Πώς οι ΗΠΑ έσφιξαν τον κλοιό γύρω από το καθεστώς του Μαδούρο για να καταστήσουν τη χώρα αποικία τους
«Το γεγονός ότι για την Αμερική το ζήτημα στη Βενεζουέλα είναι το πετρέλαιο και όχι η δημοκρατία θα εκπλήξει μόνο όσους βλέπουν δελτία ειδήσεων και αγνοούν την Ιστορία» γράφει ο ιστορικός Γκαρικάι Τσενγκού σε άρθρο του στην ιστοσελίδα Counterpunch. Η πετρελαϊκή βιομηχανία της Βενεζουέλας, με τα μεγαλύτερα αποδεδειγμένα αποθέματα μαύρου χρυσού στον πλανήτη, αποτελεί αναμφίβολα το πανάκριβο –και πολιτικά μοιραίο– μήλον της έριδος στην περιοχή.
Οπως και στην εισβολή στο Ιράκ, το πετρέλαιο παραμένει η σπουδαιότερη προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής των Αμερικανών, γεγονός που τους ωθεί να θεωρούν τη Βενεζουέλα –η στρατηγική θέση της στο σταυροδρόμι Καραϊβικής, κεντρικής και Νότιας Αμερικής αναβαθμίζει ακόμη περισσότερο τον ρόλο της– «πίσω αυλή» τους, προέκταση της οικονομίας τους.
Η οικονομική κρίση και η κοινωνική αποσύνθεση στις οποίες έχει βυθιστεί η Βενεζουέλα τα τελευταία χρόνια αποτελούν συνέπεια όχι μόνο των ξένων παρεμβάσεων αλλά και της κεντρικής κακοδιαχείρισης, της διαφθοράς και της απότομης πτώσης της τιμής του πετρελαίου, προβλήματα που ο πρόεδρος Νικολάς Μαδούρο, διάδοχος του χαρισματικού Ούγκο Τσάβες, στάθηκε τραγικά ανίκανος να αντιμετωπίσει.
Και κάπου εκεί μπαίνουν στο παιχνίδι οι Αμερικανοί. Το πρώτο πράγμα που χρειαζόταν το Καράκας, η πετρελαιοβιομηχανία του οποίου αντιπροσωπεύει το 95% των εξαγωγών, όταν η τιμή του βαρελιού καταβαραθρώθηκε το 2014, ήταν η διεθνής χρηματοδότηση για να καλύψει τις τρύπες στα ταμεία της κρατικής εταιρείας πετρελαίου PDVSA και κατ’ επέκταση του δημοσίου.
Οι ΗΠΑ απάντησαν με οικονομικές κυρώσεις αποκλείοντας τη Βενεζουέλα από το διεθνές σύστημα χρηματοδότησης, με στόχο την επιδείνωση της οικονομικής κρίσης.
Αναγκάζοντας την οικονομία να… ουρλιάξει
Δεν σταμάτησαν εκεί. Δέσμευσαν, επίσης, τα κεφάλαια του διυλιστηρίου της Citgo, θυγατρικής της PDVSA στο Τέξας, από όπου το Καράκας εισπράττει ένα δισεκατομμύριο δολάρια τον χρόνο. Οι νέες κυρώσεις που επιβλήθηκαν από τον νυν Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ κόστισαν σύμφωνα με τις εκτιμήσεις οικονομολόγων 6 δισεκατομμύρια δολάρια μόνο το 2017. Οι αμερικανικές κυρώσεις έχουν σχεδιαστεί για να «αναγκάσουν την οικονομία να ουρλιάξει» καταλήγουν πολλοί διεθνείς αναλυτές, όπως ακριβώς το είχε περιγράψει ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον αναφερόμενος στην αμερικανική τιμωρητική πολιτική στη Χιλή το 1970 λόγω της εκλογής του Σαλβαδόρ Αλιέντε.
Λεηλατώντας πόρους και ζωές
«Οι κυρώσεις του 21ου αιώνα επιχειρούν να γονατίσουν ολόκληρα κράτη» έγραψε σε έκθεσή του ο απεσταλμένος των Ηνωμένων Εθνών στη Βενεζουέλα Αλφρεντ
«Την τωρινή κρίση έχουν σχεδιάσει σχολαστικά οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές. Το να καταγγέλλουν την κατάσταση ως αποτυχία του σοσιαλισμού είναι σαν να αποκαλεί ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης τα στραγγαλισμένα θύματά του αποτυχία του φεμινισμού» Μάικλ Κ. Σμιθ Συγγραφέας του βιβλίου «Portraits of empire»
ντε Σάγιας, ο οποίος τις χαρακτήρισε «εγκλήματα των ΗΠΑ κατά της ανθρωπότητας». Σε συνέντευξή του στον βρετανικό «Independent» κατήγγειλε ότι οι «αμερικανικές κυρώσεις σκοτώνουν τους Βενεζουελάνους».
Η κρίση βρίσκεται πίσω από τη μεγαλύτερη μετανάστευση στην πρόσφατη ιστορία της Λατινικής Αμερικής, με τρία εκατομμύρια πολίτες να έχουν εγκαταλείψει τη Βενεζουέλα τα τελευταία δύο χρόνια, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ. Ρεπορτάζ διεθνών μέσων ενημέρωσης καταγράφουν καθημερινά τις ιστορίες γυναικών διάφορων ηλικιών που εγκαταλείπουν τις οικογένειές τους και καταφεύγουν στην έσχατη λύση της πορνείας στη γειτονική Κολομβία, αλλά και τις τρομερές ελλείψεις που υπάρχουν σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες υγείας.
Την παραπάνω πραγματικότητα αρνήθηκε να αναγνωρίσει σε πρόσφατη συνέντευξή του στο BBC ο Μαδούρο, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι πρόκειται για «κατασκευασμένη ανθρωπιστική κρίση», ότι στη Βενεζουέλα «δεν υπάρχει πείνα» και ότι «μόλις 800.000 άτομα έχουν μεταναστεύσει τα τελευταία δύο χρόνια, αναζητώντας απλώς εναλλακτικές».