Λογοκρισίας το ανάγνωσμα

Λογοκρισίας το ανάγνωσμα

Η λογοκρισία του Τύπου συνιστά ένα πολύ ισχυρό αντεπικοινωνιακό όπλο που έχει χρησιµοποιηθεί αρκετά από αυταρχικές και δηµοκρατικές κυβερνήσεις καθ’ όλη τη ζωή του ελληνικού κράτους. Πρόκειται για εργαλείο που προσπαθεί να ελέγξει τη ροή των πληροφοριών, να αποκρύψει τις δυσάρεστες ειδήσεις, να κουκουλώσει τα σκάνδαλα της εκτελεστικής εξουσίας, να περιορίσει τη δηµόσια σφαίρα, να φιµώσει τους δηµοσιογράφους και να ποδηγετήσει την πολιτική συζήτηση.

Είναι µέτρο κατά βάση αρνητικό καθώς αποτελεί ουσιαστικά µια απαγόρευση που επιχειρεί να χειραγωγήσει τα αντικείµενα και τα υποκείµενα του Τύπου, να κλείσει τους ορίζοντες των αναγνωστών και να συντηρήσει την υφιστάµενη τάξη πραγµάτων. Παρ’ όλα αυτά, έχει µερικά σηµαντικά µειονεκτήµατα επειδή δεν µπορεί να θέσει την ατζέντα, να προγραµµατίσει τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων και να ευδοκιµήσει χωρίς την αρωγή µιας συστηµατικής προπαγανδιστικής εκστρατείας.

Τα αυταρχικά καθεστώτα του Μεταξά και της χούντας επιχειρώντας να µιµηθούν τις τακτικές του φασισµού και του ναζισµού επιστράτευσαν, εποµένως, τη θετική λογοκρισία προκειµένου να διαδώσουν τα κυβερνητικά επιχειρήµατα υπαγορεύοντας το περιεχόµενο των δηµοσιευµάτων του Τύπου. Οι δικτατορίες αυτές προσπάθησαν δηλαδή να κατευθύνουν τον τρόπο σκέψης των πολιτών προς µια συγκεκριµένη κατεύθυνση για να δικαιολογήσουν τις πολιτικές που ακολουθούσαν.

Μερικές αντιδηµοκρατικές κυβερνήσεις χρησιµοποίησαν επιπλέον την προληπτική λογοκρισία προκειµένου να προλάβουν τα ανεπιθύµητα κείµενα. ∆ηµοσιογράφοι, καθηγητές, στρατιωτικοί και δηµόσιοι υπάλληλοι διάβαζαν τις έντυπες αναλύσεις και επέβλεπαν την κάλυψη της επικαιρότητας ώστε να αποφασίσουν για την καταλληλότητα των γραπτών. Οταν ήταν θετικά δηµοσιεύονταν. Εάν ήταν αρνητικά, παρέµεναν στο σκοτάδι αφού δεν συµπεριλαµβάνονταν στην ύλη της εφηµερίδας.

Οι περισσότερες κυβερνήσεις εκµεταλλεύτηκαν, εντούτοις, την κατασταλτική λογοκρισία για να τιµωρήσουν τους δηµοσιογράφους και τους εκδότες που αψηφούσαν τους κινδύνους δηµοσιεύοντας αντικαθεστωτικά ή αντιπολιτευτικά κείµενα. Μερικές εφηµερίδες αναγκάστηκαν να κλείσουν, πολλοί άνθρωποι του Τύπου απολύθηκαν ή φυλακίστηκαν, αρκετές µιντιακές επιχειρήσεις υποχρεώθηκαν να πληρώσουν δυσβάστακτα πρόστιµα προς γνώσιν και συµµόρφωσιν.

Ορισµένες κυβερνήσεις προσπάθησαν επίσης να προκαλέσουν οικονοµικό στραγγαλισµό στις αντιπολιτευόµενες εφηµερίδες, χρησιµοποιώντας την εφορία και τις υπόλοιπες ελεγκτικές αρχές για να περιορίσουν τις δυσάρεστες φωνές και να στείλουν προειδοποιητικό µήνυµα προς τους απείθαρχους ανθρώπους του Τύπου. Παράλληλα διέθεταν επιλεκτικά το δηµοσιογραφικό χαρτί και την κρατική διαφήµιση προκειµένου να υποστηρίξουν τις συµπολιτευόµενες εκδόσεις.

Η λογοκρισία έπαιρνε ενίοτε ακόµη πιο βίαιες µορφές, αφού υπήρξαν επιθέσεις σε έντυπα και τυπογραφεία, έµµεσες ή άµεσες απειλές, σκισίµατα φύλλων, παρεµπόδιση της διακίνησης και της κυκλοφορίας των εκδόσεων, χειροδικίες εναντίον των αναγνωστών και των εφηµεριδοπωλών, προπηλακισµοί, απόπειρες δολοφονίας και εκτελέσεις ανθρώπων του Τύπου από κρατικές ή παρακρατικές οργανώσεις που διέθεταν την υποστήριξη ή την ανοχή των επίσηµων αρχών της πολιτείας.

Η τελευταία δεν δίστασε µάλιστα να θεσµοθετήσει τη λογοκρισία αφού ποινικοποίησε την έκδοση αριστερών εφηµερίδων και περιοδικών για περίπου 45 χρόνια, ώστε να περιορίσει τη διάδοση της «ανατρεπτικής» κοµµουνιστικής ρητορικής. Ωστόσο από τη θέσπιση του Ιδιωνύµου µέχρι την πτώση της χούντας κυκλοφόρησαν πάνω από 1.900 παράνοµα ή ηµιπαράνοµα έντυπα που προσπάθησαν να σκιαγραφήσουν µια ακηδεµόνευτη εικόνα της πραγµατικότητας.

Κατά τη διάρκεια της µεταπολίτευσης παρατηρήθηκαν επίσης διάφορες επίσηµες ή ανεπίσηµες λογοκριτικές πρακτικές που άρχισαν να πολλαπλασιάζονται ανησυχητικά τα τελευταία χρόνια. Ο Παγκόσµιος ∆είκτης Ελευθερίας του Τύπου καταγράφει, για παράδειγµα, µια θλιβερή υποχώρηση της Ελλάδας (70ή θέση µεταξύ των 180 χωρών του σχετικού πίνακα) που στέλνει πολλά δυσοίωνα µηνύµατα αφού περιγράφει ένα προβληµατικό περιβάλλον για την ελευθεροτυπία και την εγχώρια δηµοσιογραφία.

Η υποχώρηση αυτή οφείλεται στις βίαιες επιθέσεις των κρατικών οργάνων, τις συλλήψεις, τις παρακολουθήσεις και τις προσαγωγές δηµοσιογράφων, στην παρεµπόδιση του ενηµερωτικού έργου, την αποδυνάµωση του εσωτερικού και εξωτερικού πλουραλισµού των εφηµερίδων, την αντιδεοντολογική ρητορική και επιχειρηµατολογία της κυβέρνησης, στις διώξεις της δικαστικής εξουσίας και τις αγωγές διάφορων εταιρειών που θέλουν να αφαιµάξουν οικονοµικά τον Τύπο εγκαινιάζοντας µακρόχρονες και πανάκριβες νοµικές διαµάχες (SLAPPs).

Η ελευθεροτυπία είναι εντούτοις πολύ σηµαντική για να αδρανήσουµε, αφού αποτελεί ένα από τα πιο βασικά συστατικά της δηµοκρατίας. Οι δηµοσιογραφικές ενώσεις οφείλουν να ενεργοποιηθούν άµεσα και να προστατεύσουν επιτέλους τους ανθρώπους του Τύπου. Η ∆ικαιοσύνη υποχρεούται να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να λειτουργήσει ανεξάρτητα από την εκτελεστική εξουσία. Η κυβέρνηση πρέπει να ακολουθήσει διαφορετική επικοινωνιακή πολιτική για να περιορίσει τους κινδύνους που προκύπτουν από τη συγκεκριµένη κατάσταση.

Οι πολίτες οφείλουν, τέλος, να υψώσουν ανάστηµα και να συµπαρασταθούν µαζικά στους διωκόµενους δηµοσιογράφους προκειµένου να περιφρουρήσουν την ελευθερία του δηµοσιογραφικού λόγου, που αποτελεί κρισιµότατο διαχρονικό διακύβευµα. «Ο ελεύθερος Τύπος µπορεί να είναι καλός ή κακός», σύµφωνα µε τον Αλµπέρ Καµύ, «αλλά χωρίς ελευθερία είναι απόλυτα βέβαιο ότι δεν µπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από κακός».

Ο Χάρης Δ. Ραϊτσίνης είναι δρ Ιστορίας των ΜΜΕ του ΑΠΘ

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter