Λένα Πλάτωνος – Κατερίνα Στανίση: Οι «Ανθρωποφάγοι» και η απρόβλεπτη συνάντηση

Λένα Πλάτωνος – Κατερίνα Στανίση: Οι «Ανθρωποφάγοι» και η απρόβλεπτη συνάντηση

Με αφορμή τη μουσική τους συνάντηση οι δύο καλλιτέχνιδες μιλούν για τη ζωή, τον έρωτα, το πάθος και το πένθος, το τραγούδι

Η συνεργασία της Λένας Πλάτωνος, της ιέρειας της electronica, µε την Κατερίνα Στανίση, µια από τις σπουδαιότερες λαϊκές τραγουδίστριες, δεν ήταν τελικά τόσο απρόβλεπτη. Και αν κάποτε, το ίδιο διάστηµα, η πρώτη άλλαζε το τοπίο της µουσικής στην Ελλάδα, η άλλη µεσουρανούσε στις πίστες. Μια δήλωση της Πλάτωνος στο κρατικό ραδιόφωνο στα µέσα του 1980, ότι θα ήθελε να γράψει τραγούδια για τη φωνή της Στανίση, ήταν αρκετή για να προκαλέσει αντιδράσεις. Την αφορµή για να συναντηθούν επιτέλους οι δύο αυτές καλλιτέχνιδες την έδωσε η στιχουργός Μυρτώ Κοντοβά, η οποία παρέδωσε στην Πλάτωνος λόγια ποιητικά και περιγραφικά για τη δυστοπία όπου όλοι ζούµε σήµερα.

Οι «Ανθρωποφάγοι» κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο από µια µικρή ανεξάρτητη εταιρεία, τη Music Mirror του Μωυσή Άσερ. Με µια αίσθηση υπεροχής, σήµερα αυτό το λες και µικρή νίκη του καλού επί του κακού. Καθώς φτάναµε µε τη Στανίση στο σπίτι της Πλάτωνος και της διάβαζα τα σχόλια των ανθρώπων για το τραγούδι, είδα τα µάτια της να τρέχουν από συγκίνηση. Το ίδιο συναίσθηµα που διατηρήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησής µας. Και όταν ολοκληρώθηκε, η Στανίση έσκυψε µε ευλάβεια και φίλησε το χέρι της Πλάτωνος. Πόσο όµορφο είναι να παρακολουθείς το ευτυχισµένο συνταξίδεµα των ανθρώπων.

Έχω απέναντί µου δύο γυναίκες της ελληνικής µουσικής που µέχρι πρότινος δεν είχαν καµία απολύτως καλλιτεχνική σχέση. Θα ήθελα να µου πείτε τι πιστεύει η µία για την άλλη.

Λένα Πλάτωνος: Η Στανίση για εµένα είναι µια εξαίσια ερωτική τραγουδίστρια και µια αυθεντική λαϊκή φωνή. Την αγαπώ εδώ και πάρα πολλά χρόνια, από το ξεκίνηµά µας. Και λέω «µας» γιατί και οι δύο ξεκινήσαµε την ίδια χρονιά στη δισκογραφία, το 1980, νοµίζω.

Κατερίνα Στανίση: Για την Πλάτωνος άκουσα για πρώτη φορά στα µέσα του ’80. Κάποιος µε ειδοποίησε ότι είχε δώσει συνέντευξη στην οποία έλεγε ότι ήθελε να γράψει τραγούδια για τη φωνή µου. Άκου τώρα. Εγώ βέβαια ακολούθησα τον δικό µου λαϊκό δρόµο και εκείνη τα δικά της. Στην εταιρεία µου µάλιστα είχε γίνει και λίγο ανέκδοτο. Μου έδιναν τραγούδια και µου έλεγαν «θα τα πεις, αλλιώς θα σε βάλουµε να τραγουδήσεις Πλάτωνος» (γέλια).

Λ.Πλ.: Α, για τόσο του εµπορικού µε είχαν ε; (γέλια)

Σωστά µίλησες πριν, Λένα. Το 1980 εµφανίστηκες µε τη «Λιλιπούπολη» και η Κατερίνα µε το «Μυστικέ µου έρωτα». Αναρωτιέµαι αν είχες πάει ποτέ να τη δεις σε κάποιο µαγαζί.

Λ.Πλ.: Όχι απλώς είχα πάει, αλλά θα σου πω και µια ιστορία που τη λέω για πρώτη φορά: τραγουδούσε η Κατερίνα το «Μυστικέ µου έρωτα» και εγώ την ίδια στιγµή µες στο µαγαζί συνειδητοποίησα πως ήµουν ερωτευµένη µε τον νεαρό άντρα που µε συνόδευε. Από τότε έχω την αίσθηση πως η ερµηνεία της Στανίση ήταν αυτή που µε παρακίνησε στο πιο ζωογόνο ανθρώπινο συναίσθηµα.

Κ.Στ.: Εγώ πάλι δεν την είχα δει ποτέ live τη Λένα αλλά την παρακολουθούσα και από ένα σηµείο και µετά καταλάβαινα τη σπουδαιότητά της στην ελληνική µουσική. ∆εν ήταν λίγες οι φορές που σκεφτόµουν πως αυτή η µεγάλη συνθέτρια είχε ζητήσει κάποτε να την τραγουδήσω. Έλεγα ότι αυτά γίνονται στην ώρα τους. Πού να φανταζόµουν ότι για τη δική µας ώρα θα έπρεπε να περάσουν 35 χρόνια;

Γενικώς, Λένα, πήγαινες σε µπουζουξίδικα;

Λ.Πλ.: Από πολύ µικρή, από τα 15-16 µου, πήγαινα σε λαϊκά µαγαζιά και µπουζουκάδικα. Θυµάµαι τον Μπάµπη Τσετίνη που τον είχα δει στα µέσα του ’60. Και τη Σωτηρία Μπέλλου είχα δει σε ένα υπόγειο – µη µε ρωτήσεις σε ποιο. Μπαίνουµε µέσα, εκείνη είναι ήδη στο πάλκο και γυρνάει και λέει στην ορχήστρα της: «Πρώτα να κάτσουν τα κοριτσάκια και µετά να ξεκινήσουµε». Απίθανη ήταν η Σωτηρία. Μην ξεχνάς ότι την περίοδο που σπούδαζα στη Βιέννη το 1970, εν µέσω Beatles και Jethro Tull, η ξεκούρασή µου ήταν να παίζω στο πιάνο τραγούδια του Καλδάρα, του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι.

Κ.Στ.: Κι εσύ; Τελικά µε τα ίδια τραγούδια ξεκινούν όλοι οι Έλληνες µουσικοί, µου φαίνεται!

Η τωρινή σας συνεργασία πώς προέκυψε τελικά;

Κ.Στ.: Πέρσι κάποια στιγµή χτύπησε το τηλέφωνό µου. Ήταν η στιχουργός Μυρτώ Κοντοβά και µου λέει «συνεργάζοµαι µε τη Λένα Πλάτωνος και της έδωσα στίχους που τους έκανε ένα πολύ ωραίο τραγούδι». Εγώ στο µεταξύ έκανα µια άσχετη δουλειά εκείνη την ώρα. «Ναι, για πες» της κάνω «µε τη Λένα πολύ παλιά ήταν να κάνουµε κάτι». Και τότε ακούω τη Μυρτώ να µου λέει το εξής: «∆εν θα το πιστέψεις, Κατερίνα, αλλά η Λένα είπε πως το τραγούδι µας θα πήγαινε πολύ στην ερµηνεία σου και γι’ αυτό σου τηλεφώνησα». Τέλος πάντων, επιτέλους βρεθήκαµε και φτιάξαµε ένα ωραίο τραγούδι.

Λ.Πλ.: Εδώ να πω ότι αν την Κατερίνα τότε την είχε δεσµευµένη η εταιρεία της, εµένα εκείνη η δήλωσή µου σχεδόν είχε προκαλέσει την µήνιν καλλιτεχνών του κύκλου µου. Θεωρούσαν αδιανόητο ότι εγώ που παίζω τον Σκριάµπιν στα δάχτυλα ονειρευόµουν τη φωνή της Στανίση για τα τραγούδια µου. Ουδέν πρόβληµα, αν υποτεθεί πως µια ζωή, τουλάχιστον στα δικά µου πράγµατα, υπήρξα παράτολµη.

Κ.Στ.: ∆εν είναι µόνο θέµα τόλµης.

Λ.Πλ.: Αλλά; Και µοίρας;

Κ.Στ.: Ο καλλιτέχνης πρέπει να βλέπει µακριά. Να είσαι συνθέτης λόγιος, να ακούς έναν λαϊκό τραγουδιστή και να λες ότι σε αυτόν θα πήγαινε και κάτι άλλο. Και τις δισκογραφικές, έγνοια σου, το ταµείο µόνο τις νοιάζει.

Συµφωνείς, Λένα;

Λ.Πλ.: Συµφωνώ, αν και στη δική µου περίπτωση δεν νοµίζω ο Πατσιφάς της Lyra να µε έβλεπε σαν προϊόν του. Έτσι, ενώ ο «Καρυωτάκης» είχε γραφτεί πριν από το «Σαµποτάζ», εκείνος µε συµβούλευσε να µην εµφανιστώ µε ένα τόσο βαρύ έργο και να φτιάξω καινούργια τραγούδια µε τη Μαριανίνα Κριεζή. Και όταν λίγο µετά θέλησα να συνεχίσω ως τραγουδοποιός που έλεγα εγώ τα κοµµάτια µου, πάλι µε στήριξε και µε άφησε ελεύθερη.

Κ.Στ.: Εµείς στο λαϊκό τραγούδι είχαµε άλλη σχέση µε τους παραγωγούς και τη δισκογραφία. ∆εν έζησα την εποχή του Λαµπρόπουλου της Columbia που ήταν ακριβώς σαν τον Πατσιφά που λέει η Λένα, αλλά πιο πολύ είχα να κάνω µε συνθέτες. Όταν δεν γράφεις ο ίδιος και εύχεσαι να βρεις τον δηµιουργό που θα σου γράψει επιτυχίες το πράγµα είναι διαφορετικό. Υπάρχει πάντα η αγωνία του να µην κακοπέσεις, ειδικά στο ξεκίνηµά σου.

Στο λαϊκό τραγούδι, Κατερίνα, είναι πιο έντονη η αγωνία για την επιτυχία, το σουξέ;

Κ.Στ.: Πιστεύω ότι αυτό ισχύει για κάθε καλλιτέχνη, από τον πιο µεγάλο έως τον πιο µικρό. Απλώς εµείς οι λαϊκοί το λέµε και το εννοούµε κιόλας. Πες µου έναν τραγουδιστή που να µη θέλει να τραγουδάει για τον πολύ κόσµο. Είτε είναι η Λένα που παίζει πιάνο στο Ηρώδειο είτε εγώ που τραγουδάω σε ένα µεγάλο κέντρο ή θέατρο, το ζητούµενο είναι να είµαστε γεµάτοι. Στο τέλος της παράστασης µένει η χαρά της αγάπης που εισέπραξες.

Λ.Πλ.: Ξέρεις ότι ακόµη και ο Χατζιδάκις, που εχθρευόταν –υποτίθεται– τη λαϊκή επιδοκιµασία, στην πραγµατικότητα την αποζητούσε; Θυµάµαι µια µέρα που µας είχε µαζέψει όλους στο Τρίτο Πρόγραµµα. Μας εξοµολογήθηκε ότι την προηγούµενη µέρα κάποιος τον είχε πετύχει στον δρόµο και τον ρώτησε «τι κάνετε, κύριε Θεοδωράκη;». Είχε εκνευριστεί πολύ. «Μα τι κάνει πια αυτός ο Θεοδωράκης και του ’χει τέτοια αγάπη ο κόσµος;» αναρωτιόταν.

Εσύ, Κατερίνα, τι πιστεύεις ότι έκανε τελικά ο Θεοδωράκης και τον λάτρεψε µια ολόκληρη χώρα;

Κ.Στ.: Τον Χατζιδάκι δεν έτυχε να τον γνωρίσω, σε αντίθεση µε τον Θεοδωράκη που µου είχε ζητήσει να συνεργαστούµε κάποτε µέσω του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Πάντα η βεντάλια του Θεοδωράκη ήταν πιο ανοιχτή για τους λαϊκούς τραγουδιστές. Μάλλον θα µας έβλεπε ως όχηµα για να περάσει το τραγούδι του στον απλό λαϊκό κόσµο, κάτι που, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, δεν ενδιέφερε ιδιαιτέρως τον Χατζιδάκι. Ανήκω σε αυτούς όµως που άκουγαν συνέχεια για τους Χατζιδάκι – Θεοδωράκη και θεωρούσαν παραµερισµένους τους υπόλοιπους µεγάλους στην Ελλάδα. Το λέω συνέχεια και θα συνεχίσω να το λέω: δεν είναι µεγάλοι ο Σπανός, ο Πλέσσας, ο Ζαµπέτας, ο Ξαρχάκος, ο Κουγιουµτζής; ∆εν τους τραγούδησε και αυτούς ο κόσµος; Τι να λέµε τώρα.

Λ.Πλ.: Χρυσό µου υδροχοάκι! Για όλους έχει έναν καλό λόγο, αλλά ισχύει, έτσι είναι.

Μήπως αισθανόσουν και εσύ παραµερισµένη, Λένα;

Λ.Πλ.: Οµολογώ ότι το άγχος της αποδοχής και της αγάπης του κόσµου µε έπιασε σε ώριµη ηλικία. Όταν έφτασα σε ένα οριακό σηµείο και σκέφτηκα πως κάτι έχω κάνει και εγώ που να αξίζει την αγάπη του µεγάλου κοινού. Και ξέρεις πού το έζησα αυτό σε όλη του τη διάσταση; Στο Ηρώδειο το 2008, όταν είδα 3.000 νέα παιδιά να αφήνονται στον ρυθµό της µουσικής µου.

Κ.Στ.: Το καταλαβαίνω. Εγώ αυτό το βίωσα µε τις συναυλίες στον Ορφέα δίπλα στον Νταλάρα. Εκεί που αγωνιζόµουν για χρόνια στις πίστες, εν µια νυκτί έφτασα στο σηµείο να περπατάω στον δρόµο και να µου κορνάρουν τα αυτοκίνητα. Πώς δεν την ψώνισα. Όλα θέµα χαρακτήρα είναι. Ισως αν ήµουν άλλη τραγουδίστρια, αν έλεγα άλλα τραγούδια, να µην µπορούσα να διαχειριστώ την επιτυχία που µεγάλωνε όσο τα χρόνια περνούσαν.

Και από την επιτυχία στον έρωτα. Τον υπηρετήσατε σαρκικά ή συναισθηµατικά µέσω της τέχνης σας;

Κ.Στ.: Αν µιλήσω ως γυναίκα τραγουδίστρια, οι πιο πολλοί άντρες που γνώρισα ήταν από αυτούς που έβλεπαν τις γυναίκες σαν τρόπαια. Να κοιµηθούν µε µια άλλη και ύστερα µε µια άλλη και πάει λέγοντας. Αυτό µε έκανε να µην έχω σαρκική αντίληψη για τον έρωτα και να πέφτω µε τα µούτρα ή στα πατώµατα, που λένε, για έναν και µόνο άντρα κάθε φορά. Προδόθηκα, πληγώθηκα, αλλά δεν βαριέσαι.

Λ.Πλ.: Κάθε καλλιτεχνική πράξη είναι βαθιά ερωτική και αυτό µας το κληροδότησε ο Χατζιδάκις. Το πιο ωραίο σχόλιο που άκουσα στα σαράντα χρόνια µου στη µουσική ήταν αµέσως µετά τη συναυλία µου στο Ηρώδειο: ένα µεσόκοπο παντρεµένο ζευγάρι ήρθε και µε βρήκε στα καµαρίνια, µου έδωσαν συγχαρητήρια και τα τυπικά. Την επόµενη µέρα όµως έφτασε µια µεγάλη γλάστρα στο σπίτι µου µε ένα σηµείωµα που έγραφε: «Σας ευχαριστούµε. Είχαµε τέσσερα χρόνια να κάνουµε έρωτα και ξανακάναµε χθες το βράδυ αµέσως µετά τη συναυλία σας».

Συγκλονιστικό το βρίσκω.

Λ.Πλ.: Μα δεν είναι; Προνοµιούχοι οι άνθρωποι που διακατέχονται από το πάθος σε ανύποπτες στιγµές, που συνειδητοποιούν πως υπάρχει και ένα σώµα ζωντανό και διεκδικητικό.

Κ.Στ.: Αρκεί αυτό το σώµα να µη γίνεται δυνάστης σου, γιατί υπάρχει και η ψυχή που σου λέει πως δεν είσαι µόνο το θήραµα σε µια σχέση. Πολλά κορίτσια είδα να καίγονται από αυτό, βοηθούντος του οινοπνεύµατος. Να τραγουδάνε στην πίστα και να καίγονται, καταλαβαίνεις πώς το λέω.

Και το λες για καλό ή κακό;

Κ.Στ.: ∆εν υπάρχει λόγος να καταστρέφεσαι γι’ αυτά τα πράγµατα. Αλλιώς γιατί τραγουδάς; Για να φτιάχνεις την ψυχή του άλλου δίχως να χαλάς τη δική σου.

Μήπως τελικά ενώ µε το καψουροτράγουδο υποτίθεται ότι µατώνει ο ακροατής, στην πραγµατικότητα δεν φτάνει το πάθος ως το µεδούλι του;

Λ.Πλ.: Καταλαβαίνω τι λες, αλλά θα σου πω ένα άλλο: έχω κλάψει µε το «Χάθηκα» του Θεοδωράκη από τους «Λιποτάκτες», έχω κλάψει εξίσου όµως και µε ένα «Μυστικέ µου έρωτα» από τη φωνή της Κατερίνας, βοηθούντος του οινοπνεύµατος, όπως είπε και η ίδια. ∆εν θεωρώ καµία στιγµή υποδεέστερη.

Και η Αρλέτα που µου είχε πει κάποτε πως καψούρα πραγµατική είναι το «I put a spell on you» ή το «Άνοιξε, γιατί δεν αντέχω» µε τη Φλέρυ Νταντωνάκη.

Λ.Πλ.: Είναι κι αυτά, σίγουρα, µε µια διαχρονική µατιά όµως. Μια διαχρονική άποψη περί καψούρας και έρωτα που δεν βασίζεται στο ορµέµφυτο όσο σε µια πιο εγκεφαλική αντιµετώπιση του συναισθήµατός σου. Με τα καψουροτράγουδα φαίνεται σαν να απασφαλίζεις και να χαρίζεσαι ψυχή τε και σώµατι σε µια συγκεκριµένη στιγµή. Ε λοιπόν την έχουµε ανάγκη και αυτήν τη στιγµή, λίγο πιο αθώα ενδεχοµένως.

Κ.Στ.: Μήπως γινόµαστε πολύ ενοχικοί σε σχέση µε το πώς νιώθουµε ερωτικά κάθε φορά; Μήπως δίνουµε στο τραγούδι έναν πολύ σύνθετο ρόλο που δεν του αξίζει; Είµαστε µεσογειακός λαός και µας αρέσει να εκφράζουµε ποικιλοτρόπως την καψούρα µας. Οι Γερµανοί, που τους έζησα πολύ, µπορεί να ερωτεύονταν µε τις όπερες και η άρια που έβγαινε από το στόµα ενός τραγουδιστή να πήγαινε κατευθείαν στην καρδιά και την ψυχή τους. Συχωρεµένοι κι αυτοί κι εµείς.

Μου αρέσετε όπως τα λέτε.

Λ.Πλ.: Στη ζωή µου έµαθα ότι ο έρωτας δεν γνωρίζει από ηλικίες κι αυτό µου το δίδαξε ο Αλέκος ο Πατσιφάς. ∆εν θα τον ξεχάσω ποτέ µια φορά που είχε έρθει στο σπίτι µου στην Ξανθίππου. Ηταν πια µεγάλος σε ηλικία. Μου χτένιζε τα µαλλιά. «Χρυσό µου» µου λέει σε µια φάση, «θα µου κάνεις µια χάρη; Θα µπορούσα να σε φιλήσω στα χείλη;». «Μπορείτε, κύριε Πατσιφά» του απάντησα και πραγµατικά ανταλλάξαµε ένα γρήγορο φιλί. «Κορίτσι µου, σε ευχαριστώ. Μου έδωσες άλλα δέκα χρόνια ζωής» µου είπε κι έφυγε τρισευτυχισµένος. ∆εν πέρασε πολύς καιρός, ίσως µερικές εβδοµάδες ούτε καν µήνας, και δέχτηκα ένα τηλεφώνηµα: «Πέθανε ο Αλέκος ο Πατσιφάς». Ήταν ξαφνικό.

Κ.Στ.: Απ’ τα πιο όµορφα πράγµατα που έχω ακούσει. Είναι δυνατόν ο φωτισµένος αυτός άνθρωπος, όπως τα λέει η Λένα, να ήταν ένας ψυχρός και αδίστακτος εταιρειάρχης σαν τους άλλους που λυµαίνονταν τη δισκογραφία; Ήξερε να αγαπάει και να εκτιµάει. Συγγνώµη, αλλά εγώ τη βλέπω την ιστορία αυτή σαν έναν πατέρα που ζήτησε ένα φιλί από την αγαπηµένη του κόρη.

Κοιτάξτε πού µας πάει η κουβέντα τώρα! Γνωρίζω ότι και οι δυο σας κουβαλάτε έντονα τους γονείς σας.

Κ.Στ.: ∆εν γίνεται κι αλλιώς αν έχεις µεγαλώσει κοντά τους και ξέρεις καλά τον πατέρα σου και τη µητέρα σου. Μην κοιτάς τα φώτα και τις καριέρες, πάντα σε αυτούς επιστρέφεις. Στην ουσία έχουµε την τάση να γυρνάµε εκεί από όπου γεννηθήκαµε και δεν λέω καµιά βαριά φιλοσοφία τούτη τη στιγµή.

Λ.Πλ.: Ισχύει, όσο κι αν γίνεται καµιά φορά βασανιστικό όλο αυτό. Ξέρω πως η Κατερίνα αυτό τον καιρό έχει αφιερωθεί στη µητέρα της σαν µια κόρη που κάνει το καθήκον της από αγάπη, όχι από κοινωνική σύµβαση. Όταν χάσαµε τον πατέρα µου και το πένθος ήταν αβάστακτο µέσα το σπίτι πολλά βράδια κοιµόµουν αγκαλιά µε τη µητέρα µου. ∆ύο γυναίκες που προσπαθούσαν να αλληλοστηριχθούν για να αντέξουν.

Αρκετά µελαγχολήσαµε. Σας συναντώ σήµερα µε αφορµή µια νέα έκλαµψη έστω της κοινής ευτυχίας σας. Ένα τραγούδι που σας ένωσε.

Λ.Πλ.: Ηµουν σίγουρη ότι µε αυτό το τραγούδι θα «συναντιόταν» ο κόσµος. Έγινε µε µεγάλη αγάπη, την οποία δώσαµε και την παίρνουµε πίσω τώρα εις διπλούν: πόσο όµορφα σχόλια γράφουν οι άνθρωποι στο διαδίκτυο. Πόσο συγκινούµαι. Αν καθόµουν να ευχαριστήσω έναν έναν προσωπικά, δεν θα µου έµενε καθόλου χρόνος. Τους ευχαριστώ από εδώ µέσω εσού.

Κ.Στ.: Κι εγώ συγκινούµαι πολύ, Λένα. Μου διάβαζε ο Αντώνης τα σχόλια που γράφτηκαν µέσα σε µια ώρα καθώς ερχόµασταν στο σπίτι σου και µου τρέχανε τα δάκρυα µέσα στο αυτοκίνητο. Και να σου πω ένα άλλο; Από κάτι τέτοια καταλαβαίνω πως κι εγώ υπήρξα µια παράτολµη καλλιτέχνις που πάντα ψαχνόταν και δεν ήθελε να µένει στα ίδια. Θες να το πεις ωριµότητα απ’ τη µεριά µου, πες το. Το θέµα όµως είναι ότι το καλύτερο αποτέλεσµα βγαίνει από τα αντίθετα.

Ποιοι είναι οι «Ανθρωποφάγοι»;

Κ.Στ.: Οι πολιτικοί που µας στερούν το µεροκάµατό µας µε διάφορες προφάσεις, µοιράζουν επιλεκτικά τις δουλειές και σκοτώνουν ουσιαστικά τον πολιτισµό. Μας βουλώνουν το στόµα, αν θες. Όχι µε τη µάσκα, που εγώ πάντα τη φοράω γιατί τον φοβάµαι τον ιό, αλλά στερώντας µας το τραγούδι. Αν θες να δολοφονήσεις έναν καλλιτέχνη που έχει µάθει να ζει και να ανασαίνει από την τέχνη του, απλώς του τη στερείς. Τον µαραζώνεις πριν από την ώρα του, του λες να κάτσει σπίτι του και να µη βλέπει κόσµο.

Λ.Πλ.: Για όλα αυτά που περιγράφει η Κατερίνα τραγούδησε και τόσο τέλεια τους συγκεκριµένους δυστοπικούς στίχους της µεγάλης Κοντοβά. Η «παγωµένη στέπα», οι «πάγοι του άρχοντα του σκότους» που έγραψε η Μυρτώ είναι η απόλυτη ποιητική καταγραφή µιας περιρρέουσας φασίζουσας ατµόσφαιρας που ξεκινάει από τις δολοφονίες µεταναστών, καλλιτεχνών και «διαφορετικών» και φτάνει µέχρι την οικονοµική µας εξαθλίωση. Είναι ακόµη ένα σχόλιο για τον καταναλωτισµό στον οποίο σε οδηγεί ο ανεξέλεγκτος καπιταλισµός, που σε κάνει να καταναλώνεις όλο και περισσότερο φτάνοντας σε σηµείο ανθρωποφαγίας. Και, ως γνωστόν, ο φασισµός υπήρξε ιστορικά ως το πιο δυνατό και ακραίο δεκανίκι του καπιταλισµού.

Θέλετε να βάλετε τον επίλογο σε αυτή την πρώτη κοινή σας συνέντευξη;

Κ.Στ.: Εγώ θα επιµείνω στο ότι έπρεπε να περάσουν τόσα χρόνια για να συναντηθούµε τελικά µε τη Λένα και να φτιάξουµε ένα τραγούδι. Εύχοµαι να υπάρξει και συνέχεια, να είµαστε καλά να δίνουµε µαζί ρεσιτάλ για πιάνο – φωνή µε τραγούδια δικά της και µε τα πιο αγαπηµένα µας λαϊκά τραγούδια.

Λ.Πλ.: Θα το κάνουµε κι αυτό, Κατερίνα µου. Είµαι ευτυχισµένη µε τη συνεργασία αυτή και καλωσορίζω µια καινούργια φίλη στη ζωή µου. Ευτυχισµένη επίσης που το τραγούδι αυτό κυκλοφόρησε στα φετινά µου γενέθλια και είναι κάτι που θα θυµάµαι για τα επόµενα χρόνια.

Ετικέτες

Documento Newsletter