Ο «Μεγάλος Γκάτσμπι» γράφτηκε το 1924 σε μια βίλα στο Σαν Ραφαέλ της Ριβιέρας, όπου ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ ζούσε με τη σύζυγό του Ζέλντα απ’ όταν μετακόμισαν στην Ευρώπη από τις ΗΠΑ. Εμπνευση για το έργο στάθηκε ο πρόσκαιρος έρωτάς του με μια κοσμική κυρία δύο χρόνια πριν στο Λονγκ Αϊλαντ. Το βιβλίο αποτελεί γλαφυρή καταγραφή των «roaring twenties», δηλαδή της απότομης οικονομικής άνθησης, του επιδεικτικού πλούτου και της ραγδαίας αστικοποίησης που συντελέστηκαν στη δεκαετία του 1920. Η ιστορία αφορά την άνοδο και την πτώση του Τζέι Γκάτσμπι, ο οποίος μέσα σε τρία χρόνια από την επιστροφή του από τον Μεγάλο Πόλεμο πλουτίζει από το λαθρεμπόριο. Η έπαυλή του στο Ουέστ Εγκ του Λόνγκ Αϊλαντ είναι ένας μη τόπος όπου διοργανώνονται θρυλικά πάρτι και το χρήμα κυλάει όπως το αλκοόλ.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε στις 10 Απριλίου 1925 από τον εκδοτικό οίκο Scribner και είχε πολύ χαμηλές πωλήσεις, με αποτέλεσμα τα αντίτυπα να σαπίζουν στις αποθήκες. Αν και σήμερα θεωρείται το magnum opus του Φιτζέραλντ, για εκείνον εξελίχτηκε σε εφιάλτη που τον βάραινε έως τον πρόωρο θάνατό του το 1940 σε ηλικία 44 χρόνων. Πιθανότατα να μην είχαμε ποτέ την ευκαιρία να το διαβάσουμε αν δεν είχε επανατυπωθεί σχεδόν δύο δεκαετίες μετά για λογαριασμό του στρατού των ΗΠΑ.
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μια ομάδα εκδοτών, βιομηχάνων χάρτου, επιμελητών και βιβλιοθηκάριων της Νέας Υόρκης ένωσαν τις δυνάμεις τους με σκοπό να στείλουν πάνω από 1 εκατομμύριο αντίτυπα βιβλίων στους στρατιώτες. Μεταξύ των τίτλων που τύπωσαν ήταν και ο «Μεγάλος Γκάτσμπι». Ο τίτλος επιλέχθηκε με γνώμονα την εμπειρία του κεντρικού ήρωα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το success story του – παρότι με υπόγεια μέσα. Κάπως έτσι το βιβλίο διανεμήθηκε σε σχεδόν 155.000 στρατιώτες. Λίγα χρόνια μετά έγινε βασικό ανάγνωσμα στα αμερικανικά γυμνάσια, μεταφέρθηκε στο Μπρόντγουεϊ, καθώς και τέσσερις φορές στον κινηματογράφο και μία στην τηλεόραση.