Για μία ακόμη φορά ο Λίβανος δεν φαίνεται ικανός να υπερασπίσει την εδαφική κυριαρχία του. Που οφείλεται η παραδοσιακή αδυναμία του κράτους και του τακτικού στρατού;
Φραστικά πυρά εξαπέλυσε εναντίον του Ισραήλ ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός του Λιβάνου Νατντζίμπ Μικάτι, μιλώντας προ ημερών στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Κατηγόρησε τη γειτονική χώρα ότι διεξάγει έναν «βρώμικο πόλεμο» εναντίον του Λιβάνου και ευθύνεται για μία «άνευ προηγουμένου κλιμάκωση της βίας» που έχει προκαλέσει «τον θάνατο εκατοντάδων αμάχων μέσα σε λίγες ημέρες». Γι αυτό, ανέφερε ο Μικάτι, υποστηρίζει και ο ίδιος το κοινό ανακοινωθέν των ΗΠΑ και της Γαλλίας, που ζητούν τον τερματισμό του «πολέμου». Το ίδιο το Ισραήλ απορρίπτει το γαλλο-γερμανικό σχέδιο.
Για μία ακόμη φορά η κυβέρνηση του Λιβάνου εμφανίζεται ανίσχυρη. Συνθλίβεται μεταξύ του Ισραήλ και της φιλοϊρανικής οργάνωσης Χεζμπολάχ, χωρίς να μπορεί να επηρεάσει καμία από τις δύο πλευρές. Η αλήθεια είναι ότι η αδυναμία αυτή έχει μακρά προϊστορία. Όπως υπενθυμίζει ο Μάρκους Σνάιντερ, αναλυτής του πολιτικού Ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ (FES) στη Βηρυτό, «ο Λίβανος ιδρύθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα ως ένα κράτος για τους μαρωνίτες χριστιανούς, με πρωτοβουλία της Γαλλίας, που είχε επωμιστεί τον ρόλο της προστάτιδας δύναμης.
Το λάθος που έγινε εξαρχής όμως ήταν ότι περιελάμβανε και μεγάλες εκτάσεις, στις οποίες δεν κατοικούσαν Μαρωνίτες. Οι ‘ομολογιακές’ δομές του πολιτεύματος με τα πολιτικά αξιώματα να προορίζονται για εκπροσώπους συγκεκριμένων θρησκευτικών δογμάτων ήταν ένας συμβιβασμός ώστε να εξασφαλιστεί η υποστήριξη όσο το δυνατόν περισσότερων ομάδων του πληθυσμού, κάτι που ωστόσο δεν συνέβαλε στη δημιουργία ενός ισχυρού εθνικού κράτους».
Η δύσκολη κληρονομιά του εμφυλίου
Οι «ομολογιακές δομές» παγιώθηκαν μετά τον εμφύλιο πόλεμο που συγκλόνισε τον Λίβανο στα μέσα της δεκαετίας του ’70, φέρνοντας σε σύγκρουση τα τρία μεγαλύτερα θρησκευτικά δόγματα της χώρας: τους μαρωνίτες χριστιανούς, τους σουνίτες μουσουλμάνους, αλλά και τους σιἴτες, που πρεσβεύουν τη δική τους εκδοχή του Ισλάμ. Μετά το τέλος του πολέμου, το 1990, επήλθε συμφωνία σε μία πολιτειακή δομή εξισορρόπησης των αντικρουόμενων συμφερόντων, την οποία όμως έκτοτε «κάθε ομάδα αξιοποιεί, προκειμένου να προωθήσει αποκλειστικά τα δικά της συμφέροντα, εις βάρος των υπολοίπων» σημειώνει ο Μάρκους Σνάιντερ. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω αποδυνάμωση του κράτους.
Γι αυτό άλλωστε από το 2022 ο Λίβανος παραμένει «ακέφαλος», καθώς τα θρησκευτικά δόγματα δεν έχουν καταφέρει να ομονοήσουν σε έναν υποψήφιο κοινής αποδοχής. Τις εσωτερικές συγκρούσεις επιτείνει και η καλπάζουσα διαφθορά. «Όταν δεν υπάρχει ισχυρό κράτος, που καταπολεμά φυγόκεντρες δυνάμεις και προασπίζει τους θεσμούς, τότε δημιουργείται μία ολιγοπωλιακή κατάσταση, στην οποία ο καθένας επιχειρεί να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα» τονίζει ο Γερμανός αναλυτής.
Αδύναμος στρατός, αδίστακτη Χεζμπολάχ
Την όλη κατάσταση επιβαρύνει η δράση της Χεζμπολάχ, την οποία ΗΠΑ, Γερμανία, αλλά και χώρες του σουνιτικού Ισλάμ θεωρούν «τρομοκρατική οργάνωση». Το 2022 το Ινστιτούτο Wilson Center, με έδρα την Ουάσινγκτον, είχε χαρακτηρίσει τον ένοπλο βραχίονα της Χεζμπολάχ «τον πλέον βίαιο παράγοντα χωρίς κρατική υπόσταση στη Μέση Ανατολή, αν όχι παγκοσμίως». Από το περασμένο φθινόπωρο η οργάνωση είχε ξεκινήσει πυραυλικές επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια συνεννόηση με τις υπόλοιπες πληθυσμιακές ομάδες στον Λίβανο. «Ουσιαστικά η πολιτική του Λιβάνου έχει καταστεί όμηρος της Χεζμπολάχ» εκτιμά η Κάλυ Πετίγιο, ερευνήτρια του European Council on Foreign Relations (ECFR) στις Βρυξέλλες.
Την ίδια στιγμή, ο τακτικός στρατός του Λιβάνου (Lebanese Armed Forces, LAF) περιορίζεται σε έναν παθητικό ρόλο, καθώς αντιμετωπίζει ένα σοβαρό δίλημμα. Και αυτό ιδιαίτερα στις νότιες περιοχές της χώρας, όπου, με βάση το ψήφισμα 1701 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ο στρατός του Λιβάνου και η διεθνής ειρηνευτική δύναμη UNFIL συνεργάζονται.
Με βάση τα συμπεφωνημένα μετά τον εκτεταμένο «πόλεμο του Λιβάνου» το 2006, όταν το Ισραήλ είχε εισβάλει και πάλι στις νότιες περιοχές της χώρας, τα δύο στρατιωτικά σώματα θα μεριμνούν ώστε να μην καταλαμβάνουν άτακτες παραστρατιωτικές τις θέσεις που εγκατέλειψαν οι Ισραηλινοί, όταν αποχώρησαν. Δικαίωμα παρουσίας στις περιοχές αυτές έχουν μόνο στρατιωτικές δυνάμεις που διαθέτουν σχετική εντολή ή εξουσιοδότηση από την κεντρική κυβέρνηση του Λιβάνου. Ωστόσο, αυτή η συμφωνία δεν εφαρμόζεται, καθώς η Χεζμπολάχ είχε μετατρέψει σε ορμητήριό της τον νότιο Λίβανο.
Σύμφωνα με την κατάταξη του Global Firepower Index, που αξιολογεί τη δύναμη κρούσης του τακτικού στρατού σε όλον τον κόσμο, ο στρατός του Λιβάνου βρίσκεται μόλις στην 118η θέση επί συνόλου 145 χωρών, ενώ το Ισραήλ είναι στην 17η θέση. Είναι προφανές ότι ο λιβανικός στρατός δεν μπορεί να προβάλει αντίσταση ούτε στους Ισραηλινούς, αλλά ούτε και στην φιλοϊρανική οργάνωση Χεζμπολάχ, «με αποτέλεσμα ο Λίβανος να σύρεται σε έναν (ακόμη) εμφύλιο πόλεμο», λέει ο Μάρκους Σνάιντερ.
Πηγή: Deutsche Welle
Διαβάστε επίσης:
Λίβανος: Ετάφη «προσωρινά» ο Χασάν Νασράλα
Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ: Κοινός εχθρός το Ισραήλ – Τα μουσουλμανικά έθνη να ετοιμαστούν για αντίσταση