Στις κάλπες που στήνονται σήμερα σε όλη την Ελλάδα η Νέα Δημοκρατία προσέρχεται με τον αέρα της παράστασης νίκης και ο ΣΥΡΙΖΑ με την προσδοκία της έκπληξης που θα ανατρέψει τις προβλέψεις των δημοσκόπων, όπως έχει συμβεί αρκετές φορές στη χώρα μας και αλλού – τελευταία φορά στην Τουρκία και την Κύπρο.
Εχει λόγους ο ΣΥΡΙΖΑ να ελπίζει σε αποτέλεσμα-έκπληξη; Εχει, αν κρίνουμε από τα ευρήματα πρόσφατης πολιτικής έρευνας της Kappa Research με τίτλο «Η διακυβέρνηση 2019-2023 και η επόμενη μέρα», που έδειξαν ότι η τετραετία της ΝΔ έχει επιφέρει μια πολιτική διχοτόμηση του εκλογικού σώματος στη βάση ταξικών χαρακτηριστικών. Συγκεκριμένα, ένα πλειοψηφικό κομμάτι της ανώτερης, μεσαίας ανώτερης και μεσαίας τάξης θεωρεί πως η οικονομική του κατάσταση βελτιώθηκε κατά την τετραετία Μητσοτάκη, επιδοκιμάζει τη διακυβέρνηση της ΝΔ και προφανώς αποτελεί τον κόσμο που θα την ψηφίσει. Αντίθετα, ένα εξίσου πλειοψηφικό κομμάτι των μικρομεσαίων, της εργατικής τάξης και του αγροτικού κόσμου θεωρεί πως η οικονομική του κατάσταση επιδεινώθηκε επί ΝΔ, αποδοκιμάζει τη διακυβέρνησή της και λογικά θα ρίξει μαύρο στο κυβερνών κόμμα. Οι μικρομεσαίοι, η εργατική τάξη και οι αγρότες αποτελούν την πλειονότητα της κοινωνίας, όμως η ψήφος απόρριψης της οικονομικής πολιτικής της ΝΔ μοιράζεται ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και την Ελληνική Λύση, δείχνει η έρευνα της Kappa Research – και όχι στο ΜέΡΑ25 και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, που ψηφίζονται με κριτήρια πολιτικής ιστορίας και κουλτούρας. Όλα αυτά ενδεχομένως σημαίνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ελπίδες να κάνει την έκπληξη, ανάλογα με την επιλογή που θα κάνουν μπροστά στην κάλπη εκείνοι που δεν θέλουν δεύτερη τετραετία ΝΔ.
Τι θα σημάνει όμως για τους μικρομεσαίους, την εργατική τάξη και τους αγρότες, που κατά την πρώτη τετραετία Μητσοτάκη υπέστησαν εισοδηματικές απώλειες, μια δεύτερη θητεία της ΝΔ – και γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να απευθυνθεί προγραμματικά σε αυτό τον κόσμο;
Πολιτική σε βάρος των αδύναμων
Λόγω της πανδημίας η Ελλάδα στο διάστημα 2020-22 –για πρώτη και τελευταία φορά στην πεντηκονταετία 2010-60– είχε το ελεύθερο να εφαρμόσει επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές. Η ευκαιρία έλαχε στη Νέα Δημοκρατία. Από το 2023 γυρνάμε στον κανόνα των περιοριστικών πολιτικών και βάσει του Προγράμματος Σταθερότητας από το 2024 θα πρέπει να επιστρέψουμε ξανά στα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% ετησίως – να εφαρμόσουμε δηλαδή λιτότητα.
Με δεύτερη θητεία Μητσοτάκη η λιτότητα θα επιβληθεί με εργαλεία τον πληθωρισμό, την ακρίβεια και τους υψηλούς έμμεσους φόρους. Ομως η παραμονή του ΦΠΑ στην κατανάλωση και του ΕΦΚ στα υγρά καύσιμα στα υψηλά επίπεδα που μας έμειναν κληρονομιά από τα χρόνια των μνημονίων επιβαρύνουν πολύ περισσότερο τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, που δαπανούν αναλογικά μεγαλύτερο τμήμα του εισοδήματός τους στα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης. Και σε καιρούς υψηλού πληθωρισμού αποτελεί ξεκάθαρα ταξική πολιτική σε βάρος των αδύναμων, που εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνο στην Ελλάδα της κυβέρνησης ΝΔ, αφού οι περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες είτε είχαν πολύ χαμηλούς συντελεστές ΦΠΑ στα τρόφιμα και πριν από το πληθωριστικό κύμα είτε τους μείωσαν με την έλευσή του – για παράδειγμα η Κύπρος και η Ισπανία– ώστε να βοηθήσουν τα ασθενέστερα στρώματα.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη όμως, παρότι της ζητήθηκε επανειλημμένα να μειώσει τους έμμεσους φόρους, αρνήθηκε να το εφαρμόσει για να συσσωρεύει υψηλά έσοδα στα δημόσια ταμεία και να τα διαχειρίζεται κατά βούληση – δίνοντας στα χαμηλά εισοδήματα Market Pass της τάξης των 30 ευρώ τον μήνα ενάντια στην ακρίβεια και στην ενεργειακή αγορά επιδοτήσεις εκατομμυρίων ευρώ ώστε το ολιγοπώλιο των τεσσάρων μεγάλων παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας που εκτοξεύει τις τιμές στα ύψη να μένει στο απυρόβλητο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποσχεθεί δραστική μείωση των έμμεσων φόρων με μείωση του ΦΠΑ στο 6% στα τρόφιμα, στο 0% για τις παιδικές τροφές, το γάλα και το ψωμί, του ΕΦΚ στα καύσιμα στον κατώτατο συντελεστή που προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία και την πλήρη κατάργησή του στο αγροτικό και κτηνοτροφικό πετρέλαιο, με στόχο τη μείωση του κόστους παραγωγής. Και θα υλοποιήσει την υπόσχεσή του χωρίς αντιρρήσεις από την Κομισιόν, που θα παρακολουθεί την εφαρμογή του ελληνικού κρατικού προϋπολογισμού –υπό την προϋπόθεση ότι θα κλείσει το κενό με άλλες πηγές εσόδων–, γιατί αυτές οι πολιτικές συνιστούν τον ευρωπαϊκό κανόνα. Η ταξική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι η εξαίρεση.
Παραμονή των μισθών στα χαμηλά
Το 2022 η Ελλάδα ήταν τρίτη από το τέλος στην ΕΕ των 27 όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης και στο 68% του μέσου κοινοτικού, ενώ στην έρευνα της Kappa Research το αίτημα για αυξήσεις στους μισθούς καταγράφηκε ως πλειοψηφικό στα χαμηλομεσαία και χαμηλά οικονομικά στρώματα – δεύτερο κατά σειρά μετά το αίτημα για ενίσχυση της δημόσιας υγείας. Κατά την τελευταία διετία οι ελληνικοί χαμηλοί μισθοί διαβρώθηκαν περαιτέρω από τον υψηλό πληθωρισμό, όπως έδειξε η έκθεση του ΟΟΣΑ που δημοσιεύτηκε λίγες μέρες πριν από την έναρξη της προεκλογικής περιόδου, αναφέροντας ότι στην Ελλάδα, παρά την αύξηση του μέσου ονομαστικού μισθού κατά 1,7%, ο πραγματικός μέσος μισθός μειώθηκε το 2022 κατά 7,4%.
Γι’ αυτό τον λόγο ο Μητσοτάκης θυμήθηκε τους μισθωτούς κι άνοιξε την προεκλογική του εκστρατεία με την υπόσχεση για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ και του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ ως το 2027. Αλλά ο κόσμος που «εξαρτάται από τον μισθό του» δεν τον πιστεύει.
Επί τέσσερα χρόνια η ΝΔ μάς έδειξε με όλους τους τρόπους ότι επιδίωξή της είναι η καθήλωση των μισθών προκειμένου να μειωθεί το εργατικό κόστος προς όφελος των επιχειρηματικών κερδών. Εφερε τον νόμο Χατζηδάκη περί ελαστικού δεκάωρου, που επέτρεψε στους εργοδότες να απασχολούν τους εργαζόμενους έως και δέκα ώρες ημερησίως χωρίς να πληρώνουν υπερωρίες, με αποτέλεσμα τη μείωση των αμοιβών όσων εργάζονται στη βιομηχανία και την παραγωγή κατά 20%. Επί δύο χρόνια αρνούνταν να συζητήσει την αύξηση του κατώτατου μισθού, τον Ιανουάριο του 2022 προχώρησε σε συμβολική αύξηση της τάξης του 2% και μόνο όταν στην Ελλάδα ήρθε το μεγάλο πληθωριστικό κύμα που διέβρωσε κατά 20% και πλέον την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού έδωσε κάποιες αυξήσεις – τον τελευταία μήνα πριν από τις εκλογές, ίσα για να έχει να λέει…
Η ΝΔ έχει κάνει την αγορά εργασίας, τα μεροκάματα και το κόστος ζωής τόσο δυσμενή για τους εργαζόμενους που όσοι μετανάστες μπορούν –κυρίως Αλβανοί, αλλά και άλλες εθνικότητες– έχουν φύγει για Ιταλία, Βρετανία ή άλλες ευρωπαϊκές χώρες αναζητώντας καλύτερα μεροκάματα. Για τον λόγο αυτό πριν από ένα μήνα η κυβέρνηση της ΝΔ έδωσε το πράσινο φως για την είσοδο 168.000 εργαζομένων από τρίτες χώρες (με χαμηλό κόστος ζωής, για τους οποίους έχει νόημα να δουλέψουν για 25 ευρώ τη μέρα και να μεταφέρουν τα λεφτά στη χώρα τους) ώστε να καλύψει τις κενές θέσεις εργασίας εποχικού χαρακτήρα στον πρωτογενή τομέα και τον τουρισμό. Το πρόβλημα βεβαίως είναι ότι οι κενές θέσεις παντού αυξάνονται. Μόνο μέσα στον τελευταίο μήνα αδυναμία να βρουν εργαζόμενους ανέφεραν ο όμιλος Μetro, οι μεγάλοι της αρτοζαχαροπλαστικής, ο Φουρλής, καθώς οι εργαζόμενοι δεν θέλουν να δουλέψουν με τους δυσμενείς όρους που διαμόρφωσε γι’ αυτούς η ΝΔ.
Μέσα σ’ αυτήν τη ζοφερή κατάσταση ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί τη μόνη λύση για να ισορροπήσει εκ νέου τις σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων προς όφελος των δεύτερων και μέσω της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων να τους δώσει τη δυνατότητα να αυξήσουν επιτέλους τον μισθό τους.
Οι φτωχοί θα γίνουν φτωχότεροι
Ενα μοναδικό… επίτευγμα της διακυβέρνησης της ΝΔ ήταν ότι επί των ημερών της και παρά τις επεκτατικές πολιτικές που εφάρμοσε αυξήθηκε ο κίνδυνος φτώχειας στην Ελλάδα. Κι όμως, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), από το 2019 ως το 2021 υπήρξε ανατροπή στην αποκλιμάκωση των ανισοτήτων και της φτώχειας που είχαν περιοριστεί στο διάστημα 2016-19, με το ποσοστό του πληθυσμού της Ελλάδας σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό να αυξάνεται σε 28,3% (ή 2,9 εκατ. άτομα) από 27,4% το 2019 και τον δείκτη κινδύνου σχετικής φτώχειας να αυξάνεται στο 19,6% των νοικοκυριών το 2022 έναντι 17,7% το 2019.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη βεβαίως επαίρεται ότι μείωσε την επίσημη ανεργία στο 12,4% το 2022. Κίνδυνο φτώχειας όμως δεν διατρέχουν μόνο οι άνεργοι, αλλά και οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, ειδικά αν έχουν παιδιά ή δουλεύουν λιγότερες ώρες, αναφέρει η ΤτΕ. Κι αυτοί είναι παρά πολλοί, καθώς επί ΝΔ αυξήθηκαν οι αμειβόμενοι με τον κατώτατο μισθό –σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας τριμηνιαίας έκθεσης του ΙΟΒΕ– στο 20% των εργαζομένων με πλήρη απασχόληση και στο 48% των εργαζομένων με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση.
Τσουνάμι πλειστηριασμών
Ο Πτωχευτικός Κώδικας που έφερε η Νέα Δημοκρατία το 2020 έδωσε το πεπόνι και το μαχαίρι στα funds και στις τράπεζες, καταργώντας τη δικαστική προστασία των δανειοληπτών και την προστασία της πρώτης κατοικίας. Και ο εξωδικαστικός μηχανισμός για τη ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους που θέσπισε δεν απέδωσε, με αποτέλεσμα το ιδιωτικό χρέος να αυξηθεί κατά 40 δισ. ευρώ από το 2019 ως το 2022, φτάνοντας στα 274 δισ. ευρώ.
Κατά την πρώτη τετραετία της ΝΔ όμως το συγκεκριμένο πλαίσιο δεν εφαρμόστηκε και έτσι δεν παρήγαγε οδυνηρά αποτελέσματα για τη μεγάλη πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας. Αρχικά επειδή λόγω πανδημίας είχαν ανασταλεί οι πλειστηριασμοί, αργότερα επειδή υπήρξαν δικαστικές αποφάσεις που αμφισβήτησαν τη δικαιοδοσία των funds να διεξάγουν πλειστηριασμούς. Τον περασμένο Ιανουάριο η ολομέλεια του Αρειου Πάγου «καθάρισε» το πεδίο υπέρ της κυβέρνησης και των funds, όμως και πάλι μπήκε φρένο στους πλειστηριασμούς από την ίδια τη ΝΔ, που ζήτησε σιωπηρή αναστολή των πλειστηριασμών ακινήτων αξίας μέχρι 80.000 ευρώ ως τις εκλογές ώστε να έχει ανοικτό το πεδίο για την επανεκλογή της.
Το 2022, με εκκρεμότητες ακόμη στο νομικό πλαίσιο, έγιναν 29.000 πλειστηριασμοί, εκ των οποίων 9.000 οδήγησαν σε ισάριθμες μεταβιβάσεις κατασχεμένων ακινήτων. Κατά τους δικηγορικούς συλλόγους, με την πλήρη απελευθέρωση των πλειστηριασμών απειλούνται μαζικοί πλειστηριασμοί σε βάρος 600.000 ακινήτων –εκ των οποίων τα 300.000 είναι πρώτες κατοικίες και τα υπόλοιπα 300.000 επαγγελματικά ακίνητα–, τα οποία αποτελούν τις εμπράγματες εξασφαλίσεις για τα «κόκκινα» δάνεια που διαχειρίζονται οι servicers. Οι servicers έχουν απαντήσει ότι κατά τις δικές τους εκτιμήσεις για οκτώ στα δέκα δάνεια θα υπάρξουν συναινετικές ρυθμίσεις, οπότε σε πλειστηριασμό θα βγουν μόνο 120.000 ακίνητα. Την περασμένη εβδομάδα πάντως στην πλατφόρμα των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών εκκρεμούσαν 187.540 πλειστηριασμοί.
Και βεβαίως το γνωρίζουν: τυχόν δεύτερη θητεία της Νέας Δημοκρατίας θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου για μαζικούς πλειστηριασμούς ακόμη και πρώτης κατοικίας, ενώ οι εικόνες όπως του ανάπηρου γέροντα από τη Χαλκιδική που έχασε πριν από τρεις βδομάδες το σπίτι του και μένει στην αυλή επειδή μπήκε εγγυητής σε δάνειο του γιου του θα γίνουν οικτρή τετριμμένη καθημερινότητα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποσχεθεί ριζική αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου της ΝΔ με προστασία της πρώτης κατοικίας, της επαγγελματικής στέγης και της αγροτικής γης, υποχρεωτική συμμετοχή των πιστωτών στις ρυθμίσεις και επαναφορά της δικαστικής προστασίας των δανειοληπτών ώστε να δοθεί τέλος στην ασυδοσία των funds. Και το γεγονός ότι η πρότασή του περιλαμβάνει την ανάληψη ευθύνης από το κράτος για τη ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους –σωστά, όταν εκατοντάδες χιλιάδες δάνεια «κοκκίνισαν» μέσα σε λίγα χρόνια, πρωτίστως με ευθύνη του κράτους (χρεοκοπία, μνημόνιο, πτώση ΑΕΠ 25%) και των τραπεζών (μακρόχρονη άρνηση ρυθμίσεων)– παρά το δημοσιονομικό κόστος της την καθιστά ρεαλιστική λύση για τους δανειολήπτες και την κοινωνία με αυξημένο βαθμό δικαιοσύνης.