«Λευκές περιστερές» οι δωσίλογοι από τους κουμουνιστοφάγους

Στις 20 Μαΐου 1948 γινόταν στο Ειδικό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης η εκδίκαση της αίτησης ανακοπής που είχε υποβάλει ο δωσίλογος δημοσιογράφος Μιχαήλ Παπαστρατηγάκης, διευθυντής της ναζιστικής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης «Νέα Ευρώπη» τα χρόνια της Κατοχής, με την οποία ζητούσε την ανακοπή τής με αριθμό 216 του 1945 απόφασης του ίδιου δικαστηρίου, με την οποία είχε καταδικαστεί ερήμην σε ισόβια δεσμά με την κατηγορία ότι διατηρούσε στενή συνεργασία και πρόσφερε υπηρεσίες στις δυνάμεις κατοχής.

Συγκεκριμένα ο Παπαστρατηγάκης, για τον οποίο ο επίτροπος του ειδικού δικαστηρίου είχε ζητήσει να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου, κατηγορούνταν ότι έγινε όργανο του εχθρού και διέδωσε την προπαγάνδα του, κατηγορίες με τις οποίες δικάστηκαν στην ίδια δίκη άλλοι 16 κατηγορούμενοι δωσίλογοι δημοσιογράφοι που υπήρξαν εκδότες, διευθυντές και αρθρογράφοι των εφημερίδων «Νέα Ευρώπη» και «Απογευματινή» καθώς και του Γερμανικού Γραφείου Προπαγάνδας που πρόβαλλαν τις θέσεις των χιτλερικών.

Ο ισχυρισμός του δωσίλογου δημοσιογράφου ήταν ότι «δεν ενεφανίσθη κατά την ερήμην δίκην ουχί εξ αμελείας, αλλά λόγω ανωτέρας βίας, ήτοι ευρισκόμενος εν Βιέννη». Γιατί βρέθηκε στη Βιέννη; Για τουρισμό, για δημοσιογραφική αποστολή ή πάλι για μπίζνες; Οχι. Είχε καταφύγει εκεί στα τέλη Σεπτεμβρίου 1944 με το «τρένο της μεγάλης φυγής», την αμαξοστοιχία που μετέφερε σε δύο βαγόνια μεγαλόσχημους συνεργάτες των κατακτητών που προτίμησαν να καταφύγουν στη Γερμανία και την κατεχόμενη από αυτήν Αυστρία.

Είχαν εύκολα τα «συγχωροχάρτια»

Η δίκη ακύρωσης της ποινής των ισοβίων που του είχε πρωτόδικα επιβληθεί έγινε κυριολεκτικά την περίοδο που ο Εμφύλιος Πόλεμος βρισκόταν στην κορύφωσή του και οι μάχες συνεχίζονταν σκληρά. Σε μια εποχή κατά την οποία έπαιρναν μαζικά «συγχωροχάρτια» από την πολιτική και δικαστική εξουσία σχεδόν όλοι όσοι είχαν προσφέρει υπηρεσίες στον κατακτητή, προκειμένου να στρατευτούν στον αγώνα κατά των ανταρτών του ΔΣΕ και του «επαράτου κομμουνισμού».

Ποιος όμως ήταν ο Παπαστρατηγάκης; Δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Στην περίοδο της δικτατορίας Μεταξά υπήρξε ένας από τους έμπιστους του δικτάτορα στην επιτροπή λογοκρισίας. Και καθώς ήταν φανατικά γερμανόφιλος, ναζιστής και θαυμαστής του Χίτλερ, λίγο αφότου οι Γερμανοί εισέβαλαν και κατέκτησαν τη χώρα μας ο διευθυντής του γραφεί

ου Τύπου της γερμανικής πρεσβείας Σβέμπερ τον έφερε από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη για να αναλάβει αρχικά αρχισυντάκτης και στη συνέχεια διευθυντής της φιλοναζιστικής εφημερίδας «Νέα Ευρώπη».

«Χωρίς ελληνική συνείδηση»

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες πολλών δημοσιογράφων που είχαν καταθέσει στη δίκη των δωσίλογων συναδέλφων τους, ο Παπαστρατηγάκης ήταν ο εμπνευστής έκδοσης της «Νέας Ευρώπης», πίστευε στη γερμανική νίκη, ήταν πεμπτοφαλαγγίτης και υπήρξε «το μάτι των Γερμανών στη “Νέα Ευρώπη”». Ενώ σύμφωνα με τον δικηγόρο Νικόλαο Αμπαδογιάννη που εργάστηκε ως ασυρματιστής στην εφημερίδα «Μακεδονία» κατά την περίοδο της Κατοχής, ο Παπαστρατηγάκης «δεν είχε ελαττωμένη, δεν είχε καθόλου ελληνική συνείδηση».

Είναι χαρακτηριστικοί οι πανηγυρισμοί της «Νέας Ευρώπης» για το «μαύρο Σάββατο» του Ιουλίου 1942, όταν οι ναζί συγκέντρωσαν χιλιάδες Εβραίους στην πλατεία Ελευθερίας προκειμένου να τους επιλέξουν έπειτα από καψόνια και βασανιστήρια για αποστολή στην εκτέλεση διάφορων δημόσιων έργων, από όπου πολλοί δεν γύρισαν ζωντανοί λόγω των πανάθλιων συνθηκών που επικρατούσαν εκεί.

Τα εγκώμια Χρυσοχόου και Κρανιωτάκη

Η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου Δωσιλόγων για τη διαγραφή της ποινής των ισόβιων δεσμών που αρχικά είχε επιβληθεί στον Παπαστρατηγάκη δεν ήρθε μόνη της, αλλά προέκυψε και μετά την κατάθεση δύο μαρτύρων υπεράσπισης που εμφανίστηκαν για να βεβαιώσουν «πόσο καλός Ελληνας» και πόσο «πατριώτης» ήταν ο δωσίλογος δημοσιογράφος. Οι μάρτυρες αυτοί ήταν ο πριν από την Κατοχή συνταγματάρχης ιππικού Αθανάσιος Χρυσοχόου, που στο μεταξύ είχε φτάσει στον βαθμό του υποστράτηγου ε.α., και ο φιλομοναρχικός Αθηναίος δημοσιογράφος Νικόλαος Κρανιωτάκης, που κατά την Κατοχή υπήρξε διευθυντής της φιλοϊταλικής εφημερίδας «Πρωινός Τύπος», είχε τοποθετηθεί από τον δικτάτορα Ι. Μεταξά υφυπουργός Συγκοινωνίας επί 4ης Αυγούστου και είχε προκαλέσει πάταγο το 1933, όταν είχε απαιτήσει να επιβληθεί στους Μικρασιάτες πρόσφυγες να φορούν κίτρινα περιβραχιόνια ώστε να διακρίνονται από τους υπόλοιπους Ελληνες.

Ο Χρυσοχόου στην κατάθεσή του, δικαιολογώντας τη στενή σχέση του Παπαστρατηγάκη με τους Γερμανούς, την απέδωσε στην πίστη του στη γερμανική νίκη, ενώ παράλληλα δήλωσε ότι τον διευκόλυνε στο άχαρο έργο που εργολαβικά είχε αναλάβει για την κατασυκοφάντηση του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης.

Διαβάζουμε την κατάθεσή του στα επίσημα πρακτικά της δίκης της 20-5-1948:

Αθανάσιος Χρυσοχόου: «Η εντύπωσίς μου διά τον κατηγορούμενον είναι ότι πιστεύων ούτος εις την νίκην των Γερμανών, ειργάσθη ίνα φέρη κάτι εις την ελληνικήν υπόθεσιν. Πολλάκις μοι διευκόλυνεν ο κατηγορούμενος εις την υπηρεσίαν μου, δημοσιεύων διάφορα άρθρα ίνα διαφωτισθεί ο λαός ότι το ανταρτικόν κίνημα ήτο καταστρεπτικό ν. Η αν τι κομμουνιστική προπαγάνδα έπρεπε να γίνει διότι το ΕΑΜ εφάνη με εθνικόν προσωπείον και ο κόσμος δεν εγνώριζε τας κακουργίας του και ούτω επεβάλλετο η καταπολέμησις των πλοκάμων της οργανώσεως αυτής. Τον καιρόν εκείνον οι Γερμανοί εχρησιμοποίησαν εθνικόφρονας και τους υπεχρέωσαν να γράφουν άρθρα κατά του κομμουνισμού. Ουδείς έδιδε πίστιν εις τα άρθρα της “Νέας Ευρώπης”».

Με τη σειρά του ο Ν. Κρανιωτάκης, που αργότερα υπήρξε και πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, ανάφερε στην κατάθεσή του:

«Τα άρθρα του κατηγορουμένου Παπαστρατηγάκη ήταν α ντι κομμουνιστικά. Ο κατηγορούμενος είναι πατριώτης και φοβερό ςαντ ι κομμουνιστής. Ούτος ηναγκάσθη να φύγει εις την Γερμανίαν διότι ηπειλείτο από τους κομμουνιστάς».

Ετσι λοιπόν, με βάση το κλίμα εκείνης της εποχής αλλά και τις καταθέσεις των δύο μαρτύρων, ο δωσίλογος δημοσιογράφος με την τόσο μεγάλη προδοτική ναζιστική δράση αποδόθηκε στην κοινωνία ως… λευκή περιστερά.