«Δώστε τους μια ευκαιρία! Φαίνεται ποιοι είναι καλοί και ποιοι όχι» λέει ο Ντέγιαν Λόβρεν και υπενθυμίζει ότι -σχεδόν- τα πάντα είναι θέμα συγκυριών και τύχης
Μόλις σβήνουν τα λαμπερά φώτα του «Άνφιλντ» και ο Ντέγιαν Λόβρεν βρίσκεται μόνος στο σπίτι του στο Λίβερπουλ, δεν είναι λίγες οι φορές που βάζει τα χέρια του στο πρόσωπο και βουρκώνει. Όπως ακριβώς έκανε και στο συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ που μετέδωσε το επίσημο τηλεοπτικό δίκτυο της Λίβερπουλ, LFCTV. Ο αμυντικός των «κόκκινων» και της εθνικής Κροατίας, θυμάται ότι γλύτωσε από βέβαιο θάνατο, από τη μεγαλύτερη γενοκτονία στην Ευρώπη μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Θυμάται και αναλογίζεται ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει σήμερα. «Δώστε μια ευκαιρία στους πρόσφυγες…» στέλνει μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση…
Κροάτης στην καταγωγή, γεννήθηκε το 1987 στη Ζένιτσα της Βοσνίας. Σε ηλικία τριών ετών ο πατέρας του Σάσα και η μητέρα του Σίλβα τον πήραν στην αγκαλιά τους και έτρεξαν για τη ζωή τους. «Οταν βλέπω τί γίνεται σήμερα, θυμάμαι τη δική μου οικογένεια που έπρεπε να εγκαταλείψει την πατρίδα της γιατί δεν μας ήθελαν εκεί. Καταλαβαίνω ότι κάποιοι θέλουν να προστατευτούν από τους πρόσφυγες, όμως πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν σπίτια. Δεν είναι δικό τους το λάθος. Παλεύουν για τη ζωή τους, για να σώσουν τα παιδιά τους. Πέρασα από αυτό και ξέρω.
Δώστε τους μια ευκαιρία. Δώστε τους μια ευκαιρία! Φαίνεται ποιοι είναι καλοί και ποιοι όχι» ο Λόβρεν απευθύνει έκκληση ανθρωπιάς. Παράλληλα υπενθυμίζει ότι -σχεδόν- τα πάντα είναι θέμα συγκυριών και τύχης. «Η δική μου οικογένεια ήταν τυχερή. Είχαμε τον παππού μας που δούλευε στη Γερμανία, έτσι μπορούσαμε να βρούμε τα απαραίτητα έγγραφα για να πάμε εκεί. Αν δεν είχε συμβεί αυτό, τότε ίσως εγώ και οι γονείς μου να βρισκόμασταν τώρα κάτω από το χώμα. Ημασταν τυχεροί. Μακάρι να μπορούσα να εξηγήσω όλα αυτά που συνέβησαν. Ακούς ιστορίες, όμως κανείς δεν λέει την αλήθεια. Το μόνο που θυμάμαι είναι οι σειρήνες. Φοβόμουν τόσο πολύ όταν σκεφτόμουν ότι κάποιοι μας έριχναν βόμβες. Η μητέρα μου με έπαιρνε και με πήγαινε στο υπόγειο, δεν ξέρω για πόσο μέναμε εκεί. Μετά, μια μέρα, οι γονείς μου, ο θείος και η θεία μου, απλώς μπήκαμε σε ένα αυτοκίνητο και οδηγήσαμε μέχρι τη Γερμανία. Αφήσαμε τα πάντα, το σπίτι, ένα μικρό εστιατόριο που είχαμε… Τα αφήσαμε όλα. Πήραμε μια βαλίτσα και πήγαμε στη Γερμανία».
Το 1990 στη Ζένιτσα, το σκηνικό ήταν εφιαλτικό. «Νομίζω ότι ήταν η πόλη που δέχθηκε τις περισσότερες επιθέσεις. Όμως, οι φρικαλεότητες γίνονταν στα χωριά. Έναν θείο μου τον μαχαίρωσαν μπροστά σε όλο τον κόσμο. Δεν μιλάμε ποτέ γι΄αυτό στην οικογένεια… Ελπίζω για τις επόμενες γενιές τα πράγματα να είναι πιο εύκολα, για την κόρη και τον γιό μου. Δεν ξέρω αν ποτέ θα καταλάβουν τί πέρασα, γιατί ζουν σε εντελώς διαφορετικό κόσμο. Δεν μπορώ καν να φανταστώ πώς θα ήταν να πάρω αγκαλιά τα παιδιά μου και να τρέξω να σωθώ. Να τρέξω για τη ζωή μου. Θέλω να τους μιλήσω για τους πρόσφυγες, αλλά είναι ευαίσθητο θέμα και η μητέρα μου διαφωνεί. Εγώ όμως θα τούς το πω. Πρέπει να ξέρουν…»