Αντί η Δικαιοσύνη να μπει ανάχωμα στην κυβερνητική αδιαφορία και στις παραλείψεις των αρμοδίων, θέτει στο αρχείο τις μηνυτήριες αναφορές γιατρών που κατέδειξαν τις εγκληματικές ευθύνες των κυβερνώντων
«Φημί γαρ εγώ είναι το δίκαιον ουκ άλλο τι ή το του κρείττονος συμφέρον» (λέγω πως τίποτε άλλο δεν είναι το δίκαιο παρά το συμφέρον του ισχυροτέρου) είχε γράψει ο Πλάτωνας και δυστυχώς για ακόμη μια φορά το βλέπουμε να επιβεβαιώνεται, πληγώνοντας το κύρος της ελληνικής Δικαιοσύνης. Οπως αποκαλύπτει σήμερα το Documento, τουλάχιστον τρεις μηνυτήριες αναφορές σχετικές με την τραγική κατάσταση στα δημόσια νοσοκομεία που έδειχναν ποινικές ευθύνες αρμοδίων έχουν μπει στο αρχείο.
Πρόκειται για ιδιαίτερα σημαντικές αναφορές νοσοκομειακών γιατρών και εργαζομένων στην υγεία, οι δύο εκ των οποίων κατατέθηκαν την άνοιξη του 2021 στη Δικαιοσύνη, όταν ήδη μετρούσαμε χιλιάδες νεκρούς. Αναφορές με σοβαρότατες, εμπεριστατωμένες καταγγελίες, μεταξύ άλλων για ελλείψεις σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και έλλειψη μονάδων εντατικής θεραπείας, με αποτέλεσμα πολλοί ασθενείς να πεθαίνουν εκτός… ΜΕΘ.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά κι ενώ οι ήρωες του ΕΣΥ αναρωτιούνταν για την τύχη των καταγγελιών τους, οι αναφορές τους αρχειοθετούνταν από τη Δικαιοσύνη.
Την ίδια Δικαιοσύνη που έρχεται τώρα να παραγγείλει νέα έρευνα για τα στοιχεία της μελέτης του καθηγητή Παθολογίας – Λοιμωξιολογίας Σωτήρη Τσιόδρα και του καθηγητή Δημόσιας Υγείας Θεόδωρου Λύτρα σύμφωνα με την οποία το 87% των ασθενών που διασωληνώνονται εκτός ΜΕΘ οδηγείται… στον θάνατο.
Μια μελέτη που δικαιώνει απόλυτα τους νοσοκομειακούς γιατρούς, οι οποίοι τα έλεγαν μήνες πριν αλλά δεν είχαν την τύχη να εισακουστούν ούτε από την πολιτική ηγεσία του τόπου αλλά ούτε από τη Δικαιοσύνη.
Τα τρία «stop» της Δικαιοσύνης
Επί μήνες ολόκληρους νοσοκομειακοί γιατροί και εργαζόμενοι στην υγεία φώναζαν δημοσίως για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από την κυβέρνηση για τη θωράκιση του ΕΣΥ. Ακόμη και στο πρώτο κύμα της πανδημίας, όταν κυβερνητικά στελέχη και η σύζυγος του πρωθυπουργού ζητούσαν να χειροκροτούμε από τα μπαλκόνια τους «ήρωες γιατρούς», αυτοί κρατούσαν χαμηλούς τόνους. Αντί για πανηγυρισμούς έκρουαν δημοσίως τον κώδωνα του κινδύνου ενόψει του επερχόμενου δεύτερου κύματος της πανδημίας. Μάταια όμως. Η κυβέρνηση απολάμβανε τον μύθο της «νίκης επί της πανδημίας» και της «ασφαλούς χώρας», κωφεύοντας στις εκκλήσεις τους. Οταν μήνες μετά είδαν και απόειδαν και ενώ η κατάσταση στα δημόσια νοσοκομεία είχε φτάσει στο απροχώρητο, με την πολιτική ηγεσία όχι μόνο να μην τους ακούει αλλά να μη δέχεται καν συνάντηση μαζί τους, αναγκάστηκαν να στραφούν στη Δικαιοσύνη. Στο τελευταίο καταφύγιο των πολιτών και των αδυνάτων απέναντι στην αυθαιρεσία των ισχυρών.
Ετσι, τον Μάρτιο του 2021, αφού πρώτα συγκέντρωσαν στοιχεία, κατέθεσαν αναφορά στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Αρχικά η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ), στη συνέχεια το Σωματείο Εργαζομένων του Θριάσιου Γενικού Νοσοκομείου Ελευσίνας. Εξάλλου, αυτεπάγγελτη έρευνα υπήρξε στη Θεσσαλονίκη μετά τις σοβαρές καταγγελίες του διευθυντή της Β΄ ΜΕΘ του νοσοκομείου «Παπανικολάου» Νίκου Καπραβέλου. Ολες οι αναφορές είχαν κοινό παρονομαστή τις τραγικές συνθήκες στα δημόσια νοσοκομεία και την έλλειψη μονάδων εντατικής θεραπείας αλλά και εξειδικευμένου ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, με αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να πεθαίνουν αβοήθητοι εκτός ΜΕΘ.
Οι αναφορές αυτές ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες του Documento, τέθηκαν στο αρχείο μετά τη διενέργεια προκαταρκτικών ερευνών.
Πρόσφατα μάλιστα η πρόεδρος της ΟΕΝΓΕ Αφροδίτη Ρέτζιου αναρωτιόταν έξω από τον Αρειο Πάγο πού βρίσκεται η έρευνα για όσα κατήγγειλαν για το έγκλημα σε βάρος του ΕΣΥ, «της οποίας η τύχη αγνοείτο».
Εισαγγελική παρέμβαση μετά το «ΟΚ» Πλεύρη
Εκτός από αργά, τα αντανακλαστικά της Δικαιοσύνης αποδεικνύονται και φοβικά όταν αφορούν ενδεχόμενες ευθύνες κρατικών αξιωματούχων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι εισαγγελικές παρεμβάσεις που έγιναν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη σχετικά με τις καταγγελίες του επικεφαλής της ΠΟΕΔΗΝ Μιχάλη Γιαννάκου περί ΜΕΘ που κρατούνται για VIP ασθενείς. Οι καταγγελίες είχαν γίνει από τον πρόεδρο της ΠΟΕΔΗΝ στις 8 Δεκεμβρίου και είχε προκληθεί πάταγος.
Μία μέρα μετά, 9 Δεκεμβρίου, ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης βρισκόταν στην εκπομπή «Αταίριαστοι» στην τηλεόραση του Σκάι. Ερωτηθείς για τις καταγγελίες Γιαννάκου, σε έντονο ύφος ανέφερε:
«Δεν περιμένω την εισαγγελία να κινηθεί, κινούμαι εγώ και ζητώ από την εισαγγελία να ελέγξει τις ψευδείς και συκοφαντικές αναφορές που έγιναν». Πράγματι λίγο μετά υπήρξαν παρεμβάσεις τόσο από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθήνας όσο και από την αντίστοιχη της Θεσσαλονίκης προκειμένου να διερευνήσουν τις καταγγελίες Γιαννάκου.
Μ’ αυτά και με τ’ άλλα όμως εύλογα πολίτες αλλά και γιατροί προβληματίζονται για την τύχη και όσων ερευνών εκκρεμούν ακόμη στη Δικαιοσύνη σχετικά με τα δημόσια νοσοκομεία. Θα καταφέρει η Δικαιοσύνη να υψώσει το ανάστημά της και βάζοντας στη ζυγαριά τα ύψιστα των αγαθών, που είναι η ανθρώπινη ζωή αλλά και η αξιοπρέπεια του ασθενή απέναντι στην αρρώστια, να αντικρίσει κατάματα το χάλι των δημόσιων νοσοκομείων και όχι τις θολές διαστρεβλωτικές αντανακλάσεις μιας υποκριτικής πολιτικής; Ιδού η Ρόδος…
Στον κάλαθο των αχρήστων οι μηνύσεις
Ξετυλίγοντας το κουβάρι όλων των ερευνών που διενέργησε η Δικαιοσύνη, κατά κανόνα όχι αυτεπαγγέλτως αλλά έπειτα από μηνυτήριες αναφορές οι οποίες εμπεριείχαν συγκλονιστικά στοιχεία που αφορούσαν ανθρώπινες ζωές που χάνονταν και εξακολουθούν να χάνονται άδικα εξαιτίας της άρνησης της κυβέρνησης να θωρακίσει το ΕΣΥ εν μέσω φονικής πανδημίας, καταλήγουμε σε ένα ζοφερό συμπέρασμα: η Δικαιοσύνη δεν έδειξε διάθεση να θέσει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων.
Οι χειροπιαστές αποδείξεις που υπήρχαν στις μηνυτήριες αναφορές για την άθλια κατάσταση των δημόσιων νοσοκομείων «σκόνταψαν» είτε πάνω σε νομικίστικες αγκυλώσεις που υπερκέρασαν την ουσία είτε στην άρνηση των λειτουργών της Θέμιδας να φέρουν εύλογες αντιρρήσεις στα «ακαταδίωκτα» που φρόντισε να νομοθετήσει η κυβέρνηση υπέρ του συμφέροντος του δυνατού, για την ασυλία δηλαδή των συνεργατών της-μελών των διάφορων επιστημονικών επιτροπών, αλλά πρωτίστως των ίδιων των στελεχών της που είναι αρμόδια για τη διαχείριση της πανδημίας.
Απόλυτα ενδεικτική της θλιβερής στάσης της Δικαιοσύνης, που «δεν μπορεί να είναι μια αφηρημένη έννοια σε έναν ιδεατό κόσμο» (φράση που ανήκει στον καθηγητή Οικονομικών και Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και κάτοχο του βραβείου Νόμπελ Οικονομίας Αμάρτια Σεν), είναι η απραξία της απέναντι στην πρόσφατη συγκλονιστική καταγγελία της γιατρού του Νοσοκομείου Νίκαιας και μέλους της ΕΓ ΟΕΝΓΕ Δήμητρας Σταματέλου στη ραδιοφωνική εκπομπή του Νίκου Μπογιόπουλου.
«Ζούμε καταστάσεις που ρυθμίζουμε τους αναπνευστήρες σε διασωληνωμένους ασθενείς και το σύστημα του οξυγόνου δεν δίνει οξυγόνο. Ρυθμίζουμε την παροχή να δίνει 100%, μετά βίας φτάνει 20%, ρυθμίζουμε την παροχή να δίνει 60%, μετά βίας φτάνει 40%. Ηδη έχουμε καταγγείλει πολλές φορές ότι ο αριθμός των ασθενών είναι πολύ παραπάνω από αυτόν που μπορεί να αντιμετωπίσει με ασφάλεια το νοσοκομείο και ζούμε καθημερινά καταστάσεις κατά τις οποίες έχουμε ασθενείς που χρειάζονται υψηλές παροχές οξυγόνου και το σύστημα δεν μπορεί να τις δώσει. Δεν μπορούμε να παίζουμε τη ζωή των ασθενών μας κορόνα γράμματα επειδή δεν έχει την επάρκεια και την υποδομή ένα νοσοκομείο το 2021 να νοσηλεύσει έναν αριθμό ασθενών και πάνω».
Ούτε αυτή η καταγγελία, όπως και πολλές άλλες δυστυχώς, δεν ενεργοποίησε τα εισαγγελικά αντανακλαστικά. Σχεδόν δύο χρόνια όμως μετά το χτύπημα της πανδημίας κανείς εισαγγελικός λειτουργός από όσους «ερεύνησαν» τα στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους από μηνυτήριες αναφορές ενεργών πολιτών δεν μπορεί να πει ότι δεν γνώριζε.
Η βεβαιότητα αυτή συνάγεται αβίαστα αν μελετήσουμε μία προς μία τις υποθέσεις που έφτασαν στη Δικαιοσύνη, οι οποίες υποστηρίζονταν από συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία.
Ενα χρόνο και πλέον πίσω, κι ενώ βρισκόμασταν στην καρδιά του δεύτερου κύματος της πανδημίας, οι προκαταρκτικές εξετάσεις είχαν ήδη ξεκινήσει ύστερα από μηνυτήριες αναφορές αλλά και δημόσιες καταγγελίες κυρίως νοσοκομειακών γιατρών που έδιναν και δίνουν τη μεγάλη μάχη για να σώσουν όσο περισσότερες ζωές μπορούν κάτω από συνθήκες τραγικές.
Μια από τις πρώτες δικογραφίες που σχηματίστηκαν αφορούσε την καταγγελία του διευθυντή της Β΄ ΜΕΘ του νοσοκομείου «Παπανικολάου» Ν. Καπραβέλου σε ΜΜΕ, ο οποίος επέρριπτε ευθύνες στην Επιτροπή Λοιμωξιολόγων για την κατάσταση με τον κορονοϊό στη Θεσσαλονίκη και την πληθώρα των θανάτων μετά τον ελεύθερο πανηγυρικό εορτασμό της γιορτής του Αγίου Δημητρίου. Ο πνευμονολόγος έκανε λόγο για καταστροφή της πόλης επειδή δεν προβλέφθηκε η σφοδρότητα του δεύτερου κύματος της πανδημίας.
Και ενώ η έρευνα ξεκίνησε, ο γιατρός κλήθηκε και κατέθεσε ενόρκως, η δικογραφία έκανε βόλτες μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας για να καταλήξει στην εισαγγελία της συμπρωτεύουσας. Και ενώ αναμενόταν να κληθούν να εξεταστούν μέλη της Επιτροπής Λοιμωξιολόγων, η υπόθεση αρχειοθετήθηκε.
Νομοθέτησαν… όρκο σιωπής
Λίγους μήνες άλλωστε μετά την καταγγελία Καπραβέλου και αφού ακολούθησαν κι άλλες σχετικές, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη φρόντισε να νομοθετήσει εν μια νυκτί, μετά το ακαταδίωκτο των φίλων της των τραπεζιτών (για το οποίο τουλάχιστον βρέθηκαν κάποιοι δικαστές που αντέδρασαν), το ακαταδίωκτο όλων των μελών επιτροπών που τη συμβουλεύουν σχετικά με το θέμα της διαχείρισης της πανδημίας.
Με βάση αυτή την τροπολογία εξασφαλίστηκε ασυλία όχι μόνο στα μέλη της Επιτροπής Λοιμωξιολόγων και της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, αλλά και στα μέλη της Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας, με την πρόβλεψη μάλιστα ότι τα μέλη αυτών των επιτροπών δεν επιτρέπεται ούτε να εξεταστούν για γνώμη ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Επί της ουσίας δηλαδή η κυβέρνηση Μητσοτάκη νομοθέτησε τον όρκο σιωπής σε κάθε απόπειρα διερεύνησης τυχόν ευθυνών στη διαχείριση της πανδημίας.
Ο σεβασμός στην παράδοση και ο Αδωνης
Για τους θανάτους όμως στη Θεσσαλονίκη, που μετέτρεψαν τη συμπρωτεύουσα σε ελληνικό Μπέργκαμο, κατατέθηκε τον περασμένο Ιανουάριο και μήνυση 138 σελίδων κατά παντός υπευθύνου από τον δικηγόρο Νίκο Διαλυνά και την επίσης δικηγόρο κόρη του και πρώην υποψήφια βουλευτή της ΝΔ στην Α΄ Θεσσαλονίκης Αρτέμιδα Διαλυνά. Ζητούσαν να διερευνηθεί η ύπαρξη τυχόν ποινικών ευθυνών αρμοδίων, μεταξύ των οποίων και πολιτικών προσώπων – αρμόδιων υπουργών, για μέτρα που δεν έλαβαν και συγκεκριμένα για αδικήματα όπως παράβαση καθήκοντος και παρεμπόδιση αποτροπής κοινού κινδύνου, αλλά και έκθεση των πολιτών σε κίνδυνο που σε πολλές περιπτώσεις προκάλεσε και θανάτους.
Ο συνωστισμός στα μέσα μαζικής μεταφοράς
Στη μήνυση, που σύμφωνα με πληροφορίες του Documento σχεδόν ένα χρόνο μετά ερευνάται ακόμη από εισαγγελέα, γινόταν αναφορά σε μια σειρά από «άδικες, παράνομες και αξιόποινες πράξεις και παραλείψεις οι οποίες είχαν αποτέλεσμα την ταχύτατη και ευρεία εξάπλωση του κορονοϊού στη Θεσσαλονίκη». Οπως για παράδειγμα ο «συνωστισμός στα λεωφορεία του ΟΑΣΘ» αλλά και όσα συνέβησαν στον εορτασμό του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη το τριήμερο της 26ης Οκτωβρίου 2020, καθώς αν και οι τοπικές αρχές είχαν εκπέμψει σήμα κινδύνου για την κατάσταση, «οι αρμόδιοι υπουργοί» κώφευσαν, «με αποτέλεσμα να τεθεί σε αδιαμφισβήτητο κίνδυνο η υγεία των συμπολιτών μας».
Μάλιστα μεταξύ πολλών άλλων στοιχείων στη μήνυση περιλαμβανόταν και η on camera παραδοχή του Αδωνη Γεωργιάδη στις 5 Ιανουαρίου 2021 ότι ουσιαστικά είχαν δεχτεί εισηγήσεις από τους λοιμωξιολόγους να μην επιτρέψουν τον εορτασμό του Αγίου Δημητρίου.
«Κάποιοι λοιμωξιολόγοι μας έλεγαν ότι θα έπρεπε να γίνει καραντίνα στη Θεσσαλονίκη πριν από την εορτή του αγίου Δημητρίου. Εμείς από σεβασμό στην παράδοση, στην ορθοδοξία, στην πίστη, δεν βάλαμε καραντίνα πριν από τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, θυμίζω ότι αυτό ήταν το βασικότερο λάθος που έγινε στη Θεσσαλονίκη και το παραδέχθηκε και ο πρωθυπουργός στη Βουλή» είχε αναφέρει ο Αδ. Γεωργιάδης, ο οποίος επιχείρησε στη συνέχεια ανεπιτυχώς να ανασκευάσει.
Στις 8 Ιανουαρίου του 2021 κατατέθηκε από πολίτη της Ελευσίνας αναφορά σχετικά με το άνοιγμα τότε των σχολείων στις περιοχές της δυτικής Αττικής. Ο πολίτης, πατέρας τριών παιδιών, ζητούσε από τις εισαγγελικές αρχές να διερευνήσουν ποια μέτρα έλαβαν κυβέρνηση και υπουργείο Παιδείας για τη διασφάλιση της υγείας μαθητών και εκπαιδευτικών και αποφάσισαν να ανοίξουν τα σχολεία στη δυτική Αττική, όπου το επιδημιολογικό φορτίο ήταν αυξημένο και είχε επιβληθεί παρατεταμένο και αυστηρό lockdown. Μάλιστα ο γονέας ζητούσε να προσκομιστούν τα πρακτικά της συνεδρίασης της επιτροπής επιστημόνων της 7ης Ιανουαρίου, προκειμένου να διακριβωθεί αν με τη θετική εισήγησή τους για το άνοιγμα των σχολείων στη δυτική Αττική προέκυπτε πιθανή τέλεση αδικημάτων.
Και φτάνουμε στον περασμένο Μάρτιο, οπότε κατατίθενται δύο πολύ σοβαρές μηνυτήριες αναφορές στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, με αφορμή τις οποίες διατάχθηκαν δύο εισαγγελικές προκαταρκτικές εξετάσεις που φέρεται να διαβιβάστηκαν προς διερεύνηση σε σώματα επιθεωρητών υγείας και οι οποίες, παρά τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος που είχαν, αφού «ερευνήθηκαν» κάποιους μήνες, εντέλει, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, αρχειοθετήθηκαν.
Τη μία αναφορά κατέθεσε το Σωματείο Εργαζομένων του Θριάσιου Γενικού Νοσοκομείου Ελευσίνας, κάνοντας λόγο για «επικίνδυνες συνθήκες λειτουργίας του νοσοκομείου». Οπως κατήγγειλαν οι εργαζόμενοι, «οι συνθήκες νοσηλείας δεκάδων ασθενών θέτουν σε κίνδυνο τη συνολική λειτουργία του ΓΝΕ ΘΡΙΑΣΙΟ», κάτι που όπως τόνιζαν είχαν επισημάνει από τις 3 Μαρτίου εγγράφως τόσο στον τότε υπουργό Υγείας Βασίλη Κικίλια όσο και στον τότε αναπληρωτή αλλά και στους διοικητές της 2ης ΥΠΕ και του ΓΝΕ ΘΡΙΑΣΙΟ. Οι εργαζόμενοι ζητούσαν από τον εισαγγελέα ΑΠ να διερευνήσει τα όσα κατήγγειλαν, επισημαίνοντας πως «η κλήση και κατάθεση των υπευθύνων αρμοδίων οργάνων θα αναδείξει πιθανά ευθύνες και ποινικού ενδιαφέροντος».
«Τυχόν σιωπή συνιστά αποδοχή»
Εγραφαν ενδεικτικά στην αναφορά τους: «Τυχόν σιωπή, έχουμε τη γνώμη ότι συνιστά αποδοχή.
Η πολιτεία, δια των οργάνων της, οφείλει να μεριμνά για την υγεία όλων των πολιτών. Αυτό είναι η γενική επιταγή του αρθρ. 21 παρ. 3 του συντάγματος… Η ασθένεια Covid-19 είναι μια νέα νόσος. Ο πανδημικός χαρακτήρας της δεν μπορεί να δικαιολογήσει την επιβολή στους ιατρούς και υπόλοιπους εργαζόμενους να αποδεχτούν να παρέχουν υπηρεσίες σε νοσοκομείο μίας νόσου. Η αντιμετώπιση των άλλων ασθενειών δεν μπορεί να παραμελείται με την επίκλησης της εξάπλωσης της Covid-19. Οι συνθήκες νοσηλείας δεκάδων ασθενών θέτουν σε κίνδυνο τη συνολική λειτουργία του ΓΝΕ ΘΡΙΑΣΙΟ. Η γνώμη μας είναι ότι διαπράττεται το αδίκημα του αρθρ. 306 του ΠΚ, αλλά και του αρθρ. 259 του ΠΚ. Συγκεκριμένα, όπως καταγράφουμε στο από 03.03.2021 και με αρ. πρωτ. 546/03.03.2021 έγγραφό μας, το οποίο αποστείλαμε στον υπουργό Υγείας και αναπληρωτή του, αλλά και στους διοικητές της 2ης ΥΠΕ και του ΓΝΕ ΘΡΙΑΣΙΟ: Εκατό ασθενείς με Covid –μετά την πρόσφατη εφημερία του Σαββάτου 6 Μαρτίου– νοσηλεύονται, καταλαμβάνοντας κάθε διαθέσιμο χώρο των κλινικών του 4ου ορόφου, σε επικίνδυνες συνθήκες, όπως επιβεβαιώνεται από αλλεπάλληλα έγγραφα της Επιτροπής Νοσοκομειακών Λοιμώξεων, του διευθυντή Ιατρικής Υπηρεσίας, του προέδρου του Επιστημονικού Συμβουλίου και του διευθυντή της Πνευμονολογικής κλινικής. Κατόπιν εντολών της διοίκησης της 2ης ΥΠΕ, αναπτύχθηκαν πρόσφατα περισσότερες από 46 επιπλέον κλίνες Covid (ΜΕΘ και απλής νοσηλείας), χωρίς καμία ουσιαστική ενίσχυση με προσωπικό, αλλά μόνο με μετακινήσεις από υπάρχοντα, ήδη υποστελεχωμένα, τμήματα, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία τους. Αποτέλεσμα είναι οι επικίνδυνες συνθήκες νοσηλείας των ασθενών, αφού μόνο δέκα ειδικευμένοι παθολόγοι και πέντε ειδικευμένοι πνευμονολόγοι έχουν την ευθύνη για δεκάδες ασθενείς, Covid και μη, που είναι διασκορπισμένοι σε διαφορετικές κλινικές σε διαφορετικούς ορόφους του νοσοκομείου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Πνευμονολογικής κλινικής, όπου ένας μόνο γιατρός εφημερεύει για 69 ασθενείς (!), ενώ παρά τις επανειλημμένες παρεμβάσεις της Επιτροπής Νοσοκομειακών Λοιμώξεων και του σωματείου μας, δεν έχει υλοποιηθεί η απαλλαγή της κλινικής από την εφημερία για τα αμιγώς πνευμονολογικά περιστατικά. Για την ανάπτυξη των εννέα νέων κλινών ΜΕΘ Covid, μετακινήθηκαν γιατροί από το Αναισθησιολογικό και τη Γενική ΜΕΘ – με αποτέλεσμα την ανασφαλή τους λειτουργία, ενώ το ιατρείο Covid του ΤΕΠ εξακολουθεί να στελεχώνεται και με ορθοπαιδικούς, χειρουργούς και καρδιολόγους. Παρόμοιες είναι οι ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό στην Πνευμονολογική, Α και Β Παθολογική –όπου οι ίδιοι εργαζόμενοι, από την αρχή της επιδημίας, βρίσκονται στα πρόθυρα εξάντλησης– αλλά και στην ΩΡΛ, τη Νευροχειρουργική, την Ορθοπαιδική και Χειρουργική, όπου νοσηλεύονται παθολογικά και χειρουργικά περιστατικά. Ανεπαρκέστατο είναι το νοσηλευτικό προσωπικό στη Γενική ΜΕΘ αλλά και στις δύο ΜΕΘ Covid του νοσοκομείου, που οι νοσηλευτές αναγκάζονται να παραμένουν πολλές ώρες, ντυμένοι με προστατευτικές στολές, αφού δεν επαρκούν σε κάθε βάρδια για να καλύψουν τις αυξημένες απαιτήσεις νοσηλείας, ενώ οι τραυματιοφορείς, οι βοηθοί θαλάμου και οι φυσικοθεραπευτές δεν αρκούν για να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες. Γίνονται συνεχώς μετακινήσεις νοσηλευτών για να καλυφθούν, με πρόχειρο τρόπο, οι καθημερινές ανάγκες λειτουργίας. Για να εξοικονομηθεί νοσηλευτικό προσωπικό και κρεβάτια, εκτός από τις περικοπές στα τακτικά χειρουργεία και εξωτερικά ιατρεία, συνεχίζονται εκτεταμένες συμπτύξεις κλινικών με αποτέλεσμα τον δραστικό περιορισμό της λειτουργίας τους. Ουσιαστικά το Θριάσιο νοσοκομείο –που είναι το μοναδικό στη Δ. Αττική– κινδυνεύει να μετατραπεί σε “νοσοκομείο της μίας νόσου”, αφήνοντας εκτεθειμένους εκατοντάδες ασθενείς με άλλες παθήσεις… δεν υπάρχουν θάλαμοι αρνητικής πίεσης, ενώ οι ίδιοι γιατροί παρέχουν ιατρική φροντίδα σε ασθενείς με Covid και μη Covid, ακόμα και σε ομάδες ασθενών υψηλού κινδύνου. Συνάγεται από τα παραπάνω ότι γίνεται προσπάθεια να εμφανισθεί μία εικονική πραγματικότητα κι έτσι ν’ αποκρυφτούν τα σοβαρά προβλήματα που καθημερινά βιώνουν το σύνολο των ασθενών και εργαζομένων στο νοσοκομείο… Παραβλέπεται η αύξηση της νοσηρότητας και της θνητότητας που προκαλείται από τη μετατροπή του ΓΝΕ Θριάσιο ουσιαστικά σε νοσοκομείο μίας νόσου. Στο όνομα αντιμετώπισης της ασθένειας Covid-19 εκτίθενται σε κίνδυνο οι πάντες, εξαιτίας των ανορθολογικών πολιτικών που συνεχίζουν να εφαρμόζονται, ενώ, παράλληλα, όλοι τονίζουν τον κίνδυνο της διασποράς μετάδοσης της ασθένειας Covid… Λέγεται με έμφαση ότι οι ειδικοί προτείνουν τα κατάλληλα μέτρα και η πολιτική ηγεσία υλοποιεί. Είναι αλήθεια ότι δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συζητείται, πώς συζητείται και τι, κυριολεκτικά, αποφασίζεται… στο ΓΝΕ Θριάσιο δεν λαμβάνονται υπόψη αυτά που εισηγούνται οι ειδικοί του νοσοκομείου. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στα έγγραφα που με ευθύνη συνέταξαν και υπέγραψαν η πρόεδρος της Επιτροπής Νοσοκομειακών Λοιμώξεων, ο διευθυντής της Ιατρικής Υπηρεσίας, ο πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου και ο διευθυντής της Πνευμονολογικής Κλινικής του ΓΝΕ Θριάσιο, τα οποία συνυποβάλλουμε. Λυπούμαστε για ό,τι γίνεται. Εχουμε τη γνώμη ότι στις κρίσιμες αυτές στιγμές ο καθένας επιβάλλεται να πάρει θέση».
Οι διασωληνώσεις εκτός ΜΕΘ
Τη δεύτερη αναφορά κατέθεσαν οι νοσοκομειακοί γιατροί για τις συνθήκες νοσηλείας των βαρέως πασχόντων διασωληνωμένων ασθενών εκτός μονάδας εντατικής θεραπείας, με την επιλογή αυτή –της νοσηλείας εκτός ΜΕΘ– να βαρύνει, όπως τόνιζαν, την κυβέρνηση.
Η αναφορά υποβλήθηκε από την ΟΕΝΓΕ δύο ημέρες μετά τις αποκαλυπτικές φωτογραφίες που είχε δημοσιεύσει αποκλειστικά το Documento από το Γενικό Κρατικό Νίκαιας, όπου διασωληνωμένοι ασθενείς βρίσκονταν σε κοινούς θαλάμους ελλείψει κρεβατιών και ήταν απολύτως ενδεικτικές της κατάστασης που είχε προκληθεί από τότε στα δημόσια νοσοκομεία λόγω της εγκληματικής διαχείρισης της πανδημίας από την κυβέρνηση. Βρισκόμασταν τότε στο δεύτερο κύμα της πανδημίας και ήδη η κατάσταση υποδήλωνε τι θα ακολουθούσε σε περίπτωση και τρίτου, ισχυρότερου κύματος, όπως και έγινε.
Σύμφωνα με τα στοιχεία εκείνης της αναφοράς, σε καθημερινή βάση δεκάδες βαρέως πάσχοντες διασωληνωμένοι ασθενείς παρέμεναν εκτός ΜΕΘ σε κοινούς θαλάμους και σε πρόχειρους αναπνευστήρες.
«Οσο για τη στελέχωση πτερύγων νοσηλείας ασθενών πασχόντων από Covid με γιατρούς άσχετων ειδικοτήτων, η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση είναι αυτή που επιλέγει να νοσηλεύονται εκτός ΜΕΘ διασωληνωμένοι ασθενείς, η κυβέρνηση είναι αυτή που επιλέγει να περιθάλπουν γιατροί άσχετων ειδικοτήτων τους ασθενείς πάσχοντες από Covid. Οι νοσοκομειακοί γιατροί καμία τέτοια επιλογή δεν κάνουν» τόνιζαν οι αναφέροντες γιατροί του ΕΣΥ, παραθέτοντας αναλυτικά και όλα τα στοιχεία που επιβεβαίωναν τις καταγγελίες τους.