Αδιαφορία για την υγεία μπροστά στο κέρδος δισεκατομμυρίων από τις πολυεθνικές όπως η Bayer αποκαλύπτει ευρωπαϊκή έρευνα
Λομπίστες που εξυπηρετούν τα συμφέροντα τεράστιων πολυεθνικών παραγωγής φυτοφαρμάκων συναντιούνται και πίσω από κλειστές πόρτες πιέζουν στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στόχος τους να επηρεάσουν την απόφαση της Κομισιόν σχετικά με την
απαγόρευση της χρήσης στην ΕΕ επικίνδυνων ουσιών που εμπεριέχονται σε φυτοφάρμακα και ζιζανιοκτόνα. Μπορεί να πρόκειται για προϊόντα δυνητικά επικίνδυνα για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον –όπως άλλωστε προκύπτει από πληθώρα επιστημονικών μελετών–, εντούτοις αυτό δεν έχει σημασία. Το σημαντικότερο είναι να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των πολυεθνικών, αφού παίζονται δισεκατομμύρια δολάρια. Ακόμη χειρότερο είναι ότι την απόφαση της επιτροπής προσπαθούν να επηρεάσουν και κυβερνήσεις χωρών όπως οι ΗΠΑ. Μπορεί να ακούγεται σαν σενάριο πολιτικού θρίλερ, ωστόσο είναι η ζοφερή πραγματικότητα του καπιταλισμού.
Επικίνδυνες ουσίες
Το Documento αποκαλύπτει σήμερα την έρευνα «Τοξικά κατάλοιπα από την πίσω πόρτα» του Corporate Europe Observatory (Παρατηρητήριο της Ευρώπης των Πολυεθνικών), η οποία σκιαγραφεί με ντοκουμέντα την αφόρητη πίεση που υφίστανται μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τις πολυεθνικές παραγωγής φυτοφαρμάκων. Η αιτία
είναι ότι η ΕΕ στοχεύει να απαγορεύσει τη χρήση συγκεκριμένων επικίνδυνων ουσιών σε φυτοφάρμακα, για παράδειγμα «αυτές που είναι καρκινογενείς ή ενδοκρινικοί διαταρακτές» όπως σημειώνεται στην επίμαχη μελέτη.
Δεν είναι ασήμαντο ζήτημα. Παγκοσμίως έχει ξεσηκωθεί θύελλα αντιδράσεων εναντίον της πολυεθνικής Bayer, η οποία έχει εξαγοράσει τη Monsanto. Κι αυτό εξαιτίας του ζιζανιοκτόνου Roundup που παράγει η Monsanto, το οποίο εμπεριέχει τη γλυφοσάτη, ουσία που έχει χαρακτηριστεί από τον Διεθνή Οργανισμό Ερευνών για τον Καρκίνο ως «πιθανώς καρκινογόνα για τον άνθρωπο». Ισως έτσι μπορεί να εξηγηθεί ότι –όπως αποκαλύπτει και το παρατηρητήριο– οι περισσότεροι από τους λομπίστες που προσπαθούν να επηρεάσουν τα μέλη της επιτροπής προασπίζονται τα συμφέροντα της Bayer. Οπως άλλωστε επισημαίνεται και στην επίμαχη μελέτη, αναφορικά με την απόφαση της ΕΕ να απαγορεύσει τις συγκεκριμένες επικίνδυνες ουσίες, «οι εταιρείες παραγωγής φυτοφαρμάκων όπως η Bayer – Monsanto, η BASF και η Syngenta έχουν παλέψει εναντίον αυτών των κανονισμών με νύχια και με δόντια. Εν μέρει με επιτυχία».
Μάχη με κάθε κόστος
Κύριο όπλο των πολυεθνικών στη μάχη κατά της επιβολής των συγκεκριμένων κανόνων δεν είναι άλλο από το οικονομικό κόστος: «Η υποτιθέμενη επίπτωση στο διεθνές εμπόριο είναι βασικό όπλο στη μάχη εναντίον των επικίνδυνων κριτηρίων στην ευρωπαϊκή νομοθεσία που αφορά τα φυτοφάρμακα». Τα συγκεκριμένα κριτήρια ορίζουν λεπτομερώς ότι ουσίες που «είναι καρκινογενείς, μεταλλαξιογόνες, τοξικές για την αναπαραγωγή ή ενδοκρινικοί διαταρακτές θα πρέπει να απαγορευτούν προς χρήση σε φυτοφάρμακα.Αυτός είναι ο λόγος που το νέο μέτωπο λόμπινγκ παλεύει με κάθε τρόπο ώστε η συγκεκριμένη απαγόρευση της ΕΕ να μην ισχύσει και για τις επικίνδυνες ουσίες που περιέχονται σε προϊόντα τα οποία εισάγονται από τρίτες χώρες». Το χειρότερο είναι ότι με τις πολυεθνικές συντάχθηκαν η αμερικανική κυβέρνηση και άλλοι εμπορικοί συνεργάτες, ασκώντας σφοδρές πιέσεις στην ΕΕ ώστε «να συνεχίσει να επιτρέπει την εισαγωγή προϊόντων που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες».
Απειλές από τις ΗΠΑ
Αυτή η πίεση προς την Κομισιόν, βάσει ντοκουμέντων που αποκαλύπτει το παρατηρητήριο, ασκήθηκε μέσω «αναρίθμητων» επισκέψεων, επιστολών και εκθέσεων. Οι απειλές για χάρη των συμφερόντων των πολυεθνικών δεν σταμάτησαν εκεί: «Η αμερικανική κυβέρνηση, ο Καναδάς και άλλοι εμπορικοί συνεργάτες άσκησαν πιέσεις για διμερείς συζητήσεις», ενώ δεν διστάσαν να υποβάλουν καταγγελία στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου «απειλώντας τη δημόσια αντιπαράθεση».
Οι πιέσεις τελικά ευδοκίμησαν: «Η επιτροπή απενεργοποιήθηκε, κάτι που σημαίνει ότι τα κατάλοιπα των επικίνδυνων φυτοφαρμάκων που είναι απαγορευμένα στην Ευρώπη μπορεί να είναι ανεκτά σε εισαγόμενα τρόφιμα. Πρόκειται κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τους στόχους της ΕΕ για την προστασία της υγείας, την αποτροπή ζημιάς στο περιβάλλον και έφερνε τους Ευρωπαίους αγρότες αντιμέτωπος με άδικα και διαφορετικά πρότυπα».
Εξίσου σημαντικό είναι και το γεγονός ότι η επιτροπή συνέταξε την επονομαζόμενη εκτίμηση REFIT (κανονιστικό πρόγραμμα καταλληλότητας και αποδοτικότητας) σχετικά με τον κανονισμό λειτουργίας και τους ανώτατους κανονισμούς για τα κατάλοιπα προκειμένου να εκτιμήσουν εάν είναι κατάλληλα για χρήση. Αυτή η εκτίμηση μπορεί να οδηγήσει σε προτάσεις ώστε να αλλάξουν οι επίμαχοι κανονισμοί «προς το καλύτερο ή το χειρότερο». Ο φόβος όμως είναι ότι οι κανονισμοί θα αλλάξουν προς το χειρότερο, αφού παρότι «τα φυτοφάρμακα έγιναν πολύ ευαίσθητο ζήτημα εξαιτίας της γλυφοσάτης (…) η τελική έκθεση της REFIT καθυστέρηση πολλές φορές και πλέον αναμένεται να εκδοθεί την άνοιξη του 2020».
Ωμοί εκβιασμοί
Το γιατί η αμερικανική κυβέρνηση ασκεί τέτοιες πιέσεις εναντίον της ΕΕ μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονίος ότι «περισσότερο από το ένα τέταρτο των ζιζανιοκτόνων που χρησιμοποιώνται σιτς ΗΠΑ είναι απαγορευμένα στην ΕΕ». Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι «από το 504 ενεργά συστατικά που έχουν εγκριθεί στη Βραζιλία, τα 149 είναι απαγορευμένα στην ΕΕ» κι ενώ δύο από τα δέκα πιο επιτυχημένα σε πωλήσεις φυτοφάρμακα στη Βραζιλία επίσης απαγορεύονται στην ΕΕ.
Ενδεικτικό παράδειγμα των ωμών εκβιασμών είναι και το τι φέρεται να είπε – βάσει της επίμαχης μελέτης – Αμερικανός παραγωγός φυτογαρμάκων σε Ευρωπαίους αξιωματούχους ώστε να υιοθετήσουν την αμερικανική προσέγγιση: «Η εταιρεία θα μπορούσε να παράσχει τη λύση (ένα φυτοφάρμακο) για ένα συγκεκριμένο πρόβλημα (επιδημία) μόνο μετά τη συζήτηση και την απόφαση για έγκριση αυτού του φυτοφαρμάκου».
Το λόμπινγκ επεκτάθηκε και στην εκτίμηση REFIT η οποία εξετάζει εάν οι ισχύοντες ευρωπαϊκιοί νόμοι για τα ζιζανιοκτόνα είναι κατάλληλοι. Κι αυτό επειδή μέσω αυτής της διαδικασίας η ευρωπαϊκή νομοθεσία σχετικά με τα φυτοφάρμακα θα μπορούσε να γίνει εκ νέο αντικείμενο διαπραγματεύσεων. Όπως κατήγγειλε το ευρωπαϊκό Δίκτυο Δράσης Φυτοφαρμάκων σχετικά με τη διαβούλευση που αφορούσε το REFIT, «οι 53 ερωτήσεις και υποερωτήσεις που συμπεριλαμβάνονταν στη διαβούλευση ήταν έντονα μεροληπτικές στο να εντοπίσουν πόσο επαχθείς είναι οι κανονισμοί για τα συμφέροντα της βιομηχανίας, παρά για τη χρησιμότητά τους για την υγεία και το περιβάλλον».
«Για το διεθνές εμπόριο»
Τον Φεβρουάριο του 2018 η συμβουλευτική εταιρεία λόμπινγκ ΕΡΡΑ συμβούλεψε το γραφείο της επιτρόπου Ελζμπιέτα Μπιενκόφσκα επειδή «έχουμε μεγάλη εμπειρία ως σύμβουλοι της Bayer», στο πώς θα αλλάξει η επίμαχη νομοθεσία ώστε «να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών εταιρειών όπως η Bayer, ο παγκόσμιος ηγέτης της αγοράς».
Ιδιαιτέρως σημαντικό είναι και το ζήτημα που εγείρεται σχετικά με το κονσερβοποιημένο φαγητό που εμπεριέχει επικίνδυνα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων, αφού εάν δεν συνεχίσει να εισάγει στην ΕΕ, τότε δεν πρέπει να εισάγονται ούτε και τα συγκεκριμένα φυτοφάρμακα. Προκειμένου να αποφύγουν αυτή την εξέλιξη, λομπίστες της Bayer ήρθαν σε επαφή με τα γραφεία των επιτρόπων Γεωργίας καθώς και Υγείας και Κατανάλωσης καθιστώντας σαφές πόσο απειλητική θα ήταν για το διεθνές εμπόριο.
Στο παιχνίδια εκβιασμών που παίζεται πίσω από τις κλειστές πόρτες μπήκε ο Καναδάς. Τον Ιούνιο του 2017 η καναδική ομάδα λόμπι Cereals Canada, που μεταξύ άλλων εκπροσωπεί και την Bayer, ήρθε σε επαφή με την ευρωπαϊκή Επιτροπή Εμπορίου εκφράζοντας έντονη ανησυχία για την πιθανότητα να απαγορευτεί από την ΕΕ η γλυφοσάτη, τονίζοντας ότι δεν υπάρχει νομικός λόγος για να γίνει κάτι τέτοιο.