Μαδάει τη μαργαρίτα των εκλογών ο Μητσοτάκης

Στο Μαξίμου δεν συζητούν αν θα στηθούν πρόωρες κάλπες αλλά πότε

Οκυβερνητικός εκπρόσωπος όπως ήταν φυσικό έσπευσε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις που δημιούργησε το τελευταίο –και προεκλογικού χαρακτήρα– διάγγελμα του πρωθυπουργού και να διαψεύσει τις σχετικές φήμες περί εκλογών που είχαν κυκλοφορήσει στη δημοσιογραφική και πολιτική πιάτσα από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης και από τους ενσωματωμένους εκδότες και «δημοσιογράφους».

Ακόμη και μετά την τοποθέτηση όμως του ίδιου του πρωθυπουργού στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή» οι σχετικές αναλύσεις και εισηγήσεις από τους στρατευμένους παράγοντες των ΜΜΕ που θέλουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη «Ελληνα Τσόρτσιλ» επιμένουν. Τις πρόωρες εκλογές εισηγούνται σταθερά και δύο κορυφαίοι υπουργοί του, ο Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος και ο Ανάπτυξης Αδωνης Γεωργιάδης. Ο μεν κ. Θεοδωρικάκος από την αρχή της διακυβέρνησης έχει την ίδια άποψη που συμπυκνώνεται στο 2+4, δηλαδή εκλογές μέσα στην πρώτη διετία για ανανέωση του χρόνου και εξάντληση της τετραετίας στη συνέχεια. Ο κ. Γεωργιάδης όπως και οι υπόλοιποι… Ταλιμπάν του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου, πολιτικοί και εκδότες, θεωρούν ότι τώρα είναι ο κατάλληλος χρόνος για να δοθεί η χαριστική βολή στον Αλέξη Τσίπρα και στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μία κατά κράτος επικράτηση, όπως λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο, θα ανοίξει θέμα ηγεσίας και θα βάλει τον ΣΥΡΙΖΑ σε παρατεταμένη εσωστρέφεια. Προς την κατεύθυνση αυτή, λένε, συνηγορούν τα ευρήματα όλων των δημοσκοπήσεων που δείχνουν εκτίναξη της αποδοχής του Κυρ. Μητσοτάκη και της διαφοράς της ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ που έφτασε μέχρι και 47% έναντι 27%. Ενδεικτικό τού ότι τα σενάρια των πρόωρων εκλογών δεν έφυγαν ποτέ από το τραπέζι του Μεγάρου Μαξίμου είναι ότι σε όλη την περίοδο του lockdown συνεχίζονται οι δημοσκοπήσεις που μετρούν πέρα από την αποδοχή των μέτρων, τη δημοφιλία και την καταλληλότητα του Κυρ. Μητσοτάκη, τη δημοφιλία των υπουργών του και τη διαφορά στην πρόθεση ψήφου μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ.

Το βασικό άγχος του κυβερνητικού επιτελείου προέρχεται από την οικονομία και πώς θα μεθοδεύσουν μια «αποκατάσταση της κανονικότητας» που θα είναι σύμφωνη με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο των μεταρρυθμίσεων. Αν και περιμένουν τις αποφάσεις της ΕΕ, λαμβάνουν υπόψη το αρνητικό σενάριο σύμφωνα με το οποίο η ύφεση μπορεί να ξεπεράσει το 10% με συνακόλουθα χιλιάδες λουκέτα σε επιχειρήσεις, απολύσεις, μειώσεις μισθών όχι μόνο στον ιδιωτικό αλλά και τον δημόσιο τομέα, περικοπές συντάξεων, νέο κύμα «κόκκινων» δανείων και ληξιπρόθεσμων οφειλών σε εφορία και ασφαλιστικά ταμεία. Οσοι αναζητούν επιχειρήματα υπέρ των εκλογών υποστηρίζουν ότι μόνο ένα συνολικό και σε βάθος χρόνου σχέδιο ανόρθωσης της οικονομίας που θα εξελιχθεί σε δύο τρία χρόνια μπορεί να επαναφέρει την κανονικότητα. Και αυτό απαιτεί ισχυρή κυβέρνηση που θα έχει καταθέσει το σχέδιό της και θα έχει νωπή εντολή. Μέχρι στιγμής πάντως το μόνο επεξεργασμένο σχέδιο που έχει η κυβέρνηση είναι για την πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας κατά τις υποδείξεις του ΣΕΒ. Μερική απασχόληση, μισές αμοιβές, επέκταση του μοντέλου των δανεικών εργαζομένων είναι η κανονικότητα της επόμενης ημέρας.

Οπλο ο φόβος

Μέχρι και το ξέσπασμα της κρίσης είχε ήδη διαφανεί ότι η όποια δυναμική της κυβέρνησης είχε αρχίσει να εξαντλείται: οι γενναίες μεταρρυθμίσεις δεν έγιναν και φυσικά επενδύσεις που να αλλάζουν το οικονομικό τοπίο δεν ήρθαν. Η «εμβληματική επένδυση στο Ελληνικό» μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου είχε μετατραπεί σε εμβληματική διάψευση των προσδοκιών. Η κυβέρνηση είχε κάνει ήδη κωλοτούμπα στο μακεδονικό προσχωρώντας στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, είχε αποτύχει στο προσφυγικό – μεταναστευτικό και στα ελληνοτουρκικά, όπου ο Ερντογάν έφτασε να αμφισβητεί την ΑΟΖ στα νότια της Κρήτης, και, το σημαντικότερο, είχε καταγράψει κάμψη στην οικονομία στο τελευταίο τρίμηνο του 2019 και το πρώτο δίμηνο του 2020. Συνολικά, στο τέλος Φεβρουαρίου διαφαινόταν η ταχεία αποδόμηση της κυβέρνησης και η προοπτική του τέλματος. Μόνο που όλα αυτά θα επανέλθουν στο προσκήνιο με μεγαλύτερη ένταση μετά την υπέρβαση της υγειονομικής κρίσης. Γι’ αυτό και όσοι επιμένουν στις εισηγήσεις τους για εκλογές υποστηρίζουν ότι χρειάζεται ένα συνολικό restart της κυβέρνησης και ο κατάλληλος χρόνος είναι τώρα, όσο το πολιτικό κλίμα προσδιορίζεται από τον φόβο της κοινωνίας και τη «θετική αντιμετώπιση της κυβέρνησης».

Πιο κοντά ο ανασχηματισμός

Οι αποκαλύψεις του Documento για το πρόγραμμα κατάρτισης των επιστημόνων με voucher αποτέλεσαν προσωπικό πλήγμα για τον πρωθυπουργό, που αναγκάστηκε να παρέμβει για να ακυρώσει το πρόγραμμα αδειάζοντας τον υπουργό Εργασίας. Φυσικά το πρόγραμμα που κατάρτισε ο Γιάννης Βρούτσης (μαζί με τη γενική γραμματέα του υπουργείου Αννα Στρατινάκη την οποία κληρονόμησε από το ΠΑΣΟΚ και αποτελεί δεξί του χέρι) από την αρχή ήταν εν γνώσει του Μεγάρου Μαξίμου. Μετά τις αποκαλύψεις όμως ξεκίνησε το damage control από το κυβερνητικό επιτελείο, προκειμένου να μειωθεί η ζημιά στην εικόνα του πρωθυπουργού. Στο πλαίσιο αυτό συζητήθηκε να υποχρεωθεί ο Γ. Βρούτσης σε παραίτηση για λόγους ευθιξίας, αλλά κρίθηκε ότι η ζημιά θα ήταν μεγαλύτερη αφού θα πιστώνονταν την απομάκρυνση ο Αλ. Τσίπρας και τα μέσα ενημέρωσης που ανέδειξαν το θέμα. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν απάντησε αν ο Γ. Βρούτσης υπέβαλε την παραίτησή του, περιορίστηκε να πει ότι «απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του πρωθυπουργού». Σε κάθε περίπτωση είναι υπό προθεσμία. Η όλη υπόθεση των vouchers αποκάλυψε ότι πίσω από την «επιτυχημένη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης» και τον γενικευμένο φόβο της επιδημίας η κυβέρνηση θέλησε να κρύψει την κακοδιαχείριση του δημόσιου χρήματος. Επιπλέον η όλη υπόθεση ανατρέπει το αφήγημα του Κυρ. Μητσοτάκη για τη μεσαία τάξη. Επιπλέον φέρνει πιο κοντά τον ανασχηματισμό και πάντως μέχρι το τέλος Ιουνίου. Το σκεπτικό είναι ότι στο επόμενο κυβερνητικό σχήμα «θα πρέπει να υπάρχουν περισσότεροι σαν τον Σωτήρη Τσιόδρα και τον Νίκο Χαρδαλιά». Φυσικά και οι δύο έχουν θέση στην επόμενη κυβέρνηση. Η λογική πάντως είναι πρόσωπα με τεχνοκρατικό περιτύλιγμα που να συγκαλύπτουν τη βαθιά ταξική και αντιλαϊκή πολιτική της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης της ΝΔ.