Με χρέη 25 εκατ. ευρώ και απολυμένους τους τελευταίους 100 απλήρωτους εργαζόμενους, η ελληνική εταιρία ένδυσης Raxevsky βάζει οριστικά λουκέτο.
Όπως έκαναν γνωστό οι εργαζόμενοι της Raxevsky, μετά από μια διαδρομή περίπου 40 ετών, η εταιρεία κλείνει οριστικά, αφού πλέον απολύθηκαν, «χωρίς καν τις νόμιμες αποζημιώσεις».
Στα τέλη του 2016, η εταιρεία που ιδρύθηκε το 1976 έφτασε να απασχολεί πάνω από 250 εργαζόμενους και να ελέγχει δίκτυο με περισσότερα από 50 ιδιόκτητα και franchise καταστήματα σε όλη την Ελλάδα έως το 2008, πήρε το «πράσινο φως» από Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών για το σχέδιο εξυγίανσης που είχε καταθέσει.
Ωστόσο η αναδιάρθρωση της, όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, απέτυχε με αποτέλεσμα οι 100 εργαζόμενοι που έχουν απομείνει να οδηγούνται στην ανεργία, χωρίς αποζημιώσεις και με οφειλές δεδουλευμένων αποδοχών κατά μέσο όρο 14 μισθών για κάθε εργαζόμενο, όπως καταγγέλλουν οι ίδιοι στη χθεσινή τους ανακοίνωση. Αλλά και οι 75 που αποχώρησαν την τελευταία διετία, έφυγαν, όπως καταγγέλλεται στην ίδια ανακοίνωση, χωρίς να τους έχουν καταβληθεί τα δεδουλευμένα.
Η Raxevsky, ιδρύθηκε το 1976 από την Ελένη Raxevsky και τον Γιώργο Μουρτζούχο ως εταιρεία χονδρικής με εξαγωγές σε Γαλλία, Αυστρία, Ολλανδία, Ισπανία, μέχρι ΗΠΑ και Καναδά.
Η ανακοίνωση των εργαζόμενων
«Ένα από τα πιο δυνατά brand name στον χώρο της μόδας και της γυναικείας ένδυσης, με καταστήματα σε όλη τη χώρα, με εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες να την εμπιστεύονται όλα αυτά τα χρόνια, βάζει λουκέτο, παρά το γεγονός ότι μέχρι και σήμερα η θέση της στην αγορά θα μπορούσε να είναι ισχυρή».
Οι εργαζόμενοι επισημαίνουν ότι, «παρά το γεγονός ότι η διοίκηση της εταιρείας μάς οδήγησε, ήδη από το 2012, αργά και σταθερά στην οικονομική ανέχεια, συνεχίσαμε να εργαζόμαστε με θέρμη και πίστη στην ανάκαμψη της εταιρείας, την οποία θεωρούσαμε δυνατή. Μέχρι και τον Ιανουάριο του 2019 συνεχίσαμε, απλήρωτοι ουσιαστικά, να προσφέρουμε αδιαλείπτως τις υπηρεσίες μας, πιστεύοντας αφενός στη “Συμφωνία Εξυγίανσης” που επιτεύχθηκε το 2016, αλλά και τις πρόσφατες διαβεβαιώσεις της διοίκησης ότι καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για τη βιωσιμότητα της εταιρείας, αφετέρου στις δυνατότητες που αποδεδειγμένα η ίδια η εταιρεία είχε στην αγορά».
Παράλληλα, κάνουν λόγο για πολλά ερωτήματα σχετικά με την τελική κατάληξη.
«Γιατί δεν υποστηρίχθηκε η “Συμφωνία Εξυγίανσης” του 2016; Γιατί δεν στηρίχθηκε εμπράκτως η λειτουργία της εταιρείας έκτοτε; Γιατί οι συνεχείς διαβεβαιώσεις περί καταβολής κάθε δυνατής προσπάθειας για την ανάκαμψη της εταιρείας, χωρίς αυτές να συνοδεύονται από αντίστοιχες πράξεις; Και, τέλος, γιατί μια τόσο μεγάλη εταιρεία, με τεράστιες δυνατότητες στην αγορά, αφέθηκε να “αργοπεθαίνει” τα τελευταία χρόνια, ώστε να φτάσουμε σήμερα στο κλείσιμο της;» διερωτώνται.
Όπως τονίζουν, «με προσωπικές θυσίες και στερήσεις, καταβάλλαμε κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου η εταιρεία να σταθεί ξανά στα πόδια της δυνατή. Όμως οι προσπάθειες αυτές ήταν ξεκάθαρα μονόπλευρες, αφού η διοίκηση της άφησε την εταιρεία να αργοπεθαίνει, με τα όποια οικονομικά οφέλη υπήρχαν να μη διοχετεύονται στην εξυγίανση της εταιρείας και τους εργαζόμενους, προσβάλλοντας παράλληλα την αξιοπρέπειά μας, αφήνοντάς μας να ζούμε μέσα στην αμφιβολία, ακόμα και τις τελευταίες στιγμές της λειτουργίας της εταιρείας, ενώ οι ίδιοι είχαν ήδη αποφασίσει από καιρό ότι θα την κλείσουν, όπως τελικώς συνομολόγησαν πρόσφατα σε συνάντησή μας, με τη συμμετοχή των νομικών εκπροσώπων τους».
Σημειώνουν, τέλος, ότι οδηγούνται στην ανεργία και οι τελευταίοι 100 εργαζόμενοι, χωρίς αποζημιώσεις και με οφειλές δεδουλευμένων αποδοχών περίπου κατά μέσο όρο 14 μισθών για κάθε εργαζόμενο, ενώ την τελευταία διετία περίπου άλλοι 75 εργαζόμενοι αποχώρησαν χωρίς να τους έχουν καταβληθεί τα δεδουλευμένα.
«Καλούμαστε να δώσουμε μια σκληρή και άνιση μάχη επιβίωσης για εμάς και τις οικογένειές μας. Παράλληλα, όμως, θα καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για να μας καταβληθούν όλα όσα μας οφείλονται, αλλά και για να απαντηθούν τα ανωτέρω εύλογα ερωτήματα.
Στον αγώνα μας αυτό καλούμε και την Πολιτεία, με όλες τις αρμόδιες Αρχές της, να σταθεί στο πλάι μας» καταλήγουν οι εργαζόμενοι στην εταιρεία «Raxevsky».