Μανώλης Τοπάλης: «Εχω σημάδια στα πόδια από τα πιάτα που σπάγανε στα μαγαζιά»

Ο λαϊκός τραγουδιστής μιλάει για την πορεία του στη νύχτα, τους κώδικες των λαϊκών μαγαζιών, τον Μπάμπη Μπακάλη, τον Ακη Πάνου και τον ήχο της Ομόνοιας.

Ο Μανώλης Τοπάλης έζησε σε μια εποχή που έχει φύγει ανεπιστρεπτί. Εσωτερικός μετανάστης τη δεκαετία του 1960, ήρθε στην Αθήνα από τα Γιαννιτσά με την επιθυμία να γίνει τραγουδιστής. Σύντομα το όνειρό του έγινε πραγματικότητα, γνώρισε τον κόσμο της νύχτας με τα καλά και τα στραβά του και χάραξε τη δική του πορεία. Σήμερα Κυριακή θα τραγουδήσει στο Μπαράκι της Διδότου γνωστά κι αγαπημένα λαϊκά τραγούδια, κομμάτια που ηχογράφησε για τις δισκογραφικές της Ομόνοιας τη δεκαετία του 1970, καθώς και καινούργια που ετοιμάζονται αυτό τον καιρό. Μαζί του επί σκηνής θα βρίσκονται ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και συνθέτης Γιώργος Αλτής με την ορχήστρα του. Συναντηθήκαμε και μιλήσαμε για την πορεία του. Ακολουθεί η αφήγησή του.

Η νύχτα, το ουίσκι, το σπάσιμο πιάτων

Εμείς μάθαμε στο πάλκο, με τα πιάτα. Τα μπουζουκάδικα στην Αθήνα ήταν δέκα τα καλά και καμιά εικοσαριά τα πιο δεύτερα. Εκεί τραγουδάγανε τα τραγούδια του Διονυσίου, του Καζαντζίδη. Τότε τραγουδάγανε μόνο όσοι είχαν φωνή. Με τους πελάτες γινόμασταν ένα, διασκεδάζαμε μαζί τους – πολλοί τραγουδιστές και μουσικοί γίνανε αλκοολικοί. Ηταν τζάμπα για μας το ποτό κι έτσι μπορείς εύκολα να παρασυρθείς. Αν πίνεις από ένα ποτήρι σε κάθε τραπέζι και το μαγαζί έχει τριάντα τραπέζια, για μέτρα πόσο βγαίνει… Στο δεύτερο πρόγραμμα έχεις φτάσει τα έξι μπουκάλια και δεν έχεις καταλάβει τίποτε. Ζω ακόμη γιατί κάποιος άγγελος με βοήθησε, όλοι λένε πως ήταν το μυαλό μου.

Σηκώθηκα ένα πρωινό και είδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και λέω «έχεις τρελαθεί τελείως, κόβεις ποτό και τσιγάρο επιτόπου». Μου είχε γίνει αρρώστια. Μα γιατί κάπνιζα πέντε πακέτα τη μέρα; Για να βγούμε να τραγουδήσουμε κατεβάζαμε τα μπουκάλια σαν να ήτανε νερό. Ημασταν νέοι και δεν καταλαβαίναμε. Πώς να μην πεθάνουν ο Ζακυνθινάκης, ο Τσαουσάκης, ο Αναγνωστάκης, ο Μπέμπης; Ολοι πεθάνανε.

Εχω δει συμφωνία να κλείνεται μεταξύ μαγαζάτορα και τραγουδιστή. «Δεν θέλω να πληρώνομαι, θέλω να τρώω κάθε βράδυ και να κάνω δημόσιες σχέσεις» είπε ο τραγουδιστής και ο μαγαζάτορας συμφώνησε. Δύο μέρες μετά μου λέει: «Την πάτησα. Δεν μπορείς να καταλάβεις, βάζει ένα αρνί κάτω και το τρώει. Πίνει μια νταμιτζάνα. Δύο φορές το μεροκάματο μού πάει». Χρυσό παιδί, αλλά όντως έτρωγε και έπινε πολύ.

Πριν από καμιά εικοσιπενταριά χρόνια τραγουδούσα στη Ρόδο. Είχαν έρθει τουρίστες και διασκέδαζαν με τους ντόπιους και ξαφνικά κάτι παρέες που έπιναν μέχρι τότε ήρεμα το ουισκάκι τους ζητάνε να τους φέρουν χίλια πιάτα κι αρχίζουν να τα σπάνε. Στους τουρίστες φάνηκε εντελώς κουφό κι άρχισαν να γελάνε. Τα πρώτα χρόνια που σπάγανε πιάτα στα μαγαζιά τα πιάτα ήταν αληθινά. Εχω σημάδια στα πόδια από πιάτα. Κάποια στιγμή πετάγανε και ποτήρια, αλλά αυτό σταμάτησε γιατί ήταν πολύ επικίνδυνο. Από ποτήρι έχω δει γυναίκα να της βγαίνει το μάτι. Μετά έκαναν γύψινα τα πιάτα. Εχουμε φάει γύψο εμείς… Να σπάνε τρεις χιλιάδες γύψινα πιάτα, να τραγουδάς στη μέση και να πρέπει να παίρνεις και βαθιές ανάσες.

Εχω τύχει να λέει άνθρωπος: «Γκρεμίστε το μαγαζί γιατί δεν μου αρέσει και αύριο θα το φτιάξω από την αρχή». Εργολάβος ήτανε. Ακούγεται περίεργο αλλά ήτανε πολύ όμορφη εποχή. Δεν νομίζω ότι θα ξανάρθουν τέτοιες μέρες.

Για τον στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη

Είμαι από τα Γιαννιτσά. Στην Αθήνα ήρθα με οτοστόπ και πήγα στο Μπαράκι της Σατωβριάνδου για να βρω κάποιον Ντόβα. Στο μπαράκι συνάντησα τον Χαράλαμπο Βασιλειάδη, τον γνωστό Τσάντα. «Τι ήρθες να κάνεις;» με ρώτησε. Του είπα ότι ήρθα να γίνω τραγουδιστής και με ρώτησε αν ήξερα να χορεύω ζεϊμπέκικο, ήθελε να δει αν έχω ρυθμό. Κάθισα κοντά του, ήταν πολύ τρυφερός άνθρωπος. Ητανε στα καφενεία και στον μαχαλά. Ενας χαριτωμένος άνθρωπος γεμάτος αγάπη. Πρώτη φορά είδα κάποιον να ανάβει τσιγάρο, να γράφει τρεις στίχους και το τσιγάρο να είναι ακόμη στη μέση. Και από αυτούς τους τρεις στίχους δεν πέταγες τίποτε. Δεν ξέρω πώς γράφανε αυτοί οι άνθρωποι αλλά γράφανε απίστευτα∙ αυτός, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, όλη αυτή η γενιά. Τη μέρα που πήγα να περάσω ακρόαση στην Columbia ήταν και ο Χρήστος Νικολόπουλος και έγραφε. Οταν κάποιος ηχογραφούσε του ζητούσαν από την εταιρεία στις ακροάσεις να παίξει για να ακούσουν τις φωνές. Αρκετά παιδιά τραγουδήσανε καλά εκείνη τη μέρα, αλλά διάλεξαν εμένα. Είπα ένα τραγούδι του Καζαντζίδη, ήμουνα επηρεασμένος από τον Στέλιο και πάντα θα είμαι. Τον αισθάνομαι δάσκαλό μου αυτό τον άνθρωπο, μας έμαθε να τραγουδάμε. Ρώτησα τον Νικολόπουλο γιατί διάλεξαν εμένα και μου είπε ότι τους ενδιέφερε το μέταλλο της φωνής. Ξεκίνησα μικρός στη Music Box, με δυο τραγούδια του Νάκη Πετρίδη και του Σταύρου Κάσσου.

Η γνωριμία με τον Μπάμπη Μπακάλη

Τον πρώτο καιρό που ήρθα στην Αθήνα άρχισα να ανοίγομαι στην Ομόνοια, εκεί ήταν το σχολείο της βιοπάλης. Εβαφα σπίτια, πήγαινα για δουλειά σε οικοδομές και κάποια στιγμή στην Κάνιγγος δούλεψα με κάτι φίλους τοιχοκολλητές. Εζησα στα Εξάρχεια πολλά χρόνια και περνούσα από τη στοά Χόλιγουντ στην Κάνιγγος όπου γνώρισα πολύ κόσμο του κινηματογράφου και δούλεψα ως φροντιστής σε ταινίες.

Κάποια στιγμή το 1966-67 άρχισα να τραγουδάω στο Λας Βέγκας, ένα μαγαζί στο τέρμα Αχαρνών. Εκεί ήτανε ο Γιώργος Λαύκας, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Πόλυς Κερμανίδης κι εγώ πιτσιρικάς που τραγούδαγα Τσετίνη. Τα βαριά τα έλεγαν εκείνοι. Ερχεται μια μέρα ο Μπάμπης Μπακάλης –έτσι γνωριστήκαμε– και μου ζήτησε να πάω να τον βρω. Δεν είχα προλάβει ακόμη να δουλέψω σωστά τη φωνή μου, όμως έβαζα ψυχή. Μείναμε φίλοι με τον Μπακάλη μέχρι που έφυγε από τη ζωή. Τον σεβόμουν πολύ. Ηταν άνθρωπος της γειτονιάς, δεν ήταν ψωνισμένος. Υπήρχαν άλλοι που δεν μπορούσες ούτε να τους συναντήσεις, συνθέτες με όνομα. Θυμάμαι τον Μπακάλη να μου λέει: «Τώρα που θα πας να τραγουδήσεις θα σε χειροκροτάνε χίλιες γυναίκες. Μη νομίζεις ότι αυτές σε γουστάρουν. Πρόσεχε αυτό και θα πας καλά». Οι παλιοί δεν παίζανε με τους πελάτες.

Ο ήχος της Ομόνοιας

Ο Μπακάλης με πήγε σε έναν άνθρωπο που αγάπησα πολύ, τον Σίφη Σιγανό, έναν από τους καλύτερους ηχολήπτες. Το στούντιό του ήταν στην οδό Σκαραμαγκά απέναντι από το Μουσείο και είχε μια μικρή δισκογραφική, τη Monitor Control. Εκεί ήταν τότε ο Μανώλης Αγγελόπουλος και η Γιώτα Λύδια. Οταν ο Σιγανός με πήρε στην εταιρεία για να τραγουδήσω με βοήθησε πάρα πολύ. Εκείνος μου έμαθε πώς να μπαίνω και πώς να τελειώνω το τραγούδι. Στην αρχή πήγαινε καλά, αλλά δεν μπορούσε να συνεχίσει για πολύ και η εταιρεία έκλεισε. Μου κακοφάνηκε γιατί τον αγάπησα. Με προστάτεψε και μου έδωσε χαρά όσο συνεργαστήκαμε.

Τότε ήταν που διαμορφώθηκε ο ήχος της Ομόνοιας. Εχω κι εγώ τραγούδια από τότε, το «Αν ήτανε θεέ μου η αγάπη της γυαλί» και το «Ταβερνάκι» (σ.σ.: «Τον θάνατο γυρεύει») που είπαμε ντουέτο με τη Λένα Σαββίδου το 1975. Εμπλεξα τότε με τον Βασίλη Βασιλειάδη, έκατσα δυο χρόνια στο μαγαζί του, το ΒΒ (Βήτα Βήτα). Την εταιρεία του Σίφη την πήρε εκείνος που είχε την Panivar. Πήγα, είδα εκείνον και τις κόρες του, δεν μου έκαναν κι έφυγα.

Εκανα τραγούδια και με τον Νίκο Καρανικόλα. Μεγάλος συνθέτης, έξυπνος άνθρωπος αλλά λίγο βαρύς. Με αυτούς τους ανθρώπους δούλευαν κάποτε πολύ όμορφα οι παραγωγοί. Κάθε εταιρεία είχε έναν παραγωγό, τον έστελνε και έκανε την επικοινωνία. Μετά κάτι έγινε, άλλαξαν τα πράγματα και τους απομόνωσαν γιατί ήταν λίγο πιο απότομοι. Οποτε έδωσαν καλό στίχο στον Καρανικόλα έκανε κατευθείαν σουξέ. Του έδωσε ο Ακης Πάνου το «Ξημέρωσε καλή μου» κι έσπασαν τα ραδιόφωνα.

Φιλία ζωής με τον Ακη Πάνου

Με τον Ακη Πάνου κόλλησα 14 χρόνια και δεν κάναμε τίποτε. Κάναμε μια δουλειά στην αρχή, το «Είδα στον ύπνο μου», αλλά δεν παίχτηκε από το ραδιόφωνο γιατί ήτανε μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και θεώρησαν ότι ήταν προκλητικοί οι στίχοι. Λέγανε διάφοροι ότι μια ώρα με τον Ακη Πάνου δεν μπορούσαν να κάτσουν. Προσωπικά πέρασα πολύ ευχάριστα μαζί του. Εμαθα πάρα πολλά κοντά του. Σε μια εποχή που περνούσα περίεργα με συγκράτησε. Θα μπορούσα να έχω κάνει κανένα χοντρό λάθος και επειδή μαζεύτηκα όλα μου πήγαν καλά. Γλίτωσα από τη νύχτα αλλά εγκατέλειψα το τραγούδι.

Ο Ακης δεν έβγαινε πολύ. Οταν βγαίναμε μαζί μάς γράφανε οι εφημερίδες. Θυμάμαι μια μέρα που δεν είχαμε τσιγάρα να καπνίσουμε, πήγαμε στον Μάτσα και πήραμε 7 εκατομμύρια. Το βράδυ και τα 7 φύγανε στο μπουζουκάδικο. Την άλλη μέρα βούιξε ο τόπος. Εμείς και πάλι ψαχνόμασταν για τσιγάρα. Απίστευτος τύπος ήταν ο Ακης Πάνου. Οσα λεφτά κι αν είχε του φεύγανε. Κάποια στιγμή είχανε μαλώσει με τον Τσιτσάνη κάπου εκεί στην Καισαριανή και έπειτα από αυτό του έγραψε ένα τραγούδι που το είπε η Χαρούλα Λαμπράκη. Το τραγούδι έλεγε: «Το παράκανες Βασίλη στο κυνήγι της δραχμής/ το παράκανες Βασίλη και κατάντησες ρεζίλι» και συνέχιζε: «Το παράκανες Βασίλη στο κυνήγι της δραχμής/ Τα λεφτά δεν έχουν τέλος, τέλος έχουμε εμείς». Μετά τον Ακη Πάνου με ξανάβγαλε στο τραγούδι ο Θοδωρής Μανίκας.

Το λαϊκό τραγούδι σήμερα

Ο Αλέκος Πατσιφάς είχε πει μια μεγάλη κουβέντα μόλις άκουσε τον Πανταζή να τραγουδάει «Να πεθάνουν οι γυναίκες να πεθάνουνε». Είπε: «Από σήμερα πεθαίνει το λαϊκό». Αρχίσανε να χαλάνε και τα μαγαζιά. Προτιμούσαν να παίρνουν τραγουδίστριες επειδή είχαν παρέες, όχι επειδή είχαν καλές φωνές. Ανέβαιναν να τραγουδήσουν και δεν ακούγονταν με τίποτε. Κι έτσι πάνε και τα μπουζουκάδικα. Μετά τον Διονυσίου τελειώνει το έργο. Οσοι ήρθαν μετά βρήκαν έτοιμα μαγαζιά, τα αρπάξανε και τα τελειώσανε.

Το όνειρο να γίνεις τραγουδιστής σταματάει κάπου. Περνάνε οι καιροί, βγαίνουν άλλοι τραγουδιστές. Ειδικά στην Ελλάδα δεν είναι για επάγγελμα, αλλά για να κάνεις το γούστο σου μόνο. Τώρα που το πήρα χαμπάρι ότι είναι για το γούστο νοιώθω καλύτερα.