Το κέρδος ήταν ο μοναδικός οδηγός των πολυεθνικών του φαρμάκου και όχι η υγεία της ανθρωπότητας
Με κομμένη την ανάσα περιμένει η ανθρωπότητα την ανακοίνωση παρασκευής εμβολίου για την Covid-19. Κι ενώ αυτή η στιγμή φαίνεται ότι πλησιάζει, ένα τμήμα του πολιτικού φάσματος και της κοινωνίας αντιμάχεται διεθνώς την έλευση του εμβολίου, είτε επειδή αναπαράγει συνωμοσιολογικές θεωρίες είτε εξαιτίας της αμφισβήτησης για τις φαρμακευτικές πολυεθνικές.
Μπορεί η αναγκαιότητα της παρασκευής εμβολίου να γίνεται όλο και πιο επιτακτική, εντούτοις η αμφισβήτηση για τις πολυεθνικές οφείλεται στο ότι έχουν αποδείξει διαχρονικά ότι έχουν μοναδικό τους σκοπό το κέρδος αδιαφορώντας για τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας.
Ανελέητο λόμπινγκ και μυστικές συμφωνίες
Το Documento έχει αποκαλύψει – αποκλειστικά για την Ελλάδα– δύο μελέτες του Παρατηρητηρίου της Ευρώπης των Πολυεθνικών βάσει των οποίων διαφαίνεται ο σκιώδης ρόλος των φαρμακευτικών κολοσσών: ασκούν ανελέητο λόμπινγκ προς την πολιτική ηγεσία της ΕΕ, καρπώνονται δημόσιο χρήμα για την εκπόνηση μελετών που προάγουν τα οικονομικά τους συμφέροντα και παρά τις παραινέσεις της Κομισιόν από το 2018 δεν είχαν προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο πανδημίας, αφού κάτι τέτοιο δεν θα ήταν κερδοφόρο. Το ανελέητο λόμπινγκ των πολυεθνικών οδηγεί τις άβουλες κυβερνήσεις να κλείνουν συμφωνίες για την εκ των προτέρων προμήθεια εμβολίων που –ακόμη και σήμερα– παραμένει άγνωστο αν θα είναι αποτελεσματικά. Συμφωνίες που γίνονται στα κρυφά και πίσω από κλειστές πόρτες, αφού οι όροι τους δεν ανακοινώνονται.
Στη μελέτη του Παρατηρητηρίου της Ευρώπης των Πολυεθνικών με τίτλο «Εξουσία και κέρδος στη διάρκεια μιας πανδημίας: Γιατί η φαρμακοβιομηχανία χρειάζεται περισσότερο λεπτομερή έλεγχο και όχι λιγότερο», την οποία αποκάλυψε το Documento, αποκαλύπτεται ότι οι πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες εκβιάζουν απροκάλυπτα την πολιτική ηγεσία της ΕΕ και τις κυβερνήσεις ώστε να εξακολουθήσουν να ασκούν τη μονοπωλιακή πρακτική τους. Ακόμη κι εν μέσω πανδημίας.
«Προσοδοφόρες προκαταβολές»
Οι πολυεθνικές διαχρονικά καρπώνονται δημόσιο χρήμα για την ανάπτυξη δυνητικών εμβολίων και εν συνεχεία εξωθούν την πολιτική ηγεσία της ΕΕ να προχωρήσει σε μυστικές συμφωνίες σχετικά με προκαταβολές για εμβόλια τα οποία δεν έχουν ακόμη παραχθεί και ακόμη και σήμερα δεν είναι σίγουρο αν θα είναι αποτελεσματικά ή όχι. Μέσω αυτής της διαδικασίας και του ανελέητου λόμπινγκ οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις χρεώνονται στις πολυεθνικές, οι οποίες δεν διασφαλίζουν καν ότι τα εμβόλια που θα παράγουν θα είναι ισότιμα προσβάσιμα σε όλες τις χώρες. Την ώρα που η ανθρωπότητα περιμένει εναγωνίως την ανακοίνωση της ανακάλυψης εμβολίου αντιμετώπισης της Covid-19, η ζωή των Ευρωπαίων πολιτών κρίνεται ξανά πίσω από τις κλειστές πόρτες των Βρυξελλών.
Η φαρμακοβιομηχανία βάσει της επίμαχης μελέτης αξιοποίησε την ειδική πρόσβασή της ενάντια στην από κοινού προμήθεια θεραπειών στην Ευρώπη, μολονότι επρόκειτο για εργαλείο «που προοριζόταν να αποτρέψει τα κράτη-μέλη να ανταγωνίζονται για φάρμακα και επομένως να αυξάνονται οι τιμές». Η χρησιμοποίηση αυτού του εργαλείου αποφασίστηκε το 2009 ώστε να υπάρχει από κοινού διαπραγμάτευση για την απόκτηση θεραπειών και εμβολίων για την πανδημία.
Ακόμη χειρότερα, οι φαρμακοβιομηχανίες στρέφουν «τη μια πλούσια χώρα εναντίον της άλλης –ενώ αφήνουν τις άλλες με χαμηλούς πόρους πίσω– ώστε να κερδίσουν προσοδοφόρες προκαταβολές αγοράς συμφωνιών για μελλοντικά νέα εμβόλια, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι απαιτούμενες συνθήκες κοινωνικού συμφέροντος». Γεγονός που, όπως είναι εύλογο, δημιουργεί έντονη ανησυχία αναφορικά με το πόσο αυτό θα ισχύσει και στην περίπτωση της Covid-19.
«Απειλεί να παρατείνει την πανδημία»
Αλλωστε, όπως επισημαινόταν στην επίμαχη μελέτη, το μοντέλο μονοπωλιακού κέρδους που οι πολυεθνικές διαχρονικά μάχονται να προστατεύσουν «όντως απειλεί να παρατείνει την πανδημία, αφήνοντας πολλές χώρες ανίκανες να αποκτήσουν αγωγές και εμβόλια».
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το λόμπινγκ των πολυεθνικών, τον Ιούλιο του 2020 υιοθετήθηκε ψήφισμα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που καλούσε «να χρησιμοποιηθεί η από κοινού προμήθεια για την αγορά εμβολίων και αγωγών για την Covid-19 και αυτή να χρησιμοποιηθεί πιο συστηματικά, ώστε να αποφευχθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών-μελών και να εξασφαλιστεί η ισότιμη και προσιτή πρόσβαση σε σημαντικά φάρμακα και ιατρικές συσκευές».
Είχε προηγηθεί όμως ανελέητο λόμπινγκ. Στις 9 Μαρτίου 2020 – σύμφωνα με τη μελέτη– σε συνάντηση που συγκλήθηκε από την επίτροπο Υγείας Στέλλα Κυριακίδη και τον επίτροπο Προμήθειας Εσωτερικής Αγοράς Τιερί Μπρετόν με τις βιομηχανίες φαρμάκων και ιατρικών συσκευών η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία των Φαρμακευτικών Βιομηχανιών και Ενώσεων (EFPIA) διεμήνυσε ότι «θα θέλαμε να συνεχίσουμε να παρέχουμε αυτές τις νέες θεραπείες από τα συνήθη δίκτυα και όχι μέσω της από κοινού προμήθειας». Αυτά τα «συνήθη δίκτυα» είναι «διαπραγματεύσεις τιμολόγησης και αποζημίωσης σε εθνικό επίπεδο, κάτι που θα επιτρέψει στις εταιρείες φαρμάκων να απαιτήσουν υψηλότερες τιμές, χωρίς διαφάνεια σχετικά με το τι πληρώνονται από άλλες χώρες».
«Απίστευτα ευνοϊκοί όροι»
Ως αποτέλεσμα η φαρμακοβιομηχανία αναγκάστηκε να αλλάξει πρακτική, με ιδιοτελείς όμως σκοπούς: «Σχετικά με τα δυνητικά εμβόλια για την Covid-19, η από κοινού προμήθεια είναι ελκυστική για τη βιομηχανία όσο αυτή είναι δεμένη με εκ των προτέρων συμφωνίες αγοράς που προσφέρουν στις επιχειρήσεις φαρμάκων απίστευτα ευνοϊκούς όρους». Κάτι που μπορεί να εξηγήσει γιατί όροι των επίμαχων εκ των προτέρων συμφωνιών για την προμήθεια εμβολίων για την Covid-19 ουσιαστικά παραμένουν κρυφοί. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι, όπως αναφερόταν στη μελέτη, αυτές οι πρότερες συμφωνίες αγοράς αποτελούν «επικερδείς συμφωνίες, η διαπραγμάτευση των οποίων γίνεται στο σκοτάδι και αξιοποιείται δημόσιο χρήμα ώστε να αφαιρείται όλο το οικονομικό ρίσκο και –πολύ ανησυχητικά– η ευθύνη από τις φαρμακευτικές εταιρείες, οι οποίες προσπαθούν να αναπτύξουν εμβόλια για την Covid-19 χωρίς να ανταποκρίνονται στις συνθήκες του κοινωνικού συμφέροντος, όπως είναι αυτές που σχετίζονται με τις τιμές και τη διαθεσιμότητα».
Η προσπάθεια αποποίησης των ευθυνών των φαρμακευτικών εταιρειών διαφαίνεται και από δημοσίευμα των «Financial Times» τον περασμένο Αύγουστο, βάσει του οποίου η ομάδα «Εμβόλια της Ευρώπης» άσκησε λόμπι στην ΕΕ για την προστασία ενάντια σε αγωγές και άλλες αξιώσεις σε περίπτωση που υπάρξουν προβλήματα με τα εμβόλια Covid-19. Μάλιστα από εσωτερικό σημείωμα της επίμαχης ομάδας που αποκαλύφθηκε διαφαίνεται ότι απαιτούσε «σύστημα αποζημίωσης» και «εξαίρεση από την κοινωνική ευθύνη». Αλλωστε εκπρόσωπος της ΕΕ είχε παραδεχτεί ότι η Ενωση είναι ανοιχτή να βοηθήσει τις εταιρείες παραγωγής εμβολίων σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά με κάποιο εμβόλιο για τον κορονοϊό ως μέρος των εκ των προτέρων συμφωνιών. Βάσει αυτών των συμφωνιών, όμως, «οι κυβερνήσεις πληρώνουν προκαταβολικά για εμβόλια που δεν έχουν πλήρως αναπτυχθεί, ώστε να καλυφθούν ενδεχόμενες οικονομικές απώλειες». Πάνω από όλα το κέρδος των πολυεθνικών.
«Αυτό το είδος πανδημίας είχε προβλεφθεί»
Οι πολυεθνικές του φαρμάκου λοιπόν λαμβάνουν δημόσιο χρήμα για την ανακάλυψη του εμβολίου, παράλληλα όμως διατηρούν τα δικαιώματα της πατέντας, υπαγορεύουν τις τιμές και καρπώνονται τα κέρδη. Κι αυτό γιατί «τα μονοπώλια πνευματικής ιδιοκτησίας όχι μόνο εμποδίζουν την ανοιχτή επιστήμη που είναι ουσιώδης για να επιτευχθούν ιατρικές ανακαλύψεις νέων τεστ, θεραπειών, εμβολίων και ιατρικών συσκευών, αλλά παράλληλα μειώνουν την παραγωγή μεμονωμένων παραγωγών, οι οποίοι δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να ανταποκριθούν στην έκτακτη παγκόσμια ανάγκη και μπορεί να θέσουν ως προτεραιότητα την προμήθεια σε πλούσιες και ισχυρές χώρες».
Αυτό το μονοπωλιακό επιχειρηματικό μοντέλο που υιοθετούν διαχρονικά οι φαρμακευτικές εταιρείες αποτελεί, σύμφωνα με το παρατηρητήριο, μέρος της αιτίας που «δεν ήμασταν περισσότερο προετοιμασμένοι… Η πιθανότητα αυτού του είδους πανδημίας είχε προβλεφθεί, αλλά η φαρμακοβιομηχανία είχε μικρό ενδιαφέρον να προετοιμαστεί γι’ αυτήν: τα αβέβαια κέρδη από ένα μελλοντικό ξέσπασμα ασθένειας δεν θα μπορούσαν να συναγωνιστούν τα εξασφαλισμένα κέρδη από φάρμακα ευρείας χρήσης, ορφανά φάρμακα και “αειθαλείς” πρακτικές πατέντας».
Το πόσο απροετοίμαστη ήταν η φαρμακοβιομηχανία για μια ενδεχόμενη
πανδημία, παρότι καρπώνεται εδώ και χρόνια δημόσιο χρήμα για την εκπόνηση μελετών που προάγουν τη δημόσια υγεία, αποκαλύπτεται από ακόμη μια μελέτη του παρατηρητηρίου, την οποία επίσης έχει δημοσιεύσει αποκλειστικά στην Ελλάδα το Documento. Στην επίμαχη μελέτη με τίτλο «Περισσότερο ιδιωτικό παρά δημόσιο: Οι τρόποι με τους οποίους οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες κυριαρχούν στην πρωτοβουλία της ιατρικής καινοτομίας» γίνεται αναφορά σε μια σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές πολυεθνικές από το 2007 προκειμένου να εκπονηθούν έρευνες και πρότζεκτ που προάγουν τη δημόσια υγεία.
Οι συγκεκριμένες έρευνες όμως δεν αποτελούν συλλογική εργασία, αφού –βάσει της μελέτης– την ατζέντα ορίζουν οι πολυεθνικές, παρότι η χρηματοδότηση προέρχεται κυρίως από την ΕΕ. Παρ’ όλα αυτά όμως, το 2018, παρά τις εισηγήσεις της Κομισιόν να υπάρξει ενασχόληση με τη βιοετοιμότητα, την προετοιμασία δηλαδή για μια πανδημία, υπήρξε άρνηση των πολυεθνικών, γεγονός που εξηγεί σε έναν βαθμό γιατί η ανθρωπότητα πιάστηκε εντελώς απροετοίμαστη για την πανδημία της Covid-19.
«Αγνοεί τη δημόσια υγεία για το κέρδος»
Φυσικά, αιτία αυτής της άρνησης των πολυεθνικών είναι το κέρδος. Κι αυτό γιατί όσες συμμετέχουν στη συγκεκριμένη σύμπραξη δεν καταπιάνονται με την προετοιμασία ασθενειών που δεν έχουν ακόμη εμφανιστεί –όσο πιθανό κι αν είναι αυτό–, με μη «εμπορικές» ασθένειες ή ασθένειες που πλήττουν υποβαθμισμένες χώρες, επειδή αυτό δεν είναι κερδοφόρο.
Οπως άλλωστε παραδέχονται κι οι ίδιες οι πολυεθνικές, τα δισ. ευρώ των Ευρωπαίων φορολογουμένων αξιοποιούνται από αυτές για έρευνες που έτσι κι αλλιώς θα πραγματοποιούσαν. Κι όμως αυτή η συνεργασία συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, αφού δεν υπάρχουν πολιτική βούληση και μηχανισμοί να αντιμετωπίσουν το πετυχημένο λόμπινγκ πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται σε τόσο ευαίσθητο τομέα και από τις οποίες κρίνεται αν και πότε η ανθρωπότητα θα ξεπεράσει την πανδημία.
Χαρακτηριστική της επιρροής των πολυεθνικών προς την πολιτική ηγεσία είναι η IMI, δηλαδή η Πρωτοβουλία Καινοτόμων Φαρμάκων, μια από τις συνεργασίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τον ιδιωτικό τομέα. Μπορεί φαινομενικά στόχος της IMI (λειτουργεί από το 2008 και έχει λάβει δισεκατομμύρια ευρώ δημόσιου χρήματος) να είναι η εμβάθυνση της έρευνας για τη δημόσια υγεία, εντούτοις, σύμφωνα με το παρατηρητήριο, «αγνοεί σε μεγάλο βαθμό την αποτροπή ασθενειών ή τη δημόσια υγεία, εκτός από όταν ευνοείται η ανάπτυξη νέων διαγνωστικών προϊόντων», διερωτώμενο αν υπάρχουν οι κατάλληλες κυβερνητικές δομές για να υπερασπιστούν το δημόσιο συμφέρον. Ερώτημα ρητορικό, αφού η ιστορία έχει δείξει πως το δημόσιο συμφέρον δεν είναι υψηλά στην ατζέντα των φαρμακευτικών πολυεθνικών.