Λίνα Νικολακοπούλου στο Documento: «Είναι πολύ ιδιαίτερα όντα οι στιχουργοί»

Λίνα Νικολακοπούλου στο Documento: «Είναι πολύ  ιδιαίτερα όντα  οι στιχουργοί»

Μια συζήτηση για τις λέξεις, τα τραγούδια και τις µεγάλες καλλιτεχνικές συναντήσεις λίγο πριν από τη συναυλία που θα γίνει στο Παλλάς.

Παρακολούθησα πρόσφατα την παράσταση της Λίνας Νικολακοπούλου µε την Ερωφίλη και την Αργυρώ Καπαρού. Με εντυπωσίασε το γεγονός ότι αποδόθηκαν τραγούδια από κύκλους µε χρονολογική σειρά, τα οποία δεν είχαν ακουστεί ευρέως στον καιρό τους. Σχεδόν ταυτόχρονα έφτασε η είδηση για τη µεγάλη συναυλία της εθνικής µας στιχουργού στο Παλλάς (∆ευτέρα 13 Ιανουαρίου), όπου θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά τα έργα που γέννησαν οι συνεργασίες της µε τον Γκόραν Μπρέγκοβιτς και τον Κίκι Λέσεντριτς.

Θα τραγουδήσουν από την παλιά γενιά ο Μανώλης Μητσιάς, η Γλυκερία και η Πίτσα Παπαδόπουλου, ενώ από τη νεότερη η Ασπασία Στρατηγού, ο Απόστολος Κίτσος και η Μαρίνα Σάττι. Ηταν και η αφορµή για την ακόλουθη συνοµιλία µας, στην οποία ξεδιπλώθηκε όλο το χρονικό αυτών των συνεργασιών µαζί µε τις απόψεις της Νικολακοπούλου για το σηµερινό στιχουργικό τοπίο και για κάποιους στίχους της που πια πέρασαν στη σφαίρα της ζωντανής προφορικής παράδοσης.

Εχω την εντύπωση πως όσο µεγαλώνετε αποµακρύνεστε από τους µεγάλους τραγουδιστές που τους χαρίσατε τεράστιες επιτυχίες. 

Εκανα αρκετή υποµονή για µία δεκαετία, κατά την οποία δεν γινόταν τίποτα δισκογραφικά. Το καλό µε την ιδιότητα του ανθρώπου του λόγου είναι ότι έχει αντοχές. Πρέπει να προπονείσαι σαν τον αθλητή, κάτι να γράφεις ή να σηµειώνεις, άσχετα αν δεν είναι η στιγµή γόνιµη. Είναι πολύ ιδιαίτερα όντα οι στιχουργοί. Το διάστηµα της αναγκαστικής αποχής βρήκα την ισορροπία µου µε συναντήσεις µε λογοτέχνες και ποιητές. Αυτό µε κράτησε «ζωντανή» και µου χάρισε µια δίοδο επικοινωνίας. Κι αν το τοπίο ήταν ίδιο µε του ’80 και του ’90, µπορεί να ’χα γεννήσει σπουδαία πράγµατα στο τραγούδι.

Οι µεγάλοι τραγουδιστές ήταν ωραίες φωνές που φώτιζαν τον λόγο µου και άρα η αιτία της απόστασής µου ήταν η απώλεια της όρεξης να προτείνουµε κάτι. Πιο πολύ δικό τους θέµα ήταν παρά δικό µου. Παρ’ όλα αυτά είχα αρχίσει να παρατηρώ ότι το είδος που υπηρετούσα, αδυνάτιζε. Ούτε οι νέοι τεράστιοι χώροι µπορούσαν να το βοηθήσουν, αφού το συγκεκριµένο ρεπερτόριο δεν φωτίζεται νύχτα, εκτός κι αν είναι λογικής µπουάτ. Αυτό έφτασε να µπορεί να γίνει τώρα. Βρήκα τη δύναµη να φτιάξω ένα πρόγραµµα, συστήνοντας νέους καλλιτέχνες. Μπορώ και το θέλω.

Στη συναυλία στο Παλλάς θα παρουσιάσετε τις συνεργασίες σας µε τον Μπρέγκοβιτς και τον Λέσεντριτς. 

Τα έργα αυτά ήταν οι πυλώνες της δικής µου απόπειρας να γράψω στίχους πάνω σε µελωδίες και ρυθµούς µε πολύ παλιά ρίζα. Ειδικά οι µουσικές από τον «Καιρό των Τσιγγάνων» είναι γραµµένες για τις γιορτές και τους γάµους τους. Του Λέσεντριτς, πάλι, που είναι δυτικός συνθέτης, ήταν πιο έντεχνα. Η καταγωγή του Μητσιά µε τα µακεδονίτικα ακούσµατα µε ώθησε στον συγκερασµό µε µια µπάντα πνευστών πάνω σ’ αυτές τις ωραίες µελωδίες. Επιστρέφω όµως και σε µελωδίες που εµένα µε πηγαίνουν προς το δηµοτικό τραγούδι, εποµένως, µαζί µε του Γκόραν και του Κίκι, έβαλα και µερικά τραγούδια που φέρουν ίδια δόνηση. 

Θέλω να µου πείτε το ιστορικό της συνεργασίας µε τον Γκόραν Μπρέγκοβιτς.

Μάζευε η Αλκηστη υλικό για έναν δίσκο. Ο στιχουργός Κώστας Κωτούλας είχε βρει δύο µουσικές από τον «Καιρό των Τσιγγάνων» και τις έδωσε στην Αλκηστη µήπως και της γράψω. Με το που άκουσα τις µουσικές, πήγα στο Αστυ να δω την ταινία του Κουστουρίτσα. Βγήκα απ’ το σινεµά και ένιωθα αναστατωµένη, σαν κάτι να µου ’χε µιλήσει πολύ δυνατά µέσα µου. Το πρωί τηλεφώνησα στην Αλκηστη: «Οχι µόνο δύο τραγούδια, θέλω να κάνουµε ολόκληρο δίσκο µε τον Μπρέγκοβιτς». Βάλαµε την τότε Polygram να επικοινωνήσει µε την Polygram Γαλλίας και βρήκαµε τον Μπρέγκοβιτς, ο οποίος µας ζήτησε να του στείλουµε τη φωνή της τραγουδίστριας.

Του έστειλα µαζί και το «Ρεµπέτικο» του Ξαρχάκου για να έχει δύο αναφορές. Ο Μπρέγκοβιτς δεν ενδιαφερόταν να ξανακάνει ό,τι έκανε στο σάουντρακ, ήθελε έναν συγκερασµό των δικών µας ηχοχρωµάτων µε τα δικά του. Κανονίστηκε να τον συναντήσουµε στο Σεράγεβο, όπου ήταν το πατρικό του. Σηκωθήκαµε από εδώ και στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου θα πετάγαµε για Βελιγράδι, είχε τροµερή οµίχλη και καθυστερήσαµε πέντε ώρες. Μας περίµενε αυτοκίνητο Βελιγράδι – Σεράγεβο για να δούµε τον Γκόραν στο σπίτι του. Οταν φτάσαµε, αυτός δεν ήταν εκεί. Η γυναίκα που φρόντιζε το σπίτι δεν µίλαγε καθόλου. Κάποια στιγµή άκουσα τα βήµατα του Γκόραν στην ξύλινη σκάλα µε φόρα, γιατί είχε αργήσει.

Εµφανίστηκε ένας κούκλος µε την καµπαρντίνα του και τα άναρχα µαλλιά του και µέσα σε πέντε λεπτά µάς είπε το εξής: «Επειδή πρέπει να πάω σε µια τελετή που µε βραβεύουν, δεν έρχεστε µαζί;». Μας πήρε και πήγαµε σ’ ένα κλαµπ µε τα φλας να αστράφτουν σαν να είµαστε στο Χόλιγουντ. Είπα της Αλκηστης: «∆εν ξέρω γιατί, αλλά θα γίνει χαµός µ’ αυτό τον δίσκο». Μέσα σ’ αυτή τη βαβούρα, πάλι δεν µπορούσαµε να µιλήσουµε, έλα όµως που εµείς πετούσαµε το ίδιο βράδυ. «Εµείς πρέπει να φύγουµε» ενηµέρωσα τον Γκόραν κι έτσι µέσα στο αυτοκίνητο µου είπε: «Για µας οι Τσιγγάνοι είναι καθηµερινότητα». «Και για µας» απάντησα. «Επίσης, ο λόγος έχει µεγάλη σηµασία στα τραγούδια µας» συνέχισε. «Και σε µας ακόµη πιο πολύ» του εξήγησα. «Let’s do it» γύρισε τότε και µου είπε. Εδώ τελειώνει η δική µου πρώτη σκηνή του «Καιρού των Τσιγγάνων», πώς δηλαδή κυνήγησα το «ναι» του και µε πόσο κόπο το απέσπασα. Ενα µεγάλο ταξίδι, σκεφτείτε, µε πέντε λεπτά κουβέντα και άλλα πέντε µέσα στο αµάξι πριν από το αεροδρόµιο. 

Η συνεργασία µε τον Κίκι Λέσεντριτς, που ακολούθησε αυτή του Μπρέγκοβιτς, πώς προέκυψε;

Ο Μπρέγκοβιτς µου τον σύστησε. Μου µίλησε για έναν νεαρό ταλαντούχο συνθέτη, κάτι υπέροχο απ’ τη µεριά του. Η Γιουγκοσλαβία ήταν κατεστραµµένη και ο Γκόραν ήθελε να προσφέρει διέξοδο σ’ έναν νεότερο καλλιτέχνη που τον πίστευε. Οταν άκουσα τις µελωδίες του Κίκι, σκέφτηκα κατευθείαν τη φωνή του Μητσιά. Οχι πολύ µετά, ηχογραφήσαµε στο Βελιγράδι µε τέσσερις µουσικούς και µε υπέροχα γυναικεία φωνητικά. Πήγαµε µε τον Μανώλη στο Βελιγράδι εν µέσω µιας τραγικής κατάστασης. Μπιτόνια µε βενζίνη για τον δρόµο και στα ράφια των σουπερµάρκετ να βρίσκεις µόνο σαπούνι και σύρµα για τις κατσαρόλες. Με όλη την παρέα εκεί, παρ’ όλα αυτά, περάσαµε µαγικά. Γυρίσαµε και προσθέσαµε ηχογραφήσεις στο στούντιο Σιέρρα.

Να που σήµερα λοιπόν παρουσιάζετε live αυτά τα έργα που ένωσαν την Ελλάδα µε τις γειτονικές της χώρες. 

Oσο µεγαλώνω, παρατηρώ συνεχώς συµπτώσεις. Θυµάµαι πριν από δύο χρόνια που µε είχαν καλέσει σε ένα εστιατόριο. Εκεί που τρώγαµε, άκουσα από µακριά τον ήχο µιας µπάντας. Μέσα µου άρχισε ένα καρδιοχτύπι του στιλ «αυτοί ήρθαν για µένα». Καθώς πλησίαζαν, άκουσα να παίζουν το «Παραδέχτηκα» και το «Να ’ταν η χαρά οικόπεδο». Παράτησα το τραπέζι και βγήκα έξω. Τα παιδιά έπαθαν πλάκα µε το που µε είδαν. Μου είπαν πως είχαν βρεθεί στα Μέθανα, τη γενέτειρά µου, ρώτησαν πού ήταν το σπίτι µου και κάθισαν κι έπαιξαν σαν να µου έκαναν καντάδα. Μου ήρθαν δάκρυα… Αργότερα επιµελήθηκα ένα αφιέρωµα στον Βαµβακάρη για το φεστιβάλ της ΚΝΕ, όπου έπειτα από µας θα έπαιζε µια µπάντα µε χάλκινα. Γνώριζα έναν απ’ τους µουσικούς, τον ακορντεονίστα Θάνο Σταυρίδη, που µου ζήτησε να τους προσέξω. Μου άρεσαν. Ο ίδιος µουσικός είχε κάτι στον νου να κάναµε µαζί. Μία βδοµάδα µετά µου τηλεφώνησε ο Μάνος Τρανταλίδης: «Εχω µια ηµεροµηνία για Παλλάς, κάνε ό,τι θέλεις».

Πρωτότυπο το «πάντρεµα» µε την Πίτσα Παπαδοπούλου και για πρώτη φορά.

Ηµουν στην εκποµπή «Νύχτα στάσου» κι εκεί την είδα πώς τραγουδούσε. Είναι µοναδική. Είχα περιέργεια για το πώς θα έλεγε η Πίτσα το «Μαύρο χιόνι», δηµιουργήθηκε µια προσµονή µέσα µου για το τι συναισθήµατα θα βγάλει µια κατεξοχήν λαϊκή ερµηνεύτρια. 

Και γιατί, ενώ έχετε τον Μητσιά, απουσιάζει η Πρωτοψάλτη;

Πολύ απλά θα πω ότι η Αλκηστη λέει ακόµη αυτά τα τραγούδια στα προγράµµατά της. Κρατάει ζωντανό το ρεπερτόριο αυτό στις συναυλίες της. Τώρα θεώρησα υποχρέωση µου να δώσω κάποια κοµµάτια στη Γλυκερία, σε µια καλλιτέχνιδα που έχει τραγουδήσει όπου υπάρχει Ελληνας στον πλανήτη. Ηθελα να συνεργαστώ µε τη Γλυκερία, µε την οποία δεν είχαµε δουλέψει ποτέ πριν. Με συγκινεί η «µακροβιότητά» της και η συνέπειά της. 

Ο Μητσιάς αντίθετα δικαιούται να τα ξανατραγουδήσει τώρα, αφού δεν είχε ίδια απήχηση ο δίσκος του Λέσεντριτς µε του Μπρέγκοβιτς.

Ετσι είναι, δεν είχε. Η µεγαλύτερη επιτυχία που προέκυψε τότε ήταν το «Πάρτι» και δευτερογενώς το «Με το φορητό τον ουρανό µου». ∆εν τα είχε χαρεί ο Μητσιάς αυτά τα τραγούδια. Μάλιστα, έδωσα το «Νανούρισµα» απ’ τον ίδιο δίσκο στον Απόστολο Κίτσο. Συγκινήθηκε µε το πώς επέλεξα µια µελωδία γι’ αυτόν. Θα δοκιµάσω αυτό το δούναι και λαβείν και µε την Ασπασία Στρατηγού, που επίσης θεωρώ καλή τραγουδίστρια. Ευκαιρία λοιπόν να δω ζωντανά τη χηµεία όλων αυτών των ερµηνευτών. Εγινε και κάτι άλλο καλότυχο: η Μαρίνα Σάττι είχε διασκευάσει το «Βλέφαρό µου» σε µουσική του Κυπουργού. Το άκουσα για να έδινα την άδεια και αµέσως της µίλησα: «Κατά σύµπτωση κάνω αυτό στο Παλλάς. Θα έρθεις;». Και µου απάντησε: «Βέβαια». Ετσι θα έχουµε και τη Μαρίνα Σάττι. 

Ποιοι στίχοι σας είδατε να γίνονται σλόγκαν;

Σλόγκαν πιστεύω ότι έγινε το ρεφρέν του «Σ’ όποιον αρέσουµε». Το «Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια», που ήταν µια κατασκευή, έχει γίνει κάτι σαν παροιµία που ο κόσµος νοµίζει ότι προϋπήρχε. Ακόµη σλόγκαν έγινε ο στίχος «Στο βάθος το ζηλεύουµε αυτό που ρεζιλεύουµε». Ας θυµηθούµε και το «Είµαστε ακόµα ζωντανοί», άρα µιλάµε για στίχους που έχουν αυτονοµηθεί κι έχουν γίνει σηµεία αναφοράς στη ζωή και στον προφορικό καθηµερινό λόγο. Θυµάµαι τον Μάτσα, που του ζήτησα να είναι τυπωµένοι οι στίχοι µέσα στον φάκελο του βινυλίου. «Τι γίνεται, Λίνα µου, υπάρχει κάποια επιτυχία µες στον δίσκο σαν το “Η αγάπη είναι ζάλη’’;» Του απάντησα: «Τι να σας πω, κύριε Μάτσα, µια κολόνια έχω. Αν σας ζαλίσει, δεν το ξέρω» (γέλια). 

Μοιάζει σαν αυτή τη στιγµή να µη µπορεί κανείς να σας µετακινήσει απ’ τον «θρόνο» σας. Θα το πω λίγο χοντρά: Τι έχει αλλάξει και ο καθένας νοµίζει ότι είναι στιχουργός;

Οι κανόνες της αγοράς. Οταν ξεκινούσα, ήταν εν ζωή ο Γκάτσος και ντρεπόµουν να κάνω κάτι που δεν θα ήταν καλό. Και δεν ήξερα αν θα είναι καλό, αλλά ήθελα να είναι καλό. Η ισορροπία σε µένα προήλθε και απ’ το πόσοι καλοί συνθέτες υπήρχαν. Οταν θαύµαζες τον Κουγιουµτζή και τον Μούτση, είχες ανθρώπους που ευχόσουν να πάρουν τα λόγια σου. Το νόµισµα υποβαθµίστηκε από ένα σηµείο και µετά. Απ’ την άλλη οι τραγουδοποιοί που έγραφαν και στίχους απ’ το ’90 και µετά καλά τα έκαναν. Ο Μαχαιρίτσας έχει γράψει θησαυρούς, όπως και ο Σούσης, που άφησε αποτύπωµα. Ο Βαγγέλης Γερµανός, όπως και η Αρλέτα, ήταν εύγλωττοι δηµιουργοί µε κοσµοθεωρία δική τους. Ολη η ιστορία για τον καθένα που έρχεται στο προσκήνιο είναι τι έχει να δώσει και πόσο διατεθειµένος είναι.

«Το σώµα µας είναι το ηµερολόγιό µας». Υπάρχει κάποια λέξη που επαναλαµβάνεται συχνά στα τραγούδια σας;

Παλιά υπήρχε: το σώµα. Πολλές φορές την έχω πει, γιατί αυτό είναι το µαρτυρικό στοιχείο του ανθρώπου. Ολο το άλλο, το ψυχικό, το καρδιακό, το εγκεφαλικό, δεν υποφέρει τόσο όσο το σώµα που κουβαλάµε. Και ό,τι άλλο ποθήσουµε είναι καταδικασµένο να αρρωστήσει και να σβήσει. Θυµάµαι που ερχόταν κάποτε ένας άνθρωπος σαν «healer» και έβαλε τα χέρια του στο στοµάχι µου. Με ρωτάει: «Θύµωσες πολύ τις τελευταίες πέντε µέρες;». Και του απαντάω «ναι». Αυτός ο θυµός λοιπόν είχε καταγραφεί στο σώµα µου. Εµεινα άναυδη. Εκεί είπα ότι το σώµα µας είναι το ηµερολόγιό µας, η βιβλιογραφία µας.

INFO
«Να ‘ταν η χαρά οικόπεδο». Παλλάς, Δευτέρα 13/1, 21:00

Διαβάστε επίσης:

ΠΑΣΟΚ: Το γαρ πολύ του εκσυγχρονισμού γεννά αντιδράσεις – Διαξιφισμοί μετά την υπόκλιση στις επιλογές Σημίτη

Καιρός: Πού χιόνισε, πού υπάρχουν προβλήματα – Πώς θα εξελιχθεί η κακοκαιρία

Αναλυτής προειδοποιεί: Πλησιάζει το τέλος του δυτικού κόσμου – Τα σημάδια που δείχνουν επικείμενη κατάρρευση

Documento Newsletter