Το Documento μίλησε με τον συγγραφέα Στέφανο Μίλεση με αφορμή το βιβλίο του με θέμα τον Πειραιά του Μεσοπολέμου.
Ξεκίνησε ως υπολιμεναρχείο, υπαγόμενο στο λιμάνι της Υδρας για να γίνει το μεγαλύτερο λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι η πόλη των εφοπλιστών, των καλλιτεχνών και των διανοούμενων αλλά και των προσφύγων, του ρεμπέτικου, της εργατιάς, του Ολυμπιακού και των μπουρδέλων. Χίλια πρόσωπα έχει ο Πειραιάς, που περιμένουν υπομονετικά τον πρόθυμο ερευνητή να τα ανακαλύψει. Ο Στέφανος Μίλεσης (πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιά) μελετά την πόλη από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Την ξέρει πια σαν κάλπικη δεκάρα. Με τα βιβλία και τα εκατοντάδες άρθρα του (τα περισσότερα από αυτά στο ιστολογίου «Πειραιόραμα ιστορίας και πολιτισμού») έχει συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια στην εικόνα που έχουμε σήμερα για την πόλη. Με αφορμή το βιβλίο του «Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου», στο οποίο περιέχονται περίπου εξήντα ιστορίες που δίνουν το προφίλ της πόλης κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, μίλησε στο Documento.
Τι είναι ο Πειραιάς για εσάς;
Ο Πειραιάς είναι η πόλη στην οποία γεννήθηκα και κατοικώ για πάνω από μισό αιώνα. Στον Πειραιά είναι το πατρικό μου σπίτι, το σχολείο που τελείωσα, τα μέρη όπου πέρασα την παιδική και εφηβική μου ηλικία. Στον Πειραιά όμως βρίσκεται και η ίδια η ιστορία της πατρικής αλλά και της μητρικής μου οικογένειας, που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ιστορία της πόλης, όπως και οι περισσότερες πειραϊκές οικογένειες. Ιστορία που περιλαμβάνει νεκρούς και βομβόπληκτους από τους βομβαρδισμούς του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στους οποίους ο Πειραιάς καταστράφηκε ολοσχερώς, περιλαμβάνει όμως και γλέντια σε αυλές μονοκατοικιών με κιθάρες και τραγούδια.
Η ίδια η ζωή του πατέρα μου θυμίζει τους στίχους από το τραγούδι του Μητσάκη αφού «γεννήθηκε, μεγάλωσε κοντά στην Τερψιθέα και σπούδασε Μηχανικός εδώ στον Προμηθέα». Η θάλασσα που ζώνει ολόγυρα το «νησί» του Πειραιά, έζωνε κάποτε και τις ζωές των ανθρώπων της πόλης, αφού επαγγελματικά οι Πειραιώτες εξαρτιόνταν από αυτή. Δίπλα της έκτιζαν τα σπίτια τους, τα καλοκαίρια σε αυτήν έκαναν τα μπάνια τους, ενώ τα βράδια τους τα περνούσαν κάνοντας βόλτες κατά μήκος των πειραϊκών ακτών. Ένας δικός μου σημερινός περίπατος στον Πειραιά, είναι σύναμμα ταξίδι στον χρόνο, αφού δεν καλύπτω μόνο τοπικές αποστάσεις αλλά και χρονικές. Βλέπω με τα μάτια της φαντασίας μου τα σημεία όπου παίζαμε με την παρέα μου ποδόσφαιρο και μπάσκετ, τα σκαλιά όπου καθόμασταν, τα μέρη που πηγαίναμε όταν την κοπανάγαμε από κάποιο μάθημα του σχολείου. Δυστυχώς αυτή η παρέα, χρόνια τώρα, σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, σε Ελλάδα και εξωτερικό κι έμεινα εγώ πίσω, μοναδικός φρουρός αναμνήσεων να αφουγκράζομαι το παρελθόν.
Κάποιοι από αυτούς που αναζήτησαν την κατοικία τους σε πιο «εξευγενισμένες» περιοχές, τους βλέπω να τριγυρίζουν σήμερα διαρκώς στον Πειραιά, αφού στις περιοχές στις οποίες κατέφυγαν, στην ουσία αυτοεξορίστηκαν και απομονώθηκαν, αφού τίποτε δεν υπήρχε εκεί για να τους κρατήσει. Το ωραίο σπίτι, ο όμορφος κήπος, το πράσινο στο δρόμο που κατοικούνε δεν ήταν αρκετό, αφού φίλοι, αισθήματα και αναμνήσεις έμειναν πίσω στον Πειραιά. Ο Πειραιώτης είναι «πρόσφυγας» εκτός Πειραιά, είτε μείνει στο Χαλάνδρι, είτε στον Καναδά.
Πόσα χρόνια ασχολείστε με τη μελέτη της ιστορίας της πόλης;
Όταν ήμουν παιδί θυμάμαι πως βρέθηκα με τον πατέρα μου μια μέρα στο κοιμητήριο της «Ανάστασης» σε μια τελετή που ο Δήμος Πειραιά διοργάνωνε, και που μέχρι σήμερα συνεχίζει να διοργανώνει, για τους χαμένους Πειραιώτες από το «συμμαχικό» βομβαρδισμό της 11ης Ιανουαρίου του 1944. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση τότε, καθώς ο βομβαρδισμός αυτός ούτε στην σχολική ιστορία αναφερόταν, ούτε κάποιος δάσκαλος μας είχε μιλήσει για αυτόν, παρότι υπήρξαν χίλιοι νεκροί Πειραιώτες μόνο σε μια μέρα! Από την πλευρά της μητέρας μου μια βόμβα είχε πέσει στο σπίτι στη Λεύκα και σε μια στιγμή εξαφάνισε οκτώ άτομα της οικογενείας! Από τότε κατάλαβα ότι υπάρχει και μια άλλη ιστορία, που δεν διδάσκεται στα σχολεία.
Είναι αυτή που εμείς απλά την αποκαλούμε «τοπική ιστορία». Όμως αυτός ο προσδιορισμός της ιστορίας ως «τοπικής» δεν είναι πάντοτε σωστός. Για παράδειγμα ο Πειραιάς βομβαρδίστηκε από τους Ιταλούς, από τους Γερμανούς, από Άγγλους και Αμερικανούς. Κόσμος χάθηκε, αλλοιώθηκε η φυσιογνωμία της πόλης αφού οικογένειες που έφυγαν για να σωθούν, ουδέποτε επέστρεψαν. Καταστράφηκε το μεγαλύτερο λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου και το μεγαλύτερο μέρος της εθνικής βιομηχανίας που έδρευε τότε στον Πειραιά. Κι αυτό δεν διδάσκεται, διότι είναι λένε «Τοπική ιστορία».
Έτσι αποφάσισα να ριχθώ με τα μούτρα σε αυτή τη μη διδασκόμενη τοπική ιστορία, για να μάθει ο Πειραιώτης την ιστορία της πόλης του. Υπό αυτή την έννοια λοιπόν, πάντα ήμουν ένας μελετητής. Αφουγκραζόμουν τα πάντα γύρω μου μιλώντας ώρες αμέτρητες με ηλικιωμένους για την ιστορία της οικογένειάς τους, διαβάζοντας, αναζητώντας, ακούγοντας. Καμιά φορά οι πληροφορίες έρχονται από εκεί που δεν το περιμένεις. Η εξέλιξη της σύγχρονης τεχνολογίας ήταν που μου έδωσε εν τέλει τον τρόπο έκφρασης. Χρησιμοποιώντας το διαδίκτυο ξεκίνησα να παρουσιάζω τα τελευταία χρόνια εκείνα που γνώριζα, εκείνα που ανακάλυπτα σιγά-σιγά και ήθελα να μάθουν και οι άλλοι.
Το 2009 δημιούργησα ένα μπλογκ το «Πειραιόραμα ιστορίας και πολιτισμού» στο οποίο παρουσίαζα τα θέματά μου. Καθώς όμως γνώριζα ότι οι μεγαλύτερες ηλικίες δεν είναι εξοικειωμένες με τη χρήση διαδικτύου αρθρογραφούσα συγχρόνως στις εφημερίδες της πόλης, έδινα και συνεχίζω να δίνω δημόσιες διαλέξεις και ραδιοφωνικές εκπομπές. Όταν ξεκίνησα ήμασταν ελάχιστοι που ασχολούμασταν με την τοπική ιστορία. Αυτό που ουσιαστικά κατάφερα είναι να κάνω τους πολλούς να ασχοληθούν με κάτι που μέχρι τότε πίστευαν ότι δεν άξιζε. Σήμερα μια απλή βόλτα στα μέσα της κοινωνικής δικτύωσης είναι αρκετή για να συναντήσει κανείς, διαδικτυακές ομάδες στις οποίες ανήκουν χιλιάδες άτομα, που ανοίγουν συρτάρια και σεντούκια για να βρουν και να ανεβάσουν φωτογραφίες και ιστορίες της οικογένειάς τους, της γειτονιάς τους, της συνοικίας τους.
Πώς επιλέξατε για το βιβλίο σας να ασχοληθείτε με την ιστορία του Πειραιά κατά τον Μεσοπόλεμο;
Η περίοδος του Μεσοπολέμου αποτελεί την πιο παράξενη χρονική γέφυρα της σύγχρονης ιστορίας. Στο ένα άκρο της έχει μια εθνική καταστροφή, την Μικρασιατική, η οποία βάζει ουσιαστικά μια ταφόπλακα στην «Μεγάλη ιδέα». Ύστερα από δύο Βαλκανικούς πολέμους, έναν εθνικό διχασμό και έναν παγκόσμιο πόλεμο, η πειραϊκή κοινωνία προσπαθεί να συνυπάρξει με χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες που καταφεύγουν στο μεγάλο λιμάνι. Ακολουθούν κινήματα, δικτατορίες, Πάγκαλος και Μεταξάς και η «γέφυρα» στον άλλο άκρο της τελειώνει με ένα πόλεμο ακόμα μεγαλύτερο, τον Δεύτερο Παγκόσμιο.
Αυτή την τόσο ταραγμένη εποχή συναντούμε την κοινωνία στον Πειραιά να περιλαμβάνει τρία διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Έχουμε τον προϋπάρχοντα αστικό πληθυσμό που προσπαθεί να ξεχάσει τον όλεθρο και την καταστροφή. Διασκεδάζει, ζει την κάθε στιγμή. Οι γυναίκες επαναστατούν, χορεύουν, καπνίζουν, αθλούνται, κάνουν μπάνια και εκδράμουν. Η αστική τάξη της Καστέλλας και της Φρεαττύδας μένει ακόμα στην πόλη, συχνάζει στα μεγάλα ξενοδοχεία του Νέου Φαλήρου, παρακολουθεί τις παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο. Όμως έχουμε και τον προϋπάρχοντα εργατικό πληθυσμό του Πειραιά. Αυτός αν και συνυπάρχει στην ίδια πόλη, ωστόσο ζει έναν άλλο Πειραιά. Κινείται πέριξ του μεγάλου λιμανιού, διέπεται από τους δικούς του νόμους, έχει τη δική του ηθική. Δίπλα σε αυτά τα δύο κοινωνικά στρώματα έχουμε τέλος τους πρόσφυγες. Η έλευσή τους διαφοροποίησε παντελώς την μέχρι τότε φυσιογνωμία της πόλης. Η εργατική τάξη ισχυροποιήθηκε, νέες περιοχές γεννήθηκαν. Η περίοδος αυτή αξίζει καταγραφής, καθώς δεν απουσιάζει από το προσκήνιο η «καλή» κοινωνία από την πόλη, όπως αργότερα θα συμβεί. Οι βομβαρδισμοί του πολέμου που θα ακολουθήσει, ωθούν την «καλή» κοινωνία, τους εύπορους, να εγκαταλείψουν τις πλούσιες μονοκατοικίες όπου ζούσαν και να σκορπιστούν σε όλα τα σημεία του λεκανοπεδίου. Στην περιοχή μεταπολεμικά απέμεινε μόνο ο «εργατικός» Πειραιάς. Ο άλλος της «καλής» κοινωνίας στο μεγαλύτερο μέρος του δεν επέστρεψε.
Ο μεσοπόλεμος λοιπόν δίνει την τελευταία ευκαιρία περιγραφής μιας τάξης που τότε ακόμα υπήρχε, ζούσε και κινείτο παράλληλα με τον εργατικό πληθυσμό. Ο Μεσοπόλεμος αποτελεί κιβώτιο γεμάτο διαμάντια για εκείνους που αγαπούν την ηθογραφία. Στο σημείο αυτό να διευκρινίσω ότι στο βιβλίο μου δεν καταγράφω την συνολική ιστορία της πόλης, αλλά ιστορίες από την πόλη. Το βιβλίο είναι κατ΄ εξοχήν ηθογραφικό για αυτό και φέρει ως τίτλο «Πειραϊκές ιστορίες» και όχι «ιστορία του Πειραιά». Με ενδιέφερε και με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η προβολή ιστοριών ανθρώπων. Βαρκάρηδες, αραμπατζήδες, γεμιτζήδες, βαριετέ, Τρούμπα, Βούρλα, Δάγκειος παρελαύνουν για να προβάλλουν εικόνες που χάθηκαν στη σκόνη της ιστορίας.
Τι συνέβαινε στα Βούρλα εκείνη την εποχή;
Όπως συμβαίνει σε όλα τα λιμάνια του κόσμου, έτσι και στον Πειραιά η πορνεία θριάμβευε προς εξυπηρέτηση των διερχομένων ναυτικών και εμπόρων (και όχι μόνο) αλλά και προς όφελος των κοινών γυναικών (και του κυκλώματος γύρω από αυτές). Όμως η ύπαρξη ελεύθερων «σπιτιών» θεωρήθηκε ότι θα δημιουργούσε κοινωνικό πρόβλημα. Η διασπορά «οίκων» ανάμεσα σε οικογένειες θα προκαλούσε διαμαρτυρίες και αντιδράσεις. Έτσι στις αρχές της δεκαετίας του 1870 απαγορεύθηκε η κατοίκηση κοινών γυναικών σε οποιοδήποτε μέρος του Πειραιά, εκτός από έναν συγκεκριμένο χώρο στην περιοχή της Δραπετσώνας που τότε καλείτο «Βούρλα» καθώς η περιοχή όφειλε την ονομασία της στο ελώδες έδαφος και στα βούρλα που υπήρχαν σε αυτό. Αυτή η ονομασία έμελε να ταυτιστεί με το τεράστιο πορνείο που εγκαταστάθηκε εκεί, ύστερα από έκδοση σχετικής απόφασης.
Τα βούρλα του βούρκου «βαπτίζουν» το μεγαλύτερο πορνείο της χώρας που αποτελεί βούρκο για τις άτυχες κοπέλες που βρίσκονται εκεί. Στην είσοδό του εδρεύει φυλάκιο της χωροφυλακής, ζητείται ταυτότητα καθότι απαγορεύεται η είσοδος εις τους ανηλίκους. Είναι μια προσπάθεια της Πολιτείας να «μαντρώσει» την πορνεία, αλλά στην ουσία η πορνεία αποκτά έτσι «κρατική προστασία». Το κράτος επίσημα διώκει τους «προστάτες» αλλά λειτουργεί έτσι που «προστάτες» γίνονται οι ίδιοι οι μηχανισμοί του. Στο περιβάλλον των Βούρλων κινούνταν ένα σωρό από χασισοπότες, έμποροι ναρκωτικών, ιδιοκτήτες τεκέδων, αγαπητικοί, πορτιέρισσες και κουβαδίστρες, αβανταδόροι, σερέτηδες, ζόρικοι, μάγκες και νταβατζήδες, τσίλληδες και τσατσάδες κ.ο.κ. Μια γνωστή τσατσά αυτού του πορνείου υπήρξε και η Ντουντού, η αποκαλούμενη ως «Δράκαινα» των Βούρλων από το τεράστιο μέγεθός της, την εμφάνισή της και την αχαρακτήριστη συμπεριφορά της.
Σε ποια σημεία σύχναζαν οι μάγκες;
Οι μάγκες βρίσκονταν παντού στον Πειραιά και για διαφορετικό λόγο. Ένας μάγκας για παράδειγμα θα μπορούσε να μένει στο Χατζηκυριάκειο, να εργάζεται ως βαρκάρης στο λιμάνι, να τραγουδά στα παραεμπορικά παραπήγματα της Πλατείας Καραϊσκάκη, αλλά και να συχνάζει για καλό κρασί στις ταβέρνες της Φρεαττύδας ή να ρεμβάζει (εξού και ο όρος ρεμπέτης) στα βράχια της Πειραϊκής καταφεύγοντας στην ερημιά για να κάνει ανενόχλητος το χασίσι του. Συνεπώς δεν υπάρχει προσδιορισμένος χώρος στον οποίο κινούνται.
Οπωσδήποτε η παρουσία τους αραίωνε στις «καλές» γειτονιές όπως ήταν στην Καστέλλα χωρίς όμως να είναι απαγορευτική η εκεί παρουσία του. Οι μάγκες τηρούσαν το δικό τους κώδικα ηθικής, δεν ενοχλούσαν τους έξω όταν δεν τους ενοχλούσαν κι αυτοί. Αρκετοί από αυτούς προέρχονταν από καθώς πρέπει οικογένειες και διέθεταν και μόρφωση για την εποχή τους όπως ο Γκόγκος. Είχαν τον δικό τους κώδικα επικοινωνίας ο οποίος έπρεπε να γίνεται σεβαστός.
Κάποτε για παράδειγμα την ησυχία τους διατάραξε κάποιος Βάσος Σοροβίγκας που βάλθηκε να ανοίξει καφενέ στην ερημιά της πειραϊκής, οι σπηλιές της οποίας αποτελούσαν καταφύγιο στους μάγκες όπου σε αυτές έκαναν το χασίσι τους. Ο Σοροβίγκας έλαβε ειδοποιήσεις αλλά τις αγνόησε καθώς κόσμος είχε αρχίσει να επισκέπτεται το μαγαζί του. Είχε βάλει έξω από αυτό και μια πινακίδα που έγραφε «Ψυχής ιατρείο». Μέχρι που τον καθάρισαν και έβαλαν την πινακίδα στο σημείο που ήταν η σωρός του. Οι εφημερίδες την επομένη έγραψαν ότι το «ιατρείο της ψυχής» βάλθηκε να σώζει άλλες ψυχές αλλά δεν μπόρεσε να σώσει τη ψυχή του ιδιοκτήτη του.
Εκείνη την εποχή επισκέφτηκαν τον Πειραιά πρόσωπα διεθνούς φήμης, όπως η Ζοζεφίν Μπέικερ και ο Ρίχαρντ Στράους. Πώς μπορεί να ήταν ο Πειραιάς που αντίκρισαν και τι απήχηση είχε η επίσκεψή τους στους Πειραιώτες;
Την ίδια απήχηση που θα υπάρξει και σήμερα όταν ένας γνωστός αστέρας του σινεμά ή του θεάτρου επισκεφτεί τον Πειραιά. Είδαμε τι έγινε με την επίσκεψη της Αντζελίνα Τζολί στο λιμάνι του Πειραιά και τι δημοσιότητα έλαβε. Αν όμως ο επισκέπτης δεν ήταν τότε αρκετά σημαντικός ή ευρύτερα γνωστός, τότε καμία απήχηση δεν θα είχε η επίσκεψή του στην εποχή του, αλλά έχει μεγάλη σημασία σήμερα. Ο Καβάφης επισκέφτηκε κάποτε τον Πειραιά και συνάντησε τον ποιητή της Φρεαττύδας τον Γεώργιος Στρατήγη. Τότε όμως ο Καβάφης δεν ήταν γνωστός και η επίσκεψή του καταχωρήθηκε στα «ψιλά» των εφημερίδων. Αυτά τα «ψιλά» όμως αποτελούν σήμερα σπουδαία ενημέρωση στην καταγραφή της βιογραφίας του.
Το ίδιο με συνέβη με τον Τρότσκι ο οποίος έφτασε στον Πειραιά τότε που γύριζε καταδιωκόμενος εδώ κι εκεί. Σήμερα για πρώτη φορά λοιπόν σημειώνεται ότι ένα από τα μέρη που πέρασε ήταν και ο Πειραιάς. Η ιστορία μοιάζει με γαϊτανάκι οι κορδέλες της οποίας είναι οι μικρές ιστορίες των ανθρώπων μιας πόλης και όσων την επισκέπτονται. Αυτές οι μικρές ιστορίες όμως όπως και οι κορδέλες στο γαϊτανάκι περιστρέφονται γύρω από έναν άξονα που είναι η ίδια η πόλη. Μπλέκονται τόσο παράδοξα μεταξύ τους στον ίδιο τόπο αλλά σε διαφορετικό χρόνο που προκαλούν δέος. Σήμερα σε κάποιο σημείο του Πειραιά υπάρχει μια τεράστια τοιχογραφία που απεικονίζει την τελευταία ερωμένη του την ζωγράφο Φρίντα Κάλο. Ο Τρότσκι έφτασε στον Πειραιά το 1932 και πέντε χρόνια αργότερα γνώρισε την Φρίντα που φιλοτεχνήθηκε σε τοιχογραφία του Πειραιά το 2017! Πραγματικά παράξενα τα παιχνίδια αυτής της «τοπικής ιστορίας».
Info
Το βιβλίο «Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κυριακίδη (σελ. 248, τιμή, 24,80)