Για τους λάτρεις της ανάγνωσης οι γιορτινές μέρες είναι προνομιακός χρόνος για την καταβύθιση σε πολυσέλιδα βιβλία, που χαριτωμένα τα λέμε «τούβλα». Είθισται –και κάποτε πρέπει να εκπονηθεί μια μελέτη για τις συνήθειες των αναγνωστών– μετά τα «τούβλα» ή και ενδιαμέσως, να απολαμβάνουμε ολιγοσέλιδα έργα, νουβέλες, μικροδοκίμια, σύντομα κοινωνιολογικά και φιλοσοφικά πονήματα, βιβλία μικρού σχήματος που άλλοτε τα λέγαμε στην παρέα «μαρίδες», ενώ προσφάτως υιοθετήθηκε, ύστερα από πρόταση εκλεκτής φίλης βιβλιομανούς, ο προσήκων όρος «οπισθοτσεπικά», καθόσον τα περισσότερα από αυτά καταλαμβάνουν τη θέση της λεγόμενης «κωλότσεπης» (την οποία, ως γνωστόν, οι μη βιβλιομανείς χρησιμοποιούν για το κινητό τηλέφωνό τους).
Θυμίζω ότι θρυλικά οπισθοτσεπικά ήταν τα περίφημα Τραμάκια, κυρίως συλλογές ποιημάτων των εκπροσώπων της γενιάς του εβδομήντα που εξέδιδε ο Δημήτρης Καλοκύρης. Επίσης, η σειρά πολιτικής και φιλοσοφίας των εκδόσεων ύψιλον/βιβλία όπου εμφιλοχωρούσαν και ποιητικά βιβλίδια, όπως ο «Διαμαντένιος γαληνευτής» του Νάνου Βαλαωρίτη.
Αυτές τις μέρες διάβασα κάμποσα οπισθοτσεπικά, πραγματικά μαγικές μινιατούρες, γοητευτικότατες και λίαν χορταστικές, και σπεύδω να σας τις συστήσω.
Ο Τζον Μπέρτζερ (John Berger, 1926 – 2017) υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ήρωές μας. Ποιητής, ζωγράφος, στοχαστής, μυθιστοριογράφος, κριτικός τέχνης και σεναριογράφος, πρόσφερε πάντα υποδειγματικά έργα, όπως το «Η εικόνα και το βλέμμα» (στα ελληνικά: μτφρ. Ειρήνη Σταματοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο), εκ των ων ουκ άνευ εγκόλπιο εικαστικών και φιλότεχνων. Μόλις πριν από μερικές εβδομάδες οι εκδόσεις Αντίποδες κυκλοφόρησαν το υβριδικό πόνημα «Η κόκκινη τέντα της Μπολόνιας», μεταφρασμένο άρτια από τον συγγραφέα Δημήτρη Καρακίτσο.
Εδώ, ο Μπέρτζερ συνδυάζει, μέσα από ένα αριστοτεχνικό μοντάζ, τη συγκινησιακή αναπόληση με στιγμές της προσωπικής του ιστορίας και την πολιτισμική κριτική με την περιπλάνηση, τη φλανερί, στην πόλη της βόρειας Ιταλίας, θίγοντας ευφυέστατα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα.
«Κι όμως, κάτω από τις στοές ο αντίλαλος αυτών των γεγονότων ηχεί διαφορετικά. Και το βράδυ, η Απόλαυση και η Απελπισία πιάνονται χέρι χέρι για να κάνουν τον περίπατό τους στις στοές», διαβάζουμε στη σ. 37.
Από τις εκδόσεις Αγρα και σε μετάφραση του Ανδρέα Αποστολίδη (κλασικού μεταφραστή αλλά και συγγραφέα αστυνομικών και νουάρ) μας προσφέρεται το ολιγοσέλιδο κομψοτέχνημα «Ενα ρολόι χτυπάει τα Χριστούγεννα» της λατρεμένης ιέρειας του είδους, της Πατρίτσια Χάισμιθ.
Η ατμόσφαιρα είναι χαρμόσυνη και συνάμα υποβλητική. Μικροκλοπές διαπράττονται στο πολυτελές ενδιαίτημα μιας πλούσιας κυρίας και του αυτοδημιούργητου συζύγου της, με αποτέλεσμα να προκληθεί, σταδιακά, μια προσωπική κρίση που, με τον τρόπο της Χάισμιθ, αντανακλά ταξικές και κοινωνικές διαφορές που ο κοινός βίος δεν δύναται να αμβλύνει. Με το πρισματικό, ενίοτε εμπρηστικό, ποιητικό πόνημα «Το αλάτι της τρέλας» του Φρέδυ Γεσσέδ (Fredy Yessed, γενν. Μπογκοτά, 1979) εγκαινιάζεται η σειρά «Βάλε τον ήλιο σύνορο – Σύγχρονη ποίηση από τα ξέφωτα του κόσμου», που διευθύνει η ποιήτρια Αγαθή Δημητρούκα για λογαριασμό των εκδόσεων Πατάκη.
Πρόκειται, υποτίθεται, για παραληρήματα ενός ψυχικά διασαλευμένου ταλαντούχου νεαρού που τα ηχογράφησε στη διάρκεια συνεδριών η νεαρή ψυχοθεραπεύτριά του. Τα κείμενα είναι πυκνά, παθιασμένα, πυρωμένα και δυναμικά, θα έλεγες ένα κοκτέιλ από Αρθούρο Ρεμπώ, Φερνάντο Πεσσόα, και Αντονέν Αρτό.
«Χωρίς το στάξιμο του χρόνου, ο θάνατος είναι μια ακίνδυνη ουσία, ένας μυς με κράμπα, και το αύριο ένα άχρηστο ξύλο, μια χούφτα νερό στο πρόσωπο του Κανένα», ξεσπάει ο ποιητής στη σ. 42. Συναντάμε επίσης φιλοσοφικές εκλάμψεις και διερωτήσεις σχετικά με το νόημα και τη χρήση της γλώσσας και των λέξεων. Τη θαυμαστή μετάφραση υπογράφει η Αγαθή Δημητρούκα.
Οπως η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί, έτσι και το ιδιάζον βιβλίο φαίνεται από τον τίτλο του. Το «Απομονωτήριο λοιμύποπτων ζώων» είναι το πιο πρόσφατο δημιούργημα του εκλεκτού Νικήτα Σινιόσογλου και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κίχλη. Καίτοι διακρίνει ο αναγνώστης κάμποσα κοινά στοιχεία σε όλα τα έργα του Σινιόσογλου, καθένα είναι μια εντελώς πρωτότυπη προσέγγιση στα θέματα που χρόνια τώρα τον απασχολούν.
Είναι το πρώτο βιβλίο στο οποίο εμβυθίστηκα με το νέο έτος και εδώ θα περιοριστώ σε δύο λέξεις, υποσχόμενος μια εμβριθέστερη παρουσίαση αργότερα: είμαι βέβαιος ότι ο Φραντς Κάφκα και ο Σάμιουελ Μπέκετ θα αντάλλασσαν θερμές χειραψίες με τον Σινιόσογλου για τούτο το πόνημα, ενώ κάπου στο βάθος της σκηνής θα μειδιούσε ασμένως ο Εμίλ Σιοράν. «Κάτι τέλος πάντων να συγκρατεί τον κόσμο που θρυμματίζεται πια» υπογράμμισα στη σ. 73.
Face Control
Συμπληρώνουμε μια δεκαετία συναντήσεων, παρέας, συνομιλιών, κρασοκατανύξεων, φιλοσοφικών διαξιφισμών, γνωρίζοντας ότι διαφωνούμε σχεδόν στα πάντα όλα, πλην όμως έχοντας αντιληφθεί ότι το χιούμορ και η αβρότητα είναι καλοί αγωγοί της συνύπαρξης, συν το ότι μοιραζόμαστε και κάποια πάθη, όπως η αγορά γραφικής ύλης και στιλογράφων (αυτών που αποκαλούμε πολεμοφόδια), η απόλαυση εκλεκτού ζύθου, και ο συνδυασμός μιας υφέρπουσας λεπτής ειρωνείας με ξεσπάσματα φαλσταφικών γελώτων. Από το πρώτο του βιβλίο, τον «Αλλόκοτο ελληνισμό», περνώντας στις «Μαύρες διαθήκες», τη «Λεωφόρο ΝΑΤΟ», τον «Καρπό της ασθενείας μου» και φτάνοντας στο «Απομονωτήριο λοιμύποπτων ζώων» (όλα από τις εκδ. Κίχλη), δεν παύω να θαυμάζω την ενίοτε συνθλιπτική ένταση της σκέψης και της λογοτεχνικότητας του Νικήτα Σινιόσογλου.