Λογοκρισία στον δημόσιο λόγο: Το φαιδρό «ψαλίδι» του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών»

Λογοκρισία στον δημόσιο λόγο: Το φαιδρό «ψαλίδι» του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών»

Η λειτουργία και η στόχευση ενός συστήματος προπαγάνδας και χειραγώγησης της κοινής γνώμης με προληπτική και κατασταλτική δράση.

Αλληλένδετα δεμένη με την εξουσία, ιδίως την αυταρχική και την αυθαίρετη, η λογοκρισία σε όλες τις μορφές της έχει μακρά ιστορία στο ελληνικό κράτος. Ως έλεγχος όμως και περιορισμός στη δημόσια έκφραση και κυρίως ως μέσο διατήρησης της εξουσίας και υπεράσπισης των κυρίαρχων κοινωνικών και πολιτικών αξιών που αυτή πρεσβεύει έφτασε στο απόγειό της την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-74). Tο πραξικόπημα, στηριγμένο στον μύθο της κομμουνιστικής ανταρσίας, πρόβαλε βίαια την κουλτούρα και τον σκοταδισμό των νικητών του Εμφυλίου. Μέσα από ένα αφηρημένο σύστημα ηθικών και εθνικών αξιών που συνοψιζόταν στο σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» διακηρύχθηκε η ιερότητα των ελληνοχριστιανικών παραδόσεων και της μακραίωνης ελληνικής ιστορίας ενώ ο λαός, και ιδιαίτερα η νεολαία, έπρεπε να προστατευτεί από «κακές επιρροές».

Μέσω ενός θεσμικού μηχανισμού που είχε συσταθεί και λειτουργούσε από την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά συστηματοποιήθηκε και εφαρμόστηκε ένα σύστημα προπαγάνδας και χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Οι εφημερίδες, τα περιοδικά, οι κινηματογραφικές ταινίες, τα τραγούδια, η λογοτεχνική παραγωγή, όλες οι εκφάνσεις του δημόσιου λόγου έπεσαν θύματα του «ψαλιδιού». Λογοκρίθηκαν προληπτικά και κατασταλτικά στο πλαίσιο έκτακτων νομικών διατάξεων που προάσπιζαν το «κρατούν κοινωνικό σύστημα», στο όνομα του οποίου αναστέλλονταν συλλογικές ελευθερίες και ατομικά δικαιώματα. Με αναγκαστικούς νόμους συγκροτήθηκε ένα νομικό πλαίσιο προληπτικής και εν συνεχεία κατασταλτικής λογοκρισίας την οποία ασκούσαν ανώτεροι υπάλληλοι του υφυπουργείου Τύπου, αξιωματικοί της χωροφυλακής και της αστυνομίας πόλεων καθώς και μέλη των επαγγελματικών οργανώσεων του εκάστοτε φορέα (σκηνοθέτες, μουσικοσυνθέτες, θεατρικοί συγγραφείς, καθηγητές πανεπιστημίου, νομικοί, λογοτέχνες, γυμνασιάρχες, δικηγόροι, δημοσιογράφοι κ.ά.). Ολες οι εκδηλώσεις έπρεπε να βρίσκονται εντός του πλαισίου «των εθνικών παραδόσεων και ιδεωδών», ενώ απαγορευόταν οποιαδήποτε κριτική στο κυβερνητικό έργο. Στόχος ήταν ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης μέσω της λειτουργίας ενός πατερναλιστικού κράτους-πανεπόπτη που όριζε τις υγιείς παραδόσεις και ιδεολογίες και προστάτευε τους ανώριμους πολίτες από τα επιζήμια κομμουνιστικά και αριστερά αναγνώσματα, ταινίες, τραγούδια κ.ο.κ. Το όλο εγχείρημα αποτυπωνόταν εύγλωττα στο χουντικό σύνθημα «Στοργή στον λαό».

Απαγορεύσεις, υποχρεώσεις και Υπηρεσία Ελέγχου Τύπου

Ανάμεσα στα πρώτα μέτρα που έλαβαν οι πραξικοπηματίες ήταν η κατάληψη των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, η σύλληψη δεκάδων δημοσιογράφων και η απαγόρευση κυκλοφορίας και έκδοσης εφημερίδων όπως η «Αυγή» και η «Δημοκρατική Αλλαγή» και δεκάδων άλλων εφημερίδων στην επαρχία, ενώ αναστάλθηκε η έκδοση των εφημερίδων «Καθημερινή», «Ελευθερία», «Μεσημβρινή» και «Αθηναϊκή». Στις 29 Απριλίου 1967 συστάθηκε η Υπηρεσία Ελέγχου Τύπου στη Γενική Διεύθυνση Τύπου της Προεδρίας της Κυβερνήσεως, με σκοπό την πρόληψη δημοσιεύσεων που δυσφημούσαν την κυβέρνηση και απειλούσαν την ασφάλεια της χώρας. Επικεφαλής τέθηκε ο συνταγματάρχης Βρυώνης. Οι απαγορεύσεις αφορούσαν δημοσιεύματα τα οποία μπορούσαν να θίξουν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, της κυβέρνησης, των ενόπλων δυνάμεων και τη λειτουργία του κράτους. Επιπρόσθετα απαγορεύονταν δημοσιεύματα που θα μπορούσαν να αναζωπυρώσουν τα πολιτικά πάθη, η αναδημοσίευση ανακοινώσεων αριστερών οργανώσεων και κάθε δημοσίευμα που κατά την κρίση της Υπηρεσίας Ελέγχου «παραβλάπτει το έργον της Κυβερνήσεως». Η κριτική που ασκούνταν από τα ΜΜΕ θα έπρεπε να μηδενίζεται όταν επρόκειτο για κριτική του ίδιου του κοινωνικού καθεστώτος.

Οι εφημερίδες ήταν ακόμη υποχρεωμένες να δημοσιεύουν ανακοινώσεις και δηλώσεις των μελών της κυβέρνησης και να σχολιάζουν θετικά το κυβερνητικό έργο. Υπήρχαν τρία είδη υποχρεωτικών κειμένων. Αυτά που έπρεπε να μπουν ατόφια και με συγκεκριμένες προδιαγραφές, κείμενα τα οποία έμπαιναν οπουδήποτε στην εφημερίδα αλλά έπρεπε να παραμείνουν αυτούσια και κείμενα που έπρεπε να τα επεξεργαστούν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι πρώτα και να φτιάξουν ένα δικό τους. Στην προληπτική λογοκρισία όταν στηνόταν η κάθε σελίδα της εφημερίδας έπρεπε να «πάει στη λογοκρισία», όπου ο λογοκριτής με ένα κόκκινο μολύβι έβγαζε κομμάτια, λέξεις ή την ακύρωνε όλη. Στην εφημερίδα μετά αφαιρούσαν τα κομμάτια που είχε επιλέξει η λογοκρισία και ξαναέστελναν τη σελίδα πίσω ώστε να διαπιστωθεί ότι έγιναν οι διορθώσεις και να δοθεί η τελική έγκριση.

Στο σύνταγμα του 1968 κατά το άρθρο 14 η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο τυπικά απαγορεύτηκαν. Στην πράξη ωστόσο για μια σειρά λόγους που δηλώνονταν ρητά επιτρεπόταν η «κατ’ εξαίρεση» κατάσχεση κάποιου εντύπου: «Κατ’ εξαίρεσιν επιτρέπεται η κατάσχεσις, παραγγελία του Εισαγγελέως, μετά την κυκλοφορίαν: α) ένεκα προσβολής της χριστιανικής και πάσης άλλης γνωστής θρησκείας, β) ένεκα προσβολής του προσώπου του Βασιλέως, του Διαδόχου, των συζύγων και των τέκνων αυτών, γ) ένεκα δημοσιεύματος, το οποίον 1) αποκαλύπτει πληροφορίας περί την οργάνωσιν, σύνθεσιν, εξοπολισμόν και διάταξιν των ενόπλων δυνάμεων ή την οχύρωσιν της χώρας, 2) είναι προφανώς στασιαστικόν ή σκοπεί εις την ανατροπήν του πολιτεύματος ή του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος ή στρέφεται κατά της εδαφικής ακεραιότητος του Κράτους ή δημιουργεί ηττοπάθειαν ή προκαλεί η διεγείρει εις διάπραξιν εγκλήματος εσχάτης προδοσίας, 3) αποβλέπει οπωσδήποτε εις την προβολήν ή διάδοσιν, προς πολιτικήν εκμετάλλευσιν, απόψεων οργανώσεων και κομμάτων τελούντων εκτός νόμου […]» (άρθρο 14, παρ. 4).

Με τη λογοκρισία να μετατρέπεται από προληπτική σε κατασταλτική, πλήθος περιοριστικών και απαγορευτικών διατάξεων, ιδιαίτερα για θέματα με άμεσο και έμμεσο πολιτικό χαρακτήρα, έδιναν στις χουντικές αρχές πλήρη ευχέρεια να διώκουν κάθε εκδότη εφημερίδας, περιοδικού ή βιβλίου, κάθε συγγραφέα και κάθε αρθρογράφο του οποίου τα δημοσιεύματα ή τη δραστηριότητα γενικά έκριναν ως ιδιαίτερα επικίνδυνα. Τα αδικήματα του Τύπου τιμωρούνταν ακόμη και σε περίπτωση που είχαν διαπραχθεί από απλή αμέλεια, με την ευθύνη να βαραίνει τόσο τον συντάκτη του δημοσιεύματος όσο και τον αρχισυντάκτη και τον εκδότη του συγκεκριμένου εντύπου, έστω κι αν το αδίκημα είχε διαπραχθεί εν αγνοία τους. Οι διώξεις μπορούσαν να κλιμακωθούν κατά περίπτωση: παραπομπή σε έκτακτο στρατοδικείο, σύλληψη και εκτόπιση, σύλληψη και απομόνωση σε κελιά, «κλήσεις» από τις υπηρεσίες ασφαλείας και απειλές ή ακόμη και άμεσες πιέσεις από τους κορυφαίους του καθεστώτος. Ενδεικτικά αναφέρουμε όταν το «Εθνος» δημοσίευσε το 1970 συνέντευξη του Γιάννη Ζίγδη, τέως υπουργού της Ενωσης Κέντρου, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε καθείρξεις ενός με πέντε ετών ο αρχισυντάκτης Γιάννης Καψής, ο Γιάννης Ζίγδης, οι εκδότες Κώστας Κυριαζής και Κώστας Νικολόπουλος και ο διευθυντής Κώστας Οικονομίδης. Ο Τάκης Λαμπρίας ως διευθυντής και ο Γιάννης Λάμψας ως δημοσιογράφος διώχθηκαν για ένα άρθρο περί ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα στο περιοδικό «Εικόνες». Ο εκδότης της «Athens News» Γιάννης Χορν έμεινε εξίμισι μήνες φυλακή για ένα άρθρο, ενώ ο Χρήστος Παπουτσάκης του περιοδικού «Αντί» συνελήφθη τον Απρίλιο του 1972 και βασανίστηκε. Φιλολογικές και άλλες επιθεωρήσεις και περιοδικά, όπως η φιλελεύθερη «Εποχή», η αριστερή «Επιθεώρηση Τέχνης», τα περιοδικά «Κατάθεση», «Συνέχεια», «Σύγχρονος Κινηματογράφος», το «Ενα και το Δύο» παύτηκαν αναγκαστικά. Την ίδια λογοκριτική τακτική ακολουθούσε η χούντα ως προς τις εκπομπές του ραδιοφώνου, μέσο στο οποίο είχε απαγορευτεί η μετάδοση πολιτικών συζητήσεων και επιτρεπόταν μόνο η κοινοποίηση της επίσημης κυβερνητικής γραμμής.

Η μαύρη λίστα και ο «επικίνδυνος» Κολοκοτρώνης

Βιβλία και συγγραφείς μπήκαν και αυτά στη μαύρη λίστα καθώς εγκύκλιοι απαγόρευαν την κυκλοφορία «των εκδοθέντων και κυκλοφορούντων κομμουνιστικών και αντικυβερνητικών βιβλίων και περιοδικών. Με την άρση της προληπτικής λογοκρισίας κάθε καινούργιο βιβλίο που εκδιδόταν υποχρεούνταν να έχει τίτλο που αντιστοιχούσε με ακρίβεια στα περιεχόμενά του: οι μεταφορικοί ή υπαινικτικοί τίτλοι κρίθηκαν επικίνδυνοι. Τίποτε δεν κυκλοφορούσε χωρίς την περίφημη σφραγίδα. Η χούντα συνέταξε λίστες πρωτίστως με όσους συγγραφείς θεωρούνταν φιλικά προσκείμενοι στην ΕΣΣΔ. Η ψύχωση με τους Σοβιετικούς επεκτάθηκε και στην απαγόρευση σοβιετικών ονομάτων ή όσων ονομάτων έληγαν σε –ωφ. Στο index librorum prohibitorum που δημοσίευσε στο παρθενικό του τεύχος το περιοδικό «Index on Censorship» καταγράφηκαν συγγραφείς και τίτλοι μαζί με την αιτιολογία της απαγόρευσης. Περίπου 800 βιβλία από 200 συγγραφείς κρίθηκαν απαγορευμένα. Μεταξύ αυτών, βιβλία των Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Ζαν-Πολ Σαρτρ, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Τολστόι, Σαίξπηρ, αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες όπως η «Λυσιστράτη» αλλά και απομνημονεύματα ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης όπως του Κολοκοτρώνη, που η επιμέλειά τους είχε γίνει από τον αριστερό Τάσο Βουρνά. Τα «12 μαθήματα για τον κινηματογράφο» του Βασίλη Ραφαηλίδη απαγορεύτηκαν επειδή «ο συγγραφέας είναι κομμουνιστής», το «Δημοτικισμός και παιδεία» του Αλέξανδρου Δελμούζου «επειδή η δουλειά του μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης στα χέρια της κρυπτοκομμουνιστικής Ελληνοευρωπαϊκής Κίνησης Νέων» αλλά και το η «Αλήθεια για τους Ελληνες πολιτικούς» του Γεωργίου Ράλλη επειδή ναι μεν ήταν «δεξιός πολιτικός αλλά το βιβλίο είχε αντικυβερνητικό περιεχόμενο».

Στην ίδια βάση απαγορεύτηκαν έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας όπως του Μπρεχτ, του Τσέχοφ, του Αραγκόν κ.ά. «Επικίνδυνα» για το καθεστώς βιβλιοπωλεία υποχρεώθηκαν να κλείσουν, ενώ σε όσα παρέμειναν ανοιχτά επιδόθηκαν οι λίστες με τα απαγορευμένα. Ορισμένα έργα απαγορεύτηκαν γιατί θεωρήθηκε ότι είχαν άσεμνο περιεχόμενο και οι συγγραφείς τους διώχτηκαν, όπως ο Νίκος Κάσδαγλης, ο Μένης Κουμανταρέας ή ο Ηλίας Πετρόπουλος που καταδικάστηκε για το βιβλίο του «Ρεμπέτικα τραγούδια» και το τολμηρό για την εποχή «Καλιαρντά». Χειρόγραφα βιβλίων όπως της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ καταστράφηκαν και θεατρικά έργα όπως της Ελλης Αλεξίου «Μια ημέρα στο γυμνάσιο» και του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο» απαγορεύτηκαν.

Ανεπιθύμητες διαδηλώσεις, συναυλίες και κριτική στο κεφάλαιο

Προνομιακό πεδίο για την επιβολή λογοκρισίας ήταν και ο κινηματογράφος. Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όλες οι κινηματογραφικές ταινίες έπρεπε να υποβάλουν άδεια χορήγησης στη Διεύθυνση Λαϊκής Διαφωτίσεως η οποία γνωμοδοτούσε για την καταλληλότητά τους. Μια ταινία ή ορισμένες σκηνές της μπορούσαν να απαγορευτούν σε περίπτωση που επιδρούσαν «επιβλαβώς» στη νεολαία, διατάρασσαν τη δημόσια τάξη, προπαγάνδιζαν ανατρεπτικές θεωρίες, δυσφημούσαν τη χώρα «από απόψεως εθνικιστικής και τουριστικής», υπονόμευαν «τας υγιείς κοινωνικάς παραδόσεις» των Ελλήνων, καθάπτονταν της χριστιανικής θρησκείας ή στερούνταν καλλιτεχνικής αξίας. Για τους ίδιους λόγους η επιτροπή μπορούσε να απαγορεύσει την εξαγωγή μιας ελληνικής ταινίας στο εξωτερικό, ενώ ήταν αρμόδια και για τον χαρακτηρισμό μιας ταινίας ως κατάλληλης ή ακατάλληλης δι’ ανηλίκους. Η ίδια τακτική ακολουθούνταν και στα θεατρικά έργα ή τα τραγούδια, από τα οποία μπορούσαν να αφαιρεθούν ή να τροποποιηθούν κείμενα και στίχοι.

Η χούντα προχώρησε στην επανεξέταση των ταινιών που είχαν πάρει άδεια προβολής πριν από το πραξικόπημα. Ταινίες πολιτικά επικίνδυνες απαγορεύτηκαν, ενώ έγιναν περικοπές σε πολλές παλιότερες ταινίες. Στις ενδεικτικές περιπτώσεις που αναφέρει ο ιστορικός Γιώργος Ανδρίτσος στο άρθρο του «Η λογοκρισία στον ελληνικό κινηματογράφο (1945-1974)» (στο Πηνελόπη Πετσίνη και Δημήτρης Χριστόπουλος (επιμ.), «Η λογοκρισία στην Ελλάδα») από την ταινία «Αγάπη που δεν σβήνει ο χρόνος» του Γιώργου Ζερβουλάκου κόπηκαν: «…πάσης φύσεως συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις. Συνάντησις ΕΔΑ για την ειρήνη […] Σκηνή προ φυλακών που λέγει “Φυλακές Κρατουμένων Πολιτικών Προσώπων Εμφυλίου Πολέμου”», ενώ από την ταινία «Η έβδομη ημέρα της δημιουργίας» κόπηκε η σκηνή του συλλαλητηρίου. Από την ταινία «Οταν σημάνουν οι καμπάνες» του Στέλιου Τατασόπουλου αφαιρέθηκε «η πρώτη σκηνή της απελευθέρωσης των Αθηνών με τα πλήθη, διότι υπάρχουν πανό με σφυροδρέπανα», ενώ από την ταινία «Η Αθήνα μετά τα μεσάνυχτα» του Αριστείδη Καρύδη-Φουκς κόπηκε η συναυλία του Θεοδωράκη.

Οι επιτροπές λογοκρισίας έπρεπε να απαλείψουν ό,τι αναφερόταν με μελανά χρώματα σε εφοπλιστές ή εργοστασιάρχες. Το 1969 από το σενάριο της ταινίας «Ξύπνα, Βασίλη» του Γιάννη Δαλιανίδη κόπηκαν οι φράσεις «τσανακογλείφτη της μπουρζουαζίας. Η επανάσταση θα γίνει, γιατί είναι ιστορική ανάγκη. Θα τους τσακίσουμε όλους τους εργοδότες εκμεταλλευτές και απατεώνες», ενώ από την «Ανοιχτή επιστολή» του Γιώργου Σταμπουλόπουλου οι φράσεις «έχω έναν φίλο που εργάζεται στο υπουργείο. Θα του δώσουμε μερικά κατοστάρικα να μας βρη δουλειά». Παράλληλα, η λογοκρισία έκοβε οποιαδήποτε αιχμή εναντίον των ΗΠΑ, ενώ από τα κινηματογραφικά επίκαιρα απαλείφονταν θέματα με διαδηλώσεις εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ. Αλλά και νύξεις αντίθετες με την πολιτική ή την ιδεολογία των χουντικών δεν είχαν καλύτερη τύχη. Ενδεικτικά, το 1967 από την ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες» του Γιάννη Δαλιανίδη κόπηκε η φράση «Τώρα έχουμε δημοκρατία! Κι ο καθένας κάνει ό,τι θέλει», ενώ από την ταινία «Κοντσέρτο για πολυβόλα» του Ντίνου Δημόπουλου κόπηκε «η σκηνή του ραπίσματος του εν στολή λοχαγού υπό της κοπέλας», γιατί δεν συμφωνούσε με την εικόνα του αξιωματικού που καλλιεργούσε το καθεστώς.

Η υγεία των ηθικών παραδόσεων και των θεσμών

Πολλά είναι ακόμη τα παραδείγματα των περικοπών που δεν γίνονταν μόνο για πολιτικούς λόγους αλλά και για λόγους ηθικής, καθώς θεωρήθηκε ότι «υπονόμευαν υγιείς κοινωνικές και ηθικές παραδόσεις του ελληνικού λαού». Η λογοκρισία φρόντιζε ακόμη να μην προσβάλλεται η χριστιανική θρησκεία και να μη θίγονται θεσμοί όπως στρατός, αστυνομία και σχολείο περικόπτοντας σκηνές με καρικατούρες αστυφυλάκων, όπως στην ταινία «Ο Ηλίας του 16ου». Εικόνες εξαθλίωσης της ελληνικής κοινωνίας απορρίπτονταν καθώς ήταν κοινωνικά επικίνδυνες, δυσφημούσαν τη χώρα, την έπλητταν τουριστικά και έρχονταν σε αντίθεση με την προπαγάνδα της δικτατορίας περί ανασυγκρότησης, ευημερίας και δημιουργίας ενός αδιάφθορου κρατικού μηχανισμού.

Το ψαλίδι της λογοκρισίας υπέστησαν και ξένες ταινίες όπως ο «Σπάρτακος» του Κιούμπρικ από τον οποίο κόπηκαν οι φράσεις «δέχομαι λίγη δημοκρατική διαφθορά μαζί με λίγη ελευθερία. Δεν δέχομαι όμως δικτατορία χωρίς καθόλου ελευθερία». Η ταινία «Χουαρέζ» του 1939, που αναφέρεται στη μεξικανική επανάσταση του 19ου αιώνα, απαγορεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1967 διότι, σύμφωνα με τους λογοκριτές, «αι ιδέαι περί δημοκρατίας απαιτούν ανεπτυγμένον κοινόν ίνα μη παρεξηγηθούν υπό τας παρούσας συνθήκας». Αλλά και ο Τζέρι Λιούις ήταν ανατρεπτικός, αφού οι επιτροπές λογοκρισίας της χούντας έκοψαν από την ταινία «Τζέρι Λιούις, παιδί για όλες τις δουλειές» τη φράση «περί απεργίας και δικτατορίας» (αναλυτικά στο Ανδρίτσος, ό.π.).

Στο ψαλίδι των λογοκριτών μπήκε και η μουσική, ιδιαίτερα του Μίκη Θεοδωράκη. Σύμφωνα με τον Οδυσσέα Αγγελή, αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ), έπρεπε να απαγορευτεί το σύνολο των τραγουδιών του συνθέτη, ακόμη και όσα δεν είχαν πολιτικό περιεχόμενο, όπως το «Κοίτα μη γίνεις σύννεφο» και η «Μυρτιά», αφού ακόμη και μέσω αυτών ο ακροατής «επικοινωνεί νοερώς με τον συνθέτην και την κοσμοθεωρίαν του». Αναρχικά ή ανατρεπτικά χαρακτηρίστηκαν το «Χασάπικο» του Κουγιουμτζή, ο «Μέρμηγκας» του Λοΐζου και το «Ζεϊμπέκικο» του Σαββόπουλου. Κόπηκαν επίσης τραγούδια τα οποία θεωρήθηκε ότι στερούνταν καλλιτεχνικής αξίας, όπως το «Τραγούδι» του Σαββόπουλου, «ως αντιτιθέμενον εις το καλλιτεχνικόν αίσθημα διά λέξεων και νοημάτων ανοήτων», το «Ζαβαρακατρανέμια» του Μαρκόπουλου «διότι αποτελείται εν τω συνόλω του από αγνώστους λέξεις» και το «Μια φωτογραφία σου» του Λοΐζου, «διότι είναι τελείως ασύνδετο από απόψεως εννοίας το ρεφραίν προς το κουπλέ». Τέλος, η λογοκρισία παρουσιάστηκε ως θεματοφύλακας και της ελληνικής γλώσσας, απαγορεύοντας κείμενα σε δημοτική. Το ΓΕΣ με διαταγή του απαγόρευε την απουσία πνευμάτων και τόνων από τίτλους και υποτιτλισμό ταινιών, την οποία θεωρούσε μέρος «της εντέχνου κομμουνιστικής προπαγάνδας κατά της Ελληνικής γλώσσης και απομακρύνσεως του νέου Ελληνισμού από τας Ελληνοχριστιανικάς παραδόσεις» (πιο αναλυτικά: Γιάννης Γκλαβίνας, «Εφ’ όπλου… “ψαλίδι”: Ο κρατικός μηχανισμός επιβολής λογοκρισίας και το πεδίο εφαρμογής του την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974) μέσα από το αρχείο της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών» στο Πηνελόπη Πετσίνη και Δημήτρης Χριστόπουλος (επιμ.), «Η Λογοκρισία στην Ελλάδα», Αθήνα]

Η χούντα των συνταγματαρχών στηρίχτηκε ιδεολογικά σε μια παραγωγή ψευδαισθήσεων κοινωνικής τάξης, ασφάλειας και οικονομικής ευημερίας την ίδια ώρα που παντού διοχετευόταν ένα πνεύμα καταστολής, διαφθοράς και χρηματισμού, αδιαφορίας και αποπροσανατολισμού της κοινωνίας από τα πραγματικά προβλήματα. Εργο της λογοκρισίας και του καθεστώτος που την ασκούσε ήταν να φροντίσει ώστε τίποτε να μη διαταράξει την «ωραία εικόνα». Παρά τις εργώδεις όμως προσπάθειες της εξουσίας, ο λαός βρήκε, όπως πάντα στην Ιστορία, τον τρόπο να αντιδράσει και να σπάσει απαγορεύσεις και περιορισμούς.

Ετικέτες

Documento Newsletter