Μη βρέξει και µη στάξει είχε ο Κυριάκος Μητσοτάκης το δόγµα «νόµος και τάξη». Προνοµιακό πεδίο πολιτικής ήταν για τη Ν∆ η ασφάλεια των πολιτών και η αντιµετώπιση όσων την επιβουλεύονταν. Αν πρέπει να µιλήσουµε ιστορικά, η ασφάλεια και τα παιχνίδια γύρω από τις υποτιθέµενες απειλές εναντίον της ήταν πάντα ένα πολιτικό παιχνίδι φόβου και εξουσίας από τα συντηρητικά κόµµατα. Πολλές φορές σε βαθµό προβοκάτσιας. Στη γειτονική Ιταλία τη δεκαετία του ’70 αποφεύχθηκε η άνοδος της Αριστεράς στην εξουσία µε τη «στρατηγική της έντασης». Οι µυστικές υπηρεσίες της Ιταλίας σε συνεργασία µε ένα παρακρατικό δίκτυο αποτελούµενο από φασίστες δηµιούργησαν κατάσταση χάους µε αλλεπάλληλες βοµβιστικές επιθέσεις που απέδιδαν σε αναρχικούς (µε την ευκαιρία, να δείτε τον «Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού» στο θέατρο Γκλόρια που αφορά ακριβώς το πώς στήθηκε η προβοκάτσια).
Απέναντι στο χάος αυτό η ιταλική χριστιανοδηµοκρατία προέταξε µια ισχυρή κυβέρνηση για να βάλει τάξη στη χώρα. Μια σιδηρά διακυβέρνηση, αυταρχική, που όµως φάνταζε αναγκαία λόγω των συνθηκών, ανέλαβε να λύσει το πρόβληµα που στην ουσία η ίδια είχε δηµιουργήσει µε τους σχεδιασµούς της.
Το πείραµα της Ιταλίας βρήκε διεθνή εφαρµογή µε σκοπό τη συντηρητική στροφή των κοινωνιών. Το 1965 ο µετέπειτα δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος οργάνωσε το σαµποτάζ του Εβρου ρίχνοντας ζάχαρη στα ντεπόζιτα φορτηγών του ελληνικού στρατού ώστε να κατηγορηθούν οι αριστεροί. Αν κάποιος πιστεύει ότι όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν, κάνει µεγάλο λάθος.
Η ασφάλεια χρησιµοποιείται ως εργαλείο και όχι ως πραγµατική ανάγκη της κοινωνίας στην πολιτική πρακτική των συντηρητικών στην Ελλάδα. Ακόµη και η σηµερινή εκτροπή που συντελείται µέσα από τις παρακολουθήσεις πολιτών και θεσµικών παραγόντων εµφανίζεται ως µια υποχώρηση απέναντι στην ασφάλεια. Η αντίληψη που καλλιεργείται είναι ότι δηµοκρατία και ασφάλεια βρίσκονται σε αναγκαία αντιδιαστολή.
Πολύ συχνά εργαλειοποιείται η εθνική ασφάλεια. Εδώ και καιρό για παράδειγµα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δηλώνει µε νόηµα ότι «βρισκόµαστε στον προθάλαµο ενός θερµού επεισοδίου» µε την Τουρκία χωρίς να κάνει τον κόπο να εξηγήσει πώς προκύπτει αυτό. Πώς περάσαµε από το «Oruç Reis» που το παρασέρνει ο άνεµος στην απειλή; Πώς αδειάζουµε τα νησιά από όπλα τα οποία στέλνουµε στην Ουκρανία, ενώ υπάρχει πιθανότητα επεισοδίου που ψήνεται στον κατά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο προθάλαµο;
Επί τρία χρόνια η κυβέρνηση δηµιούργησε έναν κολοσσιαίο αστυνοµικό µηχανισµό –ενώ είχαµε ανάγκη από γιατρούς και νοσοκόµους/ες– τον οποίο χειρίζεται από τη µια πλευρά ως εκλογική πελατεία και από την άλλη ως απόδειξη ότι υπάρχει πρόβληµα µε την ασφάλεια. Προς απόδειξη της απειλής στην ασφάλεια η αστυνοµία µπουκάρει πότε στα Εξάρχεια και πότε στα πανεπιστήµια δηµιουργώντας τις προϋποθέσεις για αυτοεπιβεβαιωµένη προφητεία.
Η τακτική φαντάζει αποτελεσµατική και παράγει φόβο στα στρώµατα των εύπιστων και φιλήσυχων πολιτών. Προκειµένου να σωθούµε ας κάνουµε έκπτωση στα δικαιώµατα και ας κλείσουµε τα αυτιά σε όποιον λέει ότι αυτό είναι επικίνδυνο. Στην παραδοσιακή όµως εξίσωση «φοβάµαι άρα υποτάσσοµαι» έχει υπεισέλθει ένας αστάθµητος παράγοντας για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Είναι οι αποκαλύψεις για το τι ακριβώς κάνει η αστυνοµία.
Ταξίαρχοι και στρατηγοί, υπαστυνόµοι και αστυνόµοι φαίνεται ότι παίρνουν παράσηµα από το αρχηγείο της µαφίας και φυσικά χρήµα. Η Greek mafia δεν είναι εντυπωσιακός προσδιορισµός για ρεπορτάζ αλλά παγιωµένη κατάσταση στο εσωτερικό της αστυνοµίας.
Πάνω από 20 εκτελέσεις µελών της µαφίας έχουν γίνει σε δύο χρόνια και αυτό δεν αποκαλύπτει ξεκαθάρισµα λογαριασµών, αλλά διατάραξη της ισορροπίας στις εγκληµατικές οµάδες στις οποίες συµµετέχουν υψηλόβαθµοι αστυνοµικοί.
∆εν πρόκειται για µεµονωµένα περιστατικά κατά το αστυνοµικό κλισέ αλλά για δοµηµένη κατάσταση.
Οι µαφιόζοι έχουν διασυνδέσεις µε το πολιτικό σύστηµα, µε την ηγεσία των διωκτικών αρχών και οριζόντια επέκταση στην αστυνοµία. Τα αποδεικτικά στοιχεία για τη σχέση αστυνοµίας και µαφίας εξαφανίζονται ή κρύβονται σε δικογραφίες µε το πρόσχηµα της συνεχούς έρευνας. Την ώρα που κάποιος γίνεται αρχηγός της αστυνοµίας σε κάποιο συρτάρι µπορεί να υπάρχει ένα κινητό τηλέφωνο (ναι, έχει συµβεί) µε µηνύµατα που αποδεικνύουν τη σχέση του µε τη µαφία.
Οι µαφιόζοι δίνουν εντολές σε αστυνοµικούς να µπουν σε παρακολούθηση τηλέφωνα που τους ενδιαφέρουν, ενώ έχουν πάντα πληροφόρηση για όσες επιχειρήσεις σχεδιάζονται εναντίον τους.
Το χειρότερο είναι ότι όλα αυτά είναι γνωστά στην αστυνοµία και αντί να δηµιουργούν αντιδράσεις, χρησιµοποιούνται ως επιχείρηµα για να δικαιολογηθεί η γενίκευση της διαφθοράς. «Αφού το κάνει ο στρατηγός, τι να κάνει ο αστυφύλακας;» είναι ένα συνηθισµένο επιχείρηµα.
Το αποδεικτικό υλικό από τη διασύνδεση της αστυνοµίας µε τη µαφία δεν προωθείται σε εισαγγελείς αλλά γίνεται υλικό εκβιασµού. Υστερα από χρόνια κανένας δεν µιλάει γιατί αποτελεί κοµµάτι στο κουβάρι της συνενοχής.
Κανένα φαινόµενο διαφθοράς όµως –και κυρίως αυτό που αφορά την αστυνοµία– δεν θα µπορούσε να επιβιώνει και να αναπαράγεται αν δεν είχε σύνδεση µε το πολιτικό σύστηµα. Η µαφία υπάρχει και ελέγχει την αστυνοµία γιατί έχει πολιτικούς προστάτες που ορίζουν τη σχεδόν κοινή επετηρίδα της αστυνοµίας και του εγκλήµατος.
Την προηγούµενη εβδοµάδα η εφηµερίδα «Το Βήµα» δηµοσίευσε συνοµιλίες µεταξύ του νεκρού αρχηγού της Greek mafia και αστυνοµικών. Σε αυτήν τη συνοµιλία ο µαφιόζος καλεί τους αστυνοµικούς να κάνουν αυτό που θέλει και στη συνέχεια να πληρωθούν. Η συνοµιλία αυτή υπάρχει στο αναξιοποίητο από την αστυνοµία κινητό τηλέφωνο του µαφιόζου. Είναι κοινό µυστικό στην αστυνοµία ότι ο συνοµιλητής του µαφιόζου είναι στρατηγός της ΕΛΑΣ που διατέλεσε µέλος της ηγεσίας.
Τι έκανε ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη όταν αποκαλύφθηκαν οι συνοµιλίες; Μίλησε µε τις γνωστές κοινοτοπίες για τη ∆ικαιοσύνη που θα κάνει τη δουλειά της και το µαχαίρι που θα φτάσει στο κόκαλο.
Τα µέσα ενηµέρωσης φροντίζουν πάντα να αποκρύπτουν την εικόνα της διαφθοράς και να αποδίδουν σε όσα συµβαίνουν στοιχεία αστυνοµικού ρεπορτάζ µε γαργαλιστικές πολλές φορές λεπτοµέρειες. Πώς ζούσε ο µαφιόζος, πώς αιφνιδιάστηκε από τον εκτελεστή του και πόσο όµορφη ήταν η συνοδός του. Στα ρεπορτάζ δεν θα υπάρξουν λεπτοµέρειες άλλου είδους. Για παράδειγµα ότι στην επιχείρηση που είχε στήσει ως νόµιµη βιτρίνα ο µαφιόζος τα εγκαίνια έκανε ένας υπουργός που είδε στο πρόσωπο του εγκληµατία έναν επιχειρηµατία-εραστή της ανάπτυξης. Οτι ενώ είχε µηδενική φορολογική δήλωση κυκλοφορούσε µε θωρακισµένο τζιπ αξίας εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ που δεν προξένησε ποτέ την απορία των αρχών.
Στη µαφία και πολύ περισσότερο στο κοµµάτι της που υπάρχει και λειτουργεί στην αστυνοµία υπάρχει πολιτική προστασία µε νονούς που έχουν βαρύ πολιτικό όνοµα. Στο βιβλίο του µε τίτλο «McMafia» ο πολύ καλός δηµοσιογράφος και φίλος Μίσα Γκλένι αναρωτιέται πώς ενώ τα κράτη σε όλο τον κόσµο κάνουν στρατιωτικές και αστυνοµικές επιχειρήσεις ενάντια σε τροµοκράτες, τα θύµατα των οποίων είναι µερικές δεκάδες, δεν έκαναν ποτέ συντονισµένες και αποτελεσµατικές επιχειρήσεις εναντίον της µαφίας που σε κάθε χώρα έχει εκατοντάδες θύµατα και επιπλέον απoκτά διεθνή δικτύωση. Ο Γκλένι απαντά ότι αυτός ο παραλογισµός σχετίζεται µε τη σχέση που διατηρεί η µαφία µε την πολιτική. Η µαφία γίνεται όλο και πιο πολύ βραχίονας της πολιτικής. Το κοµµάτι της που είναι στην αστυνοµία εξυπηρετεί φυσικά την πολιτική ποικιλοτρόπως. Οταν χρειαστεί µας θυµίζει πόσο κινδυνεύουµε.