμε κάπου στην υγιή τότε Πατησίων να πιούμε έναν καφέ. Νομίζω στο ύψος της οδού Αλεξάνδρας ήταν. Καθόμαστε, παραγγέλνουμε, ανάβουμε τσιγάρο και συνεχίζουμε να μιλάμε για τη λίστα και τα έργα του Χατζιδάκι. Δεν θυμάμαι σε τι ένταση φωνής! Τελικά, ω του θαύματος, καταλήγουμε και κλείνουμε οριστικά την προσωπική μας δεκάδα. Ξαφνικά, συνέβη κάτι που κανένας από τους δυο μας δεν το εξήγησε ποτέ. Μία γυναίκα απροσδιόριστης μορφής και ηλικίας, μας πλησιάζει και μας λέει: “Ξεχάσατε τον δίσκο “Οι γειτονιές του φεγγαριού”….και εξαφανίζεται! Ο φίλος μου τρέχει έξω από την καφετέρια να την προλάβει αλλά η γυναίκα ως δια μαγείας είχε εξαφανιστεί! Εδώ ακριβώς πάει το “ίσως” που έγραψα στην αρχή για τη γνωριμία μου με τον ίδιο. Η ζωή μου για μία περίπου δεκαετία είχε αφιερωθεί στο έργο του και στη ζωή του. Χωρίς να καταφέρω να τον γνωρίσω ποτέ. Κι όμως εκείνο το πρωί…εκείνη η γυναίκα…δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Κι έτσι το άρθρο μας τότε, πήρε τον τίτλο “Ο Μάνος Χατζιδάκις στις γειτονιές του φεγγαριού”…σαν χρέος προς εκείνη την κάποια μορφή!
Πέρασαν 22 χρόνια και η σχέση μου με το έργο του Χατζιδάκι έχει βρεθεί σε πιο ασφαλείς βάσεις. Με άλλον τρόπο ακούω τα έργα του…πιο σπάνια οφείλω να ομολογήσω. Με διαφορετικό τρόπο αντιλαμβάνομαι τα σχόλιά του όταν τα διαβάζω πάλι και πάλι εν απουσία νέων. Συχνάζω πιο πολύ στα στέκια του για να πάρω κάτι από την αύρα του. Τα βήματά μου με φέρνουν στο Παγκράτι, κοντά στο σπίτι του, σε ένα από τα πλέον αγαπημένα στέκια του, τον “Μαγεμένο Αυλό”. Ο Δημήτρης Θεοφίλου με υποδέχεται και κάθεται μαζί μου στον κήπο για να μιλήσουμε όπως πάντα για τον αγαπημένο μας Μάνο Χατζιδάκι. Μόνο που ο κ. Θεοφίλου είχε την τύχη να τον ζει κάθε βράδυ. Να τον ακούει να δημιουργεί, να τον ακούει να σχολιάζει. Θυμάται λοιπόν το τότε και τοποθετεί το κενό του Χατζιδάκι στο σήμερα:
“Αν ζούσε ο Μάνος Χατζιδάκις σήμερα, θα συντελούσε στο να αντέχουμε πιο εύκολα όλα αυτά τα προβλήματα που τραβάμε. Θα συντελούσε στο να ελπίζουμε με περισσότερη πίστη ότι θα τα ξεπεράσουμε. Θα συντελούσε στο να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Και η αλήθεια είναι ότι θα ήμασταν καλύτεροι άνθρωποι αν τον είχαμε στην παρέα μας. Όμως για εμάς, εδώ στον “Μαγεμένο Αυλό”, αυτά τα 22 χρόνια απουσίας του, όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο, είναι σαν να μην έχουν περάσει. Νομίζουμε ότι ήταν χθες που βρισκόταν εδώ τριγύρω. Είναι παρών ακόμα. Τον αισθανόμαστε, τον ακούμε. Τον βλέπουμε να ανοίγει την πόρτα και να μπαίνει μέσα, να κάθεται, να τρώει, να συζητά. Αυτή είναι μια ευλογημένη κληρονομιά μας και αφηνόμαστε να ζούμε αυτό που περιέγραψα και ελπίζουμε ότι θα συνεχίσουμε να βιώνουμε αυτή την αίσθηση.
Αν ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν εδώ, σίγουρα θα είχε αρθρώσει λόγο. Θα είχε πει αυτό που νιώθουμε ή ξέρουμε όλοι αλλά δεν είχαμε την ικανότητα να το αποσαφηνίσουμε και τη δυνατότητα ή το κουράγιο να το πούμε. Διότι κατά τη γνώμη μου, μέσα στο τεράστιο έργο του, είναι και η αποκάλυψη πραγμάτων που υπήρχαν στη ζωή και στην ανθρώπινη ύπαρξη. Τα είχαμε όλοι μέσα μας αλλά χρειαζόταν η Χατζιδακική μαγεία για να τα βγάλουμε προς τα έξω!
Αυτό που λείπει σήμερα, εκτός από τη μουσική του, είναι ο λόγος του. Το σχόλιό του που ήταν απαύγασμα πνευματικής διαύγειας. Ήταν κατάθεση όμορφης ψυχής και μεταλαμπάδευση ωραίων Ελληνικών στιγμών. Χρωμάτιζε κάθε συμβάν και το έδινε έτσι ώστε ο καθένας να μπορεί να το αγκαλιάσει με πνεύμα και καρδιά. Το σχόλιό του ήταν τόσο σύγχρονο και διαχρονικό. Είναι κρίμα που δεν υπάρχουν όλα του τα σχόλια από το Τρίτο Πρόγραμμα ηχογραφημένα για να μπορούμε να τα ακούμε και σήμερα.
Βέβαια, με τη γνώση και τη φαντασία μας ίσως μπορούμε, μέχρι ενός σημείου, να αντιληφθούμε το πώς θα σχολίαζε κάθε γεγονός, του σήμερα. Αν το σχόλιο του Χατζιδάκι υπήρχε σήμερα θα έβρισκε τεράστιο ακροατήριο. Όλοι θα καθηλώνονταν με όσα θα άκουγαν. Θα έκαναν νέα ξεκινήματα, θα αποκτούσαν νέες ελπίδες και αισιοδοξία. Και έχω την αίσθηση ότι ο σημερινός άνθρωπος διψά για τέτοιου είδους πνευματικούς ανθρώπους. Κι αν ο Χατζιδάκις ήταν κοντά μας θα του ζητούσα να σχολιάσει τη διάθεση που πολλοί έχουν σήμερα να καταλογίζουν σφάλματα στους άλλους και να κρίνουν στάσεις και συμπεριφορές χωρίς να κάνουν καθόλου αυτοκριτική. Θα του ζητούσα να συμβουλεύσει όλους μας να κοιτάξουμε μέσα μας και να γίνουμε λίγο καλύτεροι. Διότι αν κάνουμε τους εαυτούς μας λίγο καλύτερους, αυτομάτως όλος ο κόσμος θα γίνει καλύτερος”.
Ευχαρίστησα τον Δημήτρη Θεοφίλου για το δικό του σχόλιο και για το ότι για μένα είναι ένας από τους σημαντικούς συνδετικούς κρίκους με τον Μάνο Χατζιδάκι και άφησα τον δροσερό κήπο του Μαγεμένου Αυλού υπό τους ήχους του έργου “Ο Οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης”.
Στο δρόμο σκεφτόμουν τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να μπει ένα τέλος σε ένα κείμενο το οποίο αφορά σκέψεις και αναφορές στον Μάνο Χατζιδάκι. Ανεβαίνω τη Μεσογείων και περνώ μπροστά από την ΕΡΤ. Σκέφτομαι ακόμα μια φορά το Τρίτο Πρόγραμμα. Σκέφτομαι το πώς η πολιτική αλλοίωσε την έμπνευση σε συνθέτες, στιχουργούς και δημοσιογράφους. Σκέφτομαι το πόσο δύσκολο είναι να έρχεσαι αντιμέτωπος με τον απέραντο λαϊκισμό. Και τότε θυμήθηκα το σχόλιο του Χατζιδάκι:
“Δεν είμαι εναντίον του λαϊκού αλλά φανατικά εναντίον του λαϊκισμού. Το πρώτο συνθέτει την αλήθεια μας, το άλλο την αυτοκολακεία και την εκμετάλλευση. Για παράδειγμα: Η κυβέρνηση ασκεί λαϊκισμό σαν πολιτιστική πολιτική για κομματικό όφελος και ο λαός κολακεύεται, ενδίδει και υποτάσσεται στο κόμμα που διοικεί. Να μια σχέση που αντιπαθώ βαθιά και, φυσικά, την πολεμώ με όλες μου τις δυνάμεις. Η αριστοκρατικότητά μου δεν επιτρέπει την εκμετάλλευση, την καλλιτεχνική νοθεία και το ψέμα”.
Τελικά, μετά από όλα όσα πέρασαν ξανά από το μυαλό μου, μετά από όσα άκουσα και κατέγραψα, για ένα είμαι σίγουρος μετά από 22 χρόνια απουσίας του Μάνου Χατζιδάκι. Η σκληρή γροθιά του θανάτου δεν μπόρεσε να τον στερήσει από την αθανασία που έτσι κι αλλιώς την είχε κερδίσει σχεδόν από τότε που γεννήθηκε!