Mάικ Σκοτ: «Κάποτε η μουσική ήταν ζωή, σήμερα απλώς το background της»

Λίγες ημέρες πριν από τη συναυλία στο Ηρώδειο ο frontman των Waterboys μας μιλάει για τη σχέση του με την Ελλάδα, την αγάπη του για το μπουζούκι και την πόλη του, το Δουβλίνο

Φέτος συμπληρώνονται σαράντα χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ των Waterboys, που έφερε το όνομα του συγκροτήματος και σύστησε διεθνώς ένα συγκρότημα στο μεταίχμιο του ποστ πανκ και του φολκ ροκ. Ασύμβατα μουσικά είδη, γι’ αυτό ίσως οι Waterboys άντεξαν μέχρι σήμερα με δεκαπέντε συνολικά άλμπουμ, κάνοντας δηλαδή μια μουσική ολότελα δική τους που δεν είχε και δεν έχει μεγάλη σχέση με άλλα συνηθισμένα ροκ ακούσματα. Ο Μάικ Σκοτ, ο Σκωτσέζος frontman των Waterboys, μου λέει κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας πως το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το ροκ εν ρολ και όχι η παραδοσιακή μουσική, στην οποία μυήθηκε ουσιαστικά εξαιτίας της διαμονής του στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας. Ενας άνθρωπος ευγενής, ευφραδής και με χιούμορ, ο οποίος αναγνωρίζει τα στραβά της εποχής του παρά την τεχνολογική ευδαιμονία, που ακόμη «έχει» στα αυτιά του τον ήχο από κλαρίνα και μπουζούκια και ο οποίος δηλώνει αριστερός. Αφορμή για τη συνομιλία μας είναι η πολυαναμενόμενη εμφάνιση των Waterboys την Πέμπτη 22 Ιουνίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, όπου θα ακούσουμε μεταξύ άλλων το «Red army blues», το «London Mick» και φυσικά το «Fisherman’s blues». Κι αφού ο Μάικ Σκοτ σχολίασε το όνομά μου (προτίμησε το «Antonis» αντί του «Anthony» στον διάλογό μας), έχοντας λιγοστό χρόνο στη διάθεσή μας, η συνέντευξη ξεκίνησε με άρωμα Ελλάδας, μιας χώρας που έχει τιμήσει στο παρελθόν όχι μόνο για συναυλίες,

αλλά και για τον μήνα του μέλιτος με την πρώτη σύζυγό του. Κι όσο κι αν το οκτάχορδο μπουζούκι δεν έχει μεγάλες διαφορές από την κιθάρα, η επαφή του με την Ελλάδα ήταν η αιτία για να ακουστεί το μπουζούκι σε τραγούδια των Waterboys.

Πώς και παίζετε μπουζούκι;

Εμαθα στην Ιρλανδία από παραδοσιακούς μουσικούς. Το οκτάχορδο μπουζούκι, ξέρετε, είναι παρεμφερές με την κιθάρα, οπότε μου ήταν σχετικά εύκολο. Εχω εδώ το μπουζούκι μου που αγόρασα από τη Θεσσαλονίκη πριν από είκοσι χρόνια.

Στην Ελλάδα συνήθως οι νέοι μαθαίνουν την παραδοσιακή μουσική από τους γονείς τους ή πλέον από τους παππούδες τους.

Εμένα πάλι η μουσική μου είναι βασισμένη περισσότερο στο ροκ εν ρολ παρά στην παράδοση: αυτό ήταν το κύριο άκουσμά μου. Την παραδοσιακή μουσική την έμαθα όταν ήρθα στην Ιρλανδία, πριν δεν μου άρεσε. Μεγάλωσα στη Σκωτία και δεν άκουγα καθόλου παραδοσιακά εκτός από ροκ εν ρολ τραγούδια. Στην Ιρλανδία άνοιξαν τα αυτιά μου και εξοικειώθηκα με την παράδοση.

Ωστόσο η Σκωτία έβγαλε τους Incredible String Band, τον Αλ Στιούαρτ, καλλιτέχνες που έπαιζαν το λεγόμενο φολκ ροκ ιδίωμα.

Δεν τους άκουγα ποτέ αυτούς, αφού δεν με ενδιέφερε ούτε το φολκ ροκ. Η δική μου μουσική ήταν αυτή του Μάρβιν Γκέι, των Beatles, των Who, των Rolling Stones, των μεγάλων καλλιτεχνών και συγκροτημάτων του κλασικού ροκ και της σόουλ.

Υπάρχει καλή και κακή μουσική;

Είναι σχεδόν μαρτυρικό να το κρίνεις αυτό, αφού κάτι που δεν αρέσει σε μένα μπορεί ν’ αρέσει σε κάποιον άλλο. Εχει να κάνει αφενός με τα γούστα του καθενός και αφετέρου με τις προθέσεις του απ’ τη στιγμή που είναι δημιουργικός και γεννά μουσική.

Ποια απόφαση σας ώθησε να αναβιώσετε τους Waterboys; Κάτι μου λέει πως θα ήταν εύκολη.

Με πάτε πολλά χρόνια πίσω, τότε που έβγαλα δύο προσωπικούς δίσκους. Δεν μου άρεσε που ήμουν σόλο καλλιτέχνης, μου φαινόταν όλο λάθος. Ηταν καλό σαν πείραμα, αλλά δεν με εξέφραζε αυτό το «οι δίσκοι του Μάικ Σκοτ». Μου έλειπαν οι Waterboys.

Μήπως σας διακατείχε αίσθημα μοναξιάς;

Γι’ αυτό ακριβώς μιλάω. Ωραία ήταν, έκανα δύο άλμπουμ, έκανα περιοδείες και μάλιστα θυμάμαι που είχα παίξει στην Αθήνα ως σόλο καλλιτέχνης. Είχε πλάκα, αλλά για τον δεύτερο δίσκο, το «Still burning», ένιωσα άβολα να περιοδεύω με μια μπάντα που δεν ήταν οι Waterboys. Ηταν περίεργο συναίσθημα κι εκεί αποφάσισα πως αν ξαναπαίξω με μπάντα, αυτή θα ήταν μόνο οι Waterboys.

Εχετε στενή σχέση με την ποίηση. Το 2010 είχατε κάνει ένα πρότζεκτ βασισμένο στην ποίηση του Γέιτς. Πιστεύετε ότι η ποίηση είναι η ύψιστη των τεχνών;

Οχι, η υποκριτική πιστεύω ότι είναι η ύψιστη των τεχνών. Ενας ηθοποιός χρησιμοποιεί το σώμα του, την προσωπικότητά του, τα συναισθήματά του. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω μαθήματα υποκριτικής κάποτε και να γνωρίσω τέτοιους καλλιτέχνες από κοντά.

Ενδιαφέρον. Ωστόσο λένε πως και οι ηθοποιοί με την υποκριτική τέχνη στην ποίηση αποσκοπούν.

Αυτό έχει πιο πολύ ενδιαφέρον, αλλά εξακολουθώ να πιστεύω πως η υποκριτική είναι η υψηλότερη τέχνη. Το καταλαβαίνω πάντως αυτό που λέτε.

Εξακολουθείτε να ζείτε μόνιμα στο Δουβλίνο. Τι ξεχωριστό έχει αυτή η πόλη;

Εμενα εκεί από το 1991 μέχρι το ’96 και μου άρεσε πολύ. Πάντα ήθελα να επιστρέψω. Γύρισα οριστικά στο Δουβλίνο το 2008. Είναι μια πόλη που θα μπορούσατε να ζήσετε κι εσείς, καθώς έχει πιο πολλά μεσογειακά χαρακτηριστικά συγκριτικά με τη Σκωτία ή το Λονδίνο.

Ποιο τραγούδι σας απολαμβάνετε πολύ στο λάιβ;

Το «Long strange golden road» από το άλμπουμ «Μοdern blues» και το «Where the action is» από το ομότιτλο άλμπουμ. Από τα παλιά μου τραγούδια περισσότερο γουστάρω να παίζω το «Fisherman’s blues». Διασκεδάζω πολύ όταν το παρουσιάζω στα λάιβ.

Ενας συνάδελφος, ξέρετε, μου ζήτησε να σας μεταφέρω ότι έχει κάνει… παραγγελιά για την κηδεία του το «Fisherman’s blues».

Μεγάλη μου τιμή, να του πείτε. Ελπίζω μόνο να έχει πολύ μακρύ δρόμο μέχρι τη συγκεκριμένη στιγμή (γέλια).

Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο μυαλό όταν ακούτε τη λέξη Ελλάδα;

Είχα πρωτοέρθει στην Ελλάδα για μήνα του μέλιτος με την πρώτη μου γυναίκα το 1990. Οδηγήσαμε σ’ όλη την Πελοπόννησο και μείναμε στην Αρκαδία, την Κυπαρισσία και τη Στεμνίτσα. Με εντυπωσίασαν οι χαραυγές στα βουνά με ακούσματα από μπουζούκι και κλαρίνο. Τα ακούγαμε παντού, άρα αυτή την ανάμνηση μου φέρνει στον νου η λέξη Ελλάδα.

Αυτή είναι, βέβαια, η λίγο τουριστική όψη μιας χώρας. Εγώ είχα περισσότερο στο μυαλό μου μια σκέψη σας σε σχέση με τη γενικότερη κατάσταση στην Ευρώπη.

Δεν ξέρω πολλά από την πολιτική στην Ελλάδα, μάλλον δεν την καταλαβαίνω. Το μόνο που μπορώ να σχολιάσω απ’ τη μεριά μου είναι ότι παραμένω φιλελεύθερος αριστερός και σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να με χαρακτηρίσεις δεξιό.

Ποια μουσική ακούτε στον ελεύθερο χρόνο σας;

Αυτήν τη στιγμή μου αρέσει να ακούω Americana. Μουσική βασισμένη στην κάντρι. Η Κόρτνεϊ Μαρί Αντριους από το Φοίνιξ της Αριζόνα είναι η αγαπημένη μου τραγουδοποιός.

Τι σας εμπνέει περισσότερο, η λύπη ή η χαρά;

Καλή ερώτηση. Η έμπνευση δεν έρχεται με τίποτε από τα δύο. Είναι σαν μια ζώνη προστασίας το να γράφεις τραγούδια και να προσπαθείς να εισχωρήσεις στην καρδιά και στο μυαλό. Να σας πω την αλήθεια, έχει να κάνει πιο πολύ με πόσα φλιτζάνια καφέ θα έχω πιει.

Η δισκογραφία δεν είναι όπως ήταν πριν από είκοσι χρόνια. Δεν είναι λίγο… ουτοπικό το να κυκλοφορείς ένα νέο δίσκο και να διανέμεται διαδικτυακά;

Οχι, αφού είναι πολύ εύκολο να κάνεις ένα δίσκο και να τον «ρίξεις» στο διαδίκτυο που κανένας δεν θα τον ακούσει. Χρειάζεσαι ακόμη την προώθησή του από τις περιοδείες και τα ραδιόφωνα. Απαιτείται επίσης ένας δίαυλος επικοινωνίας με το κοινό τη στιγμή που κυκλοφορούν απίστευτα πολλοί δίσκοι. Κάθε εβδομάδα βγαίνουν περίπου εκατό δίσκοι, άρα είναι πολύ δύσκολο να ακουστούν.

Το ίδιο δεν συνέβαινε και τις δεκαετίες του 1970 και του ’80;

Οχι όμως με τόση πληθώρα δίσκων. Τότε ήταν σαν οι άνθρωποι να είχαν χρόνο να αφιερώσουν στη μουσική. Σήμερα έχω την αίσθηση πως η μουσική είναι απλώς το background στην καθημερινότητά τους. Ο άλλος είναι στο γραφείο του ή κάνει δουλειά στο σπίτι και παίζει συνεχόμενα το Spotify. Καμιά σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, που αγόραζες ένα δίσκο και αποτελούσε γεγονός. Τον άκουγες πενήντα και εκατό φορές, έπιανες το εξώφυλλο, διάβαζες τους στίχους. Η ακρόαση δίσκων δεν ήταν μια συνθήκη καθημερινού τύπου αλλά κανονικός τρόπος ζωής. Η μουσική ήταν η ζωή κάποτε και σήμερα είναι το background.

Κι εσείς που εξακολουθείτε να κάνετε μουσική πώς νιώθετε γι’ αυτό;

Απλώς δεν μπαίνω καν στη διαδικασία να ακούσω όλα όσα κυκλοφορούν εβδομαδιαίως. Τόση πληροφορία και τόσοι καλλιτέχνες είναι αδύνατο να καταναλωθούν. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ακούω καινούργια μουσική ή δεν την ψάχνω με νέους καλλιτέχνες. Είναι κάτι που μου αρέσει πολύ. Γενικά, όμως, δεν παραδίνομαι στις πλατφόρμες και σε ό,τι πέφτει μπροστά μου.

Η τωρινή σας σύζυγος είναι καλλιτέχνιδα από την Ιαπωνία. Πόσο δύσκολη ή εύκολη είναι η συμβίωση δύο καλλιτεχνών;

(γελάει) Η γυναίκα μου βρίσκεται στο Τόκιο αυτήν τη στιγμή. Δεν είναι δύσκολο να συμβιώνουμε γιατί πιάνει ο ένας τους καλλιτεχνικούς κραδασμούς του άλλου. Είμαστε επίσης πολύ υποστηρικτικοί μεταξύ μας, καταλαβαινόμαστε. Αυτό είναι το καλύτερο και το σημαντικότερο.

Σε ένα υποτιθέμενο δείπνο με ανθρώπους που δεν είναι στη ζωή ποιους θα θέλατε για παρέα;

Τον Ντένις Χόπερ… Εκτιμώ πολύ τους ηθοποιούς, όπως σας είπα, αλλά θα ήθελα και τον Λίον Ράσελ τον μουσικό. Ισως και τον Ντέιβιντ Μπόουι. Και για να μην πω μόνο άντρες, από γυναίκες θα επέλεγα την Αρίθα Φράνκλιν ή την Τίνα Τέρνερ που χάθηκε πρόσφατα και ήταν μεγάλη απώλεια για τη μουσική διεθνώς.