Μια βραβευμένη δημοσιογραφική ομάδα δημοσίευσε χθες μια σειρά εγγράφων που φέρεται να αποκαλύπτουν με ποιον τρόπο η πλουσιότερη γυναίκα της Αφρικής μετέφερε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια δημοσίου χρήματος σε λογαριασμούς στο εξωτερικό.
Το 2016, η Διεθνής Κοινοπραξία Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ) με έδρα τη Νέα Υόρκη συνεργάστηκε με εφημερίδες, όπως η Suddeutsche Zeitung του Μονάχου, για να αποκαλύψει το σκάνδαλο με τα Panama Papers.
Στην περίπτωση των Panama Papers, οι πληροφορίες πήγαν από την πηγή που έκανε την αποκάλυψη σε μια γερμανική εφημερίδα, κι από εκεί σε εκατοντάδες δημοσιογράφους σε όλο τον κόσμο.
Αφότου παρέλαβε μια τεράστια συλλογή απόρρητων εγγράφων που ανήκουν σε μια πανίσχυρη δικηγορική εταιρεία στον Παναμά, η γερμανική εφημερίδα αποφάσισε να μοιραστεί τα αρχεία με την ICIJ.
Τα έγγραφα αποκαλύπτουν τις μεθόδους φοροαποφυγής που υιοθετήθηκαν από την εταιρεία Mossack Fonseca, με έδρα τον Παναμά, εκ μέρους των πλουσίων και των ισχυρών.
Το νέο σκάνδαλο με τίτλο “Luanda Leaks”, έχει πρωταγωνίστρια την κόρη του πρώην προέδρου της Ανγκόλας Ζοζέ Εντουάρντο Ντος Σάντος, την Ιζαμπέλ ντος Σάντος, η οποία ζει στη Βρετανία και έχει στην ιδιοκτησία της ακριβά ακίνητα στο κεντρικό Λονδίνο.
Τον περασμένο μήνα οι εισαγγελείς της Ανγκόλας πάγωσαν τους τραπεζικούς λογαριασμούς και τα περιουσιακά στοιχεία της 46χρονης επιχειρηματία και του Κονγκολέζου συζύγου της Σιντίκα Ντοκόλο, κάτι το οποίο η ίδια περιγράφει ως αβάσιμη πολιτική βεντέτα.
“Βασισμένη σε ένα σύνολο περισσότερων από 715.000 εγγράφων η έρευνά μας υπογραμμίζει ένα διάτρητο διεθνές ρυθμιστικό σύστημα που επιτρέπει σε εταιρείες επαγγελματικών υπηρεσιών να εξυπηρετούν τους ισχυρούς χωρίς να διατυπώνουν σχεδόν καμία ερώτηση”, έγραψε η ICIJ.
Η οργάνωση αναφέρει ότι η ομάδα της αποτελούμενη από 120 δημοσιογράφους σε 20 χώρες κατάφερε να εντοπίσει “με ποιον τρόπο ένας στρατός από δυτικές χρηματοπιστωτικές εταιρείες, δικηγόρους, λογιστές, κυβερνητικούς αξιωματούχους και εταιρείες διαχείρισης βοήθησαν (την ντος Σάντος και τον Ντοκόλο) να αποκρύψουν περιουσιακά τους στοιχεία από τις φορολογικές αρχές”.
Η ντος Σάντος χρησιμοποίησε το Twitter για να διαψεύσει τους ισχυρισμούς αυτούς ανεβάζοντας περίπου 30 μηνύματα στα πορτογαλικά και στα αγγλικά και κατηγορώντας τους δημοσιογράφους που εμπλέκονται στην έρευνα ότι “ψεύδονται”.
“Η περιουσία μου είναι χτισμένη πάνω στον χαρακτήρα, την ευφυΐα, την παιδεία μου, τις επαγγελματικές μου ικανότητες και την επιμονή μου”, έγραψε.
Η ίδια μάλιστα επέκρινε “τον ρατσισμό και την μεροληψία” του SIC-Expresso, ενός πορτογαλικού τηλεοπτικού σταθμού και εφημερίδας, μέλους της ICIJ, “που θυμίζουν την αποικιοκρατική εποχή, όταν ένας Αφρικανός δεν μπορούσε ποτέ να θεωρείται ίσος με έναν Ευρωπαίο”.
Σε μήνυμά του στην εφημερίδα The Guardian, ο δικηγόρος της απέρριψε τις αποκαλύψεις της ICIJ χαρακτηρίζοντάς τες “ιδιαίτερα συντονισμένη επίθεση”, ενορχηστρωμένη από τους σημερινούς ηγέτες της Ανγκόλας.
Η ίδια η ντος Σάντος δήλωσε στο BBC Africa ότι οι φάκελοι εντάσσονται σε ένα “κυνήγι μαγισσών” που έχει στόχο να πλήξει την υπόληψη της ίδιας και του πατέρα της.
Η κόρη του πρώην προέδρου ηγείτο της εθνικής πετρελαϊκής εταιρείας της Ανγκόλας, της Sonangol. Τον περασμένο χρόνο το περιοδικό Forbes εκτίμησε ότι η περιουσία της ανέρχεται σε 2,2 δισ δολάρια.
Ο διάδοχος του πατέρα της, ο Ζοάο Λουρένσο, την εξεδίωξε από την εταιρεία αφότου έγινε πρόεδρος το 2017.
Την Τετάρτη η ντος Σάντος ανακοίνωσε ότι εξετάζει το ενδεχόμενο να θέσει υποψηφιότητα για τις επόμενες προεδρικές εκλογές το 2022.
Σύμφωνα με την έρευνα της ICIJ, δυτικές εταιρείες συμβούλων όπως PwC και Boston Consulting Group, “αγνοούσαν τις ενδείξεις” ενώ βοηθούσαν την ντος Σάντος να βγάλει από τη χώρα δημόσιο χρήμα.
Στα έγγραφα που επικαλείται η οργάνωση περιλαμβάνονται επιστολές που δείχνουν πώς οι σύμβουλοι αναζητούσαν τρόπους για να ανοίξουν μυστικούς τραπεζικούς λογαριασμούς.
Ένα εμπιστευτικό έγγραφο φέρεται να συντάχθηκε τον Σεπτέμβριο του 2015 από την εταιρεία Boston Consulting και περιέγραφε ένα σύνθετο σχέδιο μεταφοράς χρημάτων της πετρελαϊκής εταιρείας στο εξωτερικό.
Η έρευνα δημοσίευσε επίσης μια ανάλογη παρουσίαση 99 σελίδων της εταιρείας KPMG.
Καμία από τις αναφερόμενες εταιρείες δεν εξέδωσε άμεσα ανακοίνωση σχετικά με την έρευνα.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)