Λεωνίδας Κακούρης: «Εμαθα κρητικά από το YouTube»

Λεωνίδας Κακούρης: «Εμαθα κρητικά από το YouTube»
Φωτογραφίες: Γιώργος Κονταρίνης/Eurokinissi

Φέτος είναι η χρονιά του και μάλιστα σε διπλό ταμπλό. Δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία στο τηλεοπτικό «Ναυάγιο» και ετοιμάζεται να υποδυθεί τον «Βασιλιά Ληρ» στο Εθνικό Θέατρο.

Πολλά πράγματα δεν ξέρουμε για τον Λεωνίδα Κακούρη, που φέτος συναρπάζει το τηλεοπτικό κοινό με μια ερμηνεία-σοκ. Ο καπετάν Στελής στη σειρά «Ναυάγιο» του Mega ή ο Δούκας Σεβαστός στις «Αγριες μέλισσες» είναι μόνο ένα μικρό μέρος από τη μεγάλη διαδρομή του ταλαντούχου ηθοποιού με τη βαθιά «επιδαύρια» φωνή, που έχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα στις θεατρικές σκηνές παράλληλα με τα τηλεοπτικά πλατό που τον έκαναν διάσημο. Γι’ αυτό δεν είναι έκπληξη ότι τον επέλεξε ο Γιάννης Χουβαρδάς για να πρωταγωνιστήσει στον «Βασιλιά Ληρ» που ανεβαίνει τον Δεκέμβριο στο Εθνικό Θέατρο. Ή μάλλον είναι έκπληξη. Γιατί η «μετάβαση» στις κεντρικές κρατικές σκηνές δεν ήταν εύκολη – στην πραγματικότητα άργησε κάμποσα χρόνια. Ισως επειδή «πλήρωσε» τη συμμετοχή του σε επιτυχημένες σειρές που σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής δεν ήταν «ποιοτικές». Ισως επειδή είναι περήφανος και δεν παρακαλάει. Σήμερα, πάντως, τον βρίσκουμε στην καλύτερη στιγμή του, περιμένοντας να τον δούμε επιτέλους πάνω στη σκηνή του Εθνικού. Ενα θέατρο που δικαίως θεωρεί σπίτι του, αφού από εκεί αποφοίτησε ως αριστούχος.

Υπάρχει ακόμη το στερεότυπο των τηλεοπτικών σταρ που δεν κάνουν για σοβαρούς ρόλους;

Σίγουρα όχι όπως παλαιότερα. Θυμάμαι έναν τίτλο σε εφημερίδα της εποχής «Η “Λάμψη” και οι άλλοι» που αναφερόταν στην παράσταση «Φοίνισσες» του Ευριπίδη που παίζαμε με την Αννα Συνοδινού στην Επίδαυρο. Αυτός ο διαχωρισμός είναι ελιτίστικος την ώρα που υπάρχουν ταλαντούχα παιδιά που δεν έχουν να πληρώσουν το ρεύμα τους. Για μένα η «Λάμψη» ήταν σανίδα σωτηρίας για να συνέλθω οικονομικά και να σκεφτώ τι θα κάνω παρακάτω. Το πλήρωσα σαφέστατα γιατί κάποια μυαλά ήταν κολλημένα. Αλλά συνέχισα να περπατώ στον δρόμο μου. Αυτό είναι το σημαντικό.

Σας στεναχωρούσε αυτή η συνειδητοποίηση;

Φυσικά. Είναι δύσκολο να ακούς ότι είσαι καλός αλλά να μη σε φωνάζουν να παίξεις. Είναι βαρύ να προσπαθούν να σε ακυρώσουν λόγω μιας τηλεοπτικής εμφάνισης. Να αγνοούν τη θεατρική διαδρομή σου, όπως τη μακρόχρονη συνεργασία μου με τη Μάγια Λυμπεροπούλου, τον Λευτέρη Βογιατζή και τόσους άλλους. Κι εγώ βέβαια δεν έλεγα σε κανέναν «πες του να με πάρει», δεν είναι του χαρακτήρα μου. Ξέρετε μόνο για ποια δουλειά πάλεψα σθεναρά; Για να μπω στον χώρο της διαφήμισης. Εκανα διαφημιστικά σπικάζ για να έχω την άνεση και τον χρόνο να μεγαλώσω τα δύο παιδιά μου μαζί με τη γυναίκα μου.

Σήμερα σας αναγνωρίζουν οι πάντες. Και δεν εννοώ μόνο στον δρόμο.

Ξέρετε τι με συγκινεί πιο πολύ; Οι προσωπικές ιστορίες που μου εκμυστηρεύονται οι θεατές της σειράς – ο τρόπος που ξεκλειδώνουν τα συναισθήματά τους μου δίνει μεγάλη δύναμη. Είναι συγκλονιστικό αυτό που συμβαίνει με τον Στελή. Στις «Αγριες μέλισσες» δεν είχα συνειδητοποιήσει τον ντόρο, δεν είχα ούτε Ιnstagram, ήμασταν και μες στην πανδημία. Τώρα φροντίζω να απαντάω σε όσα μηνύματα μπορώ το βράδυ που μπαίνω και τα διαβάζω. Η ζωή μου τώρα είναι πρόβα – σπίτι – διάβασμα και γύρισμα κάποιες μέρες. Δεν υπάρχει χρόνος να σκεφτώ τίποτε άλλο.

Πώς μάθατε να μιλάτε κρητικά σαν να είστε ντόπιος; Σας το ρωτάει αυτό μια γέννημα -θρέμμα Κρητικιά.

Για να φτάσω σ’ αυτό τον έπαινο έχω περάσει μεγάλη θαλασσοταραχή μέσα μου. Πριν το επιχειρήσω δεν ήξερα ότι μπορούσα να μιλήσω κρητικά, σκέφτηκα όμως ότι αν καταλάβω και υιοθετήσω τη μιλιά ενός ακατέργαστου ανθρώπου της Κρήτης που έχει μια διαδρομή, θα μου δώσει μια ραχοκοκαλιά, ένα βλέμμα, ένα κύρος, θα μου δώσει όχθες στα σύμφωνά μου, αναχώματα στα φωνήεντα κι αυτό θα κάνει τη γλώσσα αληθινή. Ηθελα να πάω διακοπές στην Κρήτη για να ακούσω τους ανθρώπους, αλλά δεν τα κατάφερα και τελικά έμαθα κρητικά από το YouTube. Ιδίως από ένα εξαιρετικό βίντεο της Ηρώς Σγουράκη, στο οποίο ένας Κρητικός μιλούσε για την κρητική φορεσιά. Τον άκουσα χωρίς να τον αντιγράψω, άκουσα πώς έλεγε το ρο, πώς «βάραγε» τις λέξεις. Το ένστικτο και η πείρα έπαιξαν επίσης μεγάλο ρόλο. Εχω παίξει στο θέατρο τον Νικόλα Ασιμο με την κοζανίτικη προφορά του και τον Βασίλη Τσιτσάνη. Εχω μια ευκολία γιατί πάντα μου άρεσε να παρατηρώ τους ανθρώπους, να τους ακούω, να μην έχω τα αυτιά μου βουλωμένα με κερί.

«Είναι δύσκολο να ακούς ότι είσαι καλός αλλά να μη σε φωνάζουν να παίξεις. Είναι βαρύ να προσπαθούν να σε ακυρώσουν λόγω μιας τηλεοπτικής εμφάνισης. Να αγνοούν τη θεατρική διαδρομή σου», λέει ο Λεωνίδας Κακούρης στο Documento

Δεν ήταν παράτολμο να δεχτείτε να κάνετε ένα δύσκολο ρόλο στην τηλεόραση μαζί με την προετοιμασία για το «μεγαθήριο» Ληρ;

Οταν κάνουμε σχέδια η ζωή γελάει. Δεν είχα σκοπό να κάνω τηλεόραση φέτος, αλλά όταν διάβασα το βιβλίο δεν μπορούσα να αρνηθώ. Τον αγάπησα πολύ τον Στελή, είναι πολύ ιδιαίτερος και ιδιοσυγκρασιακά πολύπλοκος ρόλος, με τους παλμούς μου στα γυρίσματα να φτάνουν στους 300 επί σειρά ημερών και σε πολύ αντίξοες συνθήκες. Ηθελα να πάρω μια ανάσα από την τηλεόραση αλλά τελικά την ανάσα μού την έδωσε ο Στελής για να τη χρησιμοποιήσω αλλού. Γιατί όλες οι δύσκολες σκηνές του «Ναυαγίου» γυρίστηκαν προτού ξεκινήσουμε πρόβες στο Εθνικό, έτσι ώστε τώρα να μπορώ να καταδυθώ στα σκοτάδια του Ληρ, που είναι έργο οριακό για το παγκόσμιο θέατρο.

Κατά πολλούς ο Σαίξπηρ έφτασε στο συγγραφικό του απόγειο με τον Ληρ, ένα βασιλιά που μοιράζει το βασίλειό του. Γιατί κάνει ξαφνικά κάτι τόσο παράλογο;

Δεν είναι ούτε τόσο ξαφνικό ούτε τόσο παράλογο. Η δική μας ανάγνωση του έργου είναι ότι ο ήρωας κουράστηκε από όλη αυτήν τη βία, μέρος της οποίας είναι και ο ίδιος, όλη την ίντριγκα και τον υπόκοσμο, που τον συναντάμε και στις πιο θεσμικές και πιο αξιοζήλευτες θέσεις. Μέσα σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον γερνάει και αρχίζει να νιώθει ότι δεν είναι αυτός που ήταν. Θέλει να ζήσει σε μια θαλπωρή, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τον βίαιο, πατριαρχικό και φαλλοκρατικό κόσμο μες στον οποίο συμβαίνει το έργο. Τα πράγματα όμως δεν πηγαίνουν όπως τα ήθελε, με αποτέλεσμα να αποκληρώσει τη λατρεμένη του κόρη Κορντέλια, που γι’ αυτήν γίνονται όλα και από εκείνη περίμενε να του εκφράσει την πιο μεγάλη αγάπη, η οποία άλλωστε ήταν το προαπαιτούμενο για να κληρονομήσει το βασίλειο, μαζί με τις δύο μεγαλύτερες αδερφές της.

Εχετε αναμετρηθεί ξανά με τον Σαίξπηρ;

Αρκετές φορές, όπως με το «Ονειρο καλοκαιρινής νύκτας» όπου έκανα Ομπερον και Θησέα και μάλιστα δύο φορές, με το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας και το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας. Και με τη «Δωδέκατη νύχτα» στον ρόλο του Μαλβόλιο, με τον οποίο σκέφτομαι να υπάρξουμε ξανά μαζί κάποια στιγμή στο μέλλον. Βέβαια, ο πρώτος ρόλος του Σαίξπηρ ήταν ο Αμλετ στις εξετάσεις αποφοίτησης, σε σκηνοθεσία του δασκάλου μας Γιώργου Μιχαηλίδη στη σκηνή του Τσίλλερ. Είναι σαν να έχω κάνει το ταξίδι και να ξαναγυρίζω πάλι στον τόπο του εγκλήματος.

Πώς είναι η πρώτη συνεργασία σας με τον Γιάννη Χουβαρδά;

Ζω μια περίοδο καλογερικής, οι πρόβες και ο τρόπος που δουλεύει ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης απαιτούν έναν πραγματικό αγώνα δρόμου. Δεν γίνεται διαφορετικά. Και όποτε νιώθω ότι κουράζομαι λέω: «Λεωνίδα, σώπα, πες ένα μεγάλο ευχαριστώ γιατί αν η βαρυγκόμια σου είναι να κάθεσαι να μελετάς Σαίξπηρ, είσαι πολύ τυχερός άνθρωπος». Και μου περνάνε όλα.

Εχετε άγχος για το αποτέλεσμα;

Το άγχος τόσα χρόνια έχω μάθει να το διαχειρίζομαι. Εγνοια έχω να γίνουν όλα σωστά. Ο Χουβαρδάς δουλεύει με μια μέθοδο διαφορετική απ’ ό,τι είχα συνηθίσει μέχρι τώρα, την οποία αποδέχτηκα και θα δω πού θα με πάει. Ο τρόπος του απαιτεί πλήρη αφοσίωση και του τη δίνω.

«Όποτε νιώθω ότι κουράζομαι λέω: “Λεωνίδα, σώπα, πες ένα μεγάλο ευχαριστώ γιατί αν η βαρυγκόμια σου είναι να κάθεσαι να μελετάς Σαίξπηρ, είσαι πολύ τυχερός άνθρωπος”. Και μου περνάνε όλα»

Από πότε θέλατε να γίνετε καλλιτέχνης; Ως παιδί μπορείτε να ανακαλέσετε την αρχή αυτού του δρόμου;

Ασυναίσθητα με τραβούσε από παιδί οτιδήποτε έχει να κάνει με τα καλλιτεχνικά. Από τον παιδικό σταθμό στη Γερμανία θυμάμαι τις ώρες που ξόδευα σε ζωγραφιές, χειροτεχνίες, κατασκευές. Και στο δημοτικό στην Ελλάδα αυτό συνεχίστηκε, μαζί με την αγάπη μου για τη λογοτεχνία. Αργότερα έπαιρνα μέρος σε σχολικά σκετς και στη μαθητική θεατρική ομάδα.

Είχατε δύσκολα παιδικά χρόνια;

Το δύσκολο ήταν ότι εκεί που πήγαινα να βγάλω κάποιες φυτρούλες έπρεπε να ξεριζωθώ γιατί μετακινιόμουν σε συγγενείς στο Αγρίνιο, στη Ναύπακτο, στο χωριό της μητέρας μου στην Αβόρανη, μετά στο Καινούργιο, μετά στα Εξάρχεια, μετά στα Πατήσια, όπου έσμιξα με την οικογένειά μου. Δεν τις λες και τις καλύτερες συνθήκες.

Γιατί χωριστήκατε παιδάκι από τους γονείς σας;

Ηταν ανάγκη της εποχής για να μπορούν οι γονείς να δουλεύουν με τα εξωφρενικά ωράρια στα εργοστάσια της Γερμανίας. Δούλευαν και οι δυο τους πολύ σκληρά.

Μήπως η παιδική εσωστρέφεια και το κλείσιμο σε ένα καλλιτεχνικό κουκούλι ήταν επειδή αισθανόσασταν μόνος;

Ναι, άνοιγα μια κουρτίνα και έμπαινα σε ένα δικό μου κόσμο. Οπως τα βράδια όταν κοιμούνταν όλοι κι εγώ άρχιζα να κάνω τα δικά μου στο δωμάτιό μου, να διαβάζω, να βάζω μουσικές, να ηχογραφώ κείμενα, να ταξιδεύω.

Αυτή η ανάγκη σάς ακολουθεί και ως ενήλικα;

Φυσικά, αλλιώς δεν γίνεται να ξεκλειδώσεις. Ξέρεις, το να είσαι ηθοποιός δεν είναι δουλειά. Δεν κλείνεις το γραφείο και φεύγεις. Είναι εργασία και μάλιστα πολύ σκληρή, αλλά όχι δουλειά. Σε απασχολεί όση ώρα είναι ξύπνιος.

Είχατε δύσκολη εφηβεία; Ξέρω ότι δεν θέλετε να μιλάτε πλέον για την απώλεια του πατέρα και της μικρής αδερφής σας.

Ουσιαστικά δεν είχα εφηβεία. Στα 15 χώρισαν οι δικοί μου. Μετά ήρθαν τα ακαριαία συμβάντα που αναφέρατε και πάλι έπρεπε να τα διαχειριστώ. Η αξόδευτη νιότη μου είναι αυτή που δεν πρόλαβα να τη ζήσω αλλά δεν τη διέγραψα και στην οποία συχνά ανατρέχω.

Πώς ανατρέχει κανείς σε κάτι που δεν έζησε;

Δεν είναι δύσκολο για μένα να γίνω πάλι παιδί ή έφηβος. Η εικόνα που μπορεί να έχει ο κόσμος για μένα από την τηλεόραση, τα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα είναι ενός τύπου με συντηρητικό κοστούμι, κυριαρχικού, καπετάνιου. Τίποτε από αυτά δεν είμαι. Δεν είμαι καθόλου ένας σοβαρός κύριος ούτε θέλω να είμαι. Εκτός από τις φορές που πρέπει να είμαστε σοβαροί όταν όλα γύρω μας είναι πολύ σοβαρά. Διότι καλή η αισιοδοξία ως μηχανισμός άμυνας, αλλά, βρε άνθρωπε, ταρακούνησε λίγο το κεφάλι σου γιατί κάτι δεν πάει καθόλου καλά.

Να σας ξαναγυρίσω πάλι στην αρχή. Πιστεύετε ότι δεν έχει αλλάξει τίποτε από τότε που κουκουλώθηκε το σκάνδαλο με το ναυάγιο του πλοίου «Ηράκλειο», στο οποίο αναφέρεται η σειρά;

Δεν σταμάτησε ποτέ να γίνεται αυτό. Μόνο που τώρα τα μαθαίνουμε όλα, καθετί καταγράφεται, βιντεοσκοπείται. Ολα αυτά τα τραγικά που συμβαίνουν είναι μια συνεχόμενη και αποτυχημένη διαχείριση κρίσης. Αλλά πώς θα αλλάξει κάτι όταν ο κόσμος δεν πάει καν να ψηφίσει;

Βλέπετε φως από κάπου;

Ναι, από τους Στελήδες αυτού του τόπου, από τους συναδέλφους μου, από έναν εμπνευσμένο άνθρωπο, από τη δύναμη που παίρνουμε από τον διπλανό μας. Από την αληθινή αποδοχή, που δεν είναι likes και καρδούλες.

Documento Newsletter