Μα, φυσικά Τσίπρας…

Το ψευτοδίλημμα «Τσίπρας ή Μητσοτάκης», που έθεσε ο πρωθυπουργός από τη ΔΕΘ, επιχειρώντας να αφυπνίσει δεξιά αντανακλαστικά ενός συντηρητικού ακροατηρίου του μεσαίου χώρου, φαίνεται ότι τελικά ήταν ένα πολιτικό αυτογκόλ.

Γιατί όσο κι αν τα συστημικά ΜΜΕ κατασκευάζουν την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα σύμφωνα με τις επιταγές του Μεγάρου Μαξίμου, όσο και αν πασχίζουν οι ακριβοπληρωμένοι πρωθυπουργικοί επικοινωνιολόγοι να παρουσιάσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως υπερ-επιτυχημένο πρωθυπουργό, οι χαραμάδες αδέσμευτης ενημέρωσης και η πραγματικότητα, όπως τη νιώθουν οι πολίτες στο πετσί τους, δίνουν στο ψευτοδίλημμά του άλλη απάντηση από αυτή που ο ίδιος θα ήθελε.

Στην κοινωνική συνείδηση ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ταυτιστεί με ορισμένες από τις πιο ακραίες μορφές παρεμβατισμού στο κράτος δικαίου, με το σκάνδαλο των υποκλοπών και τις ανήκουστες δικαιολογίες για να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα, με την πρωτιά στις απώλειες από την πανδημία, την πρωτιά στην ενεργειακή φτώχεια και τα δώρα δισεκατομμυρίων στους παρόχους, την πρωτοφανή συρρίκνωση της ελευθεροτυπίας με την ντροπιαστική «λίστα Πέτσα» και τις διώξεις ερευνητών δημοσιογράφων και με την άγρια καταστολή του φοιτητικού κινήματος. Έχει ταυτίσει το πρόσωπό του με τα δισεκατομμύρια των απευθείας αναθέσεων, τη στεγαστική κρίση αλλά και την καταδίκη της Συμφωνίας των Πρεσπών, που με μεγάλη ανακούφιση αξιοποίησε μόλις ήρθε στην κυβέρνηση.

Όλα τα παραπάνω φέρουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα Μητσοτάκη. Δεν είναι μόνο αυτά. Οι ελλείψεις στην υγεία, το κλείσιμο ολόκληρων πανεπιστημιακών τμημάτων, η φτωχοποίηση μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας εξαιτίας της ακρίβειας και της συνακόλουθης υπερφορολόγησης είναι έργα δικά του.

Με τόσα «επιτεύγματα» μέσα σε τρία χρόνια, το ρητορικό ερώτημα που απηύθυνε από το βήμα της ΔΕΘ παραμένει εντελώς… ρητορικό: Τσίπρας ή Μητσοτάκης; Μα, φυσικά Τσίπρας! Γιατί στα τέσσερα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, εν μέσω Μνημονίων και ασφυκτικής επιτροπείας, ο Τσίπρας κατάφερε να δημιουργήσει δημοσιονομικό απόθεμα 35 δισ. ευρώ, για τη στιγμή που θα ήταν δύσκολη η προσφυγή της χώρας στις αγορές, επέλεξε την καθαρή έξοδο από τα Μνημόνια και όχι την πιστοληπτική γραμμή του ESM, δηλαδή ένα νέο Μνημόνιο με σκληρά μέτρα, και ρύθμισε το ελληνικό χρέος με τρόπο που διασφαλίζει τη βιωσιμότητά του και δημιουργεί έναν καθαρό διάδρομο για τη χώρα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030. Το κοινωνικό κράτος στηρίχθηκε ώστε να προσφέρει ανακούφιση σε χιλιάδες συμπολίτες μας, η ανεργία μειώθηκε και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί έλεγξαν αυθαίρετες εργοδοτικές συμπεριφορές.

Επιπλέον, ο Τσίπρας δεν έδωσε δημόσιο χρήμα σε ημέτερους, δεν χαρίστηκε στην πλουτοκρατία, δεν ευνόησε τα ανωτέρα εισοδήματα σε βάρος της λαϊκής τάξης. Ασφαλώς, η μεσαία τάξη θα έπρεπε να τύχει ευνοϊκότερης μεταχείρισης από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό είναι ένα λάθος που έχει αναγνωριστεί από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όμως το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς είναι ακόμη παρόν. Γιατί το πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα δεν ταυτίστηκε με σκάνδαλα και μείζονες υποθέσεις διαφθοράς, όπως οι υποκλοπές. Ταυτίστηκε με την εικόνα του νέου πολιτικού που αγωνιά για το μέλλον της πατρίδας του, του πολιτικού που λαμβάνει δύσκολες αποφάσεις προκειμένου να βγάλει τη χώρα από την επιτήρηση. Και τα καταφέρνει.

Είναι λοιπόν πολιτικό αυτογκόλ το ψευτοδίλημμα που έθεσε ο πρωθυπουργός. Και το έθεσε γιατί ο βοναπαρτισμός και η αλαζονεία του τον εμποδίζουν να πιστέψει ότι ο ελληνικός λαός έχει μνήμη και κρίση. Θεωρεί αδύνατο ότι αυτός ο λαός, ύστερα από δέκα χρόνια Μνημονίων και δύο πανδημίας, μπορεί ακόμη να στέκεται όρθιος και να σκέφτεται καθαρά. Ότι μπορεί, μέσα στη δύσκολη καθημερινότητα που η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαμόρφωσε, να διακρίνει το σωστό από το λάθος, το δίκαιο από το άδικο. Και βεβαίως θεωρεί ότι τα περιθώρια ανοχής του στον νεοφιλελεύθερο κυνισμό του «προσαρμόσου ή πέθανε» είναι ανεξάντλητα. Ο κ. Μητσοτάκης θα αποδειχθεί λάθος στις υποθέσεις εργασίας που κάνει. Αυτό θα φανεί όποτε και αν αποφασίσει να πάει σε εκλογές.

Πηγή: ΤΟ ΠΑΡΟΝ – Έντυπη Έκδοση