Λαθρεμπόριο εν πλω και εσαεί

Λαθραίο πετρέλαιο σε δεξαμενόπλοια, δεκάδες δεξαμενές σε Ασπρόπυργο και Ελευσίνα, αποχρωματισμοί, κυκλώματα, απώλειες εσόδων εκατομμυρίων ευρώ.

Το λαθρεμπόριο ναυτιλιακού καυσίμου εξακολουθεί να παραμένει ανοικτή πληγή για τη χώρα, καθώς, παρά τις κατά καιρούς διάφορες εξαγγελίες, η πολιτεία δείχνει ανήμπορη στην παρούσα φάση να πατάξει τα οργανωμένα κυκλώματα.

Το λαθρεμπόριο καυσίμων είναι υπαρκτή μάστιγα εδώ και αρκετά χρόνια. Κατά καιρούς υπουργοί διάφορων κυβερνήσεων έχουν σηκώσει ως παντιέρα την πάταξή του, ειδικά στην αρχή της θητείας τους. Δημιουργούνται επιτροπές, αποφασίζεται η λήψη μέτρων, πραγματοποιούνται συναντήσεις με ανθρώπους της αγοράς και των ελεγκτικών μηχανισμών, ωστόσο στο τέλος συμβαίνει σχεδόν πάντα το εξής παράδοξο: τα κυκλώματα εξακολουθούν να υφίστανται, η απώλεια εσόδων για το κράτος παραμένει και οι επιτήδειοι θησαυρίζουν στις πλάτες του κοινωνικού συνόλου.

Το λαθρεμπόριο πετρελαίου ναυτιλίας είναι χαρακτηριστική περίπτωση της λαθρεμπορίας καυσίμων η οποία μαστίζει την εγχώρια αγορά. Με 700.000 και πλέον κυβικά διακινούμενου ναυτιλιακού καυσίμου σε ετήσια βάση, το ύψος της λαθρεμπορίας εκτιμάται από ανθρώπους της αγοράς περίπου στο 20% του συνολικού τζίρου. Με λίγα λόγια, περί τις 140.000 κυβικά ναυτιλιακού πετρελαίου διακινούνται παράνομα, με αποτέλεσμα το ελληνικό δημόσιο να υφίσταται απώλεια 76 εκατ. ευρώ. «Δεδομένου ότι τα ναυτιλιακά καύσιμα δεν υπόκεινται σε ΕΦΚ ή ΦΠΑ, τα διαφεύγοντα έσοδα του δημοσίου είναι το σύνολο ΕΦΚ και ΦΠΑ» ανέφερε σε παλαιότερη μελέτη του ο Σύνδεσμος Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών (ΣΕΕΠΕ).

Τα κόλπα με τη μεταφορά

Το λαθρεμπόριο με το ναυτιλιακό πετρέλαιο γίνεται με διάφορες μεθόδους, όπως μαρτυρούν στο Documento άνθρωποι της αγοράς του ναυτιλιακού καυσίμου αλλά και πρώην στελέχη του ΣΔΟΕ που επί χρόνια προσπάθησαν να πατάξουν τα κυκλώματα. Η βασική διαδικασία γίνεται με τα περίφημα «σλέπια» ή «μπάρτζες». Πρόκειται για μικρά δεξαμενόπλοια τα οποία συναντά κανείς σε ολόκληρη τη θαλάσσια περιοχή του Σαρωνικού και όχι μόνο.

Η μέθοδος είναι απλή. Τα σλέπια φορτώνουν από τις εγκαταστάσεις των διυλιστηρίων το πετρέλαιο, παρουσία τελωνειακών υπαλλήλων. Κατά τη διαδικασία ενημερώνουν τις τελωνειακές αρχές για τις ακριβείς ποσότητες του ναυτιλιακού καυσίμου που φορτώνουν, το οποίο προορίζεται για ανεφοδιασμό πλοίων. Το σλέπι συναντά το πλοίο ή τα πλοία τα οποία έχει ήδη ενημερώσει ότι θα ανεφοδιάσει. Η τελική ποσότητα ωστόσο του ανεφοδιασμού είναι μικρότερη από αυτήν που έχει παραληφθεί και δηλωθεί στις τελωνειακές αρχές.

Σύμφωνα με παλαιότερη μελέτη του πρώην υφυπουργού Οικονομικών Δημήτρη Μάρδα, οι παραγγελιοδόχοι που είναι υπεύθυνοι για τον ανεφοδιασμό των πλοίων εμφανίζουν πολλές φορές εν αγνοία του πλοιάρχου ή του μηχανικού εικονική αίτηση, την οποία και καταθέτουν στο τελωνείο. Η ποσότητα που περισσεύει μεταφέρεται στην ξηρά. Από εκεί φορτώνεται σε βυτία και μεταφέρεται σε δεξαμενές σε διάφορες περιοχές της Αττικής. Σύμφωνα με παλαιότερες έρευνες του ΣΔΟΕ, τέτοιες δεξαμενές έχουν εντοπιστεί κυρίως στον Ασπρόπυργο και στην Ελευσίνα. Εκεί διεξάγεται η δεύτερη φάση του σχεδίου. Το πετρέλαιο, κυρίως το ντίζελ, αποχρωματίζεται ακολουθώντας συγκεκριμένη χημική διαδικασία. «Μετατρέπεται δηλαδή σε διάφανο», όπως εξηγούν στο Documento πρόσωπα που γνωρίζουν καλά τη διαδικασία, για να ακολουθήσει στη συνέχεια η επόμενη φάση του σχεδίου προτού διατεθεί στην αγορά. Το διάφανο πλέον πετρέλαιο μετατρέπεται με την κατάλληλη χημική επεξεργασία είτε σε θέρμανσης είτε σε κίνησης. Από εκεί μεταφέρεται στην αγορά.

Εν πλω, με πολυτελή γιοτ ή και βυτία

Τα οργανωμένα κυκλώματα ακολουθούν και άλλες διαδικασίες. Οπως χαρακτηριστικά σημειώνει στο Documento στέλεχος του ΣΔΟΕ με μακρά εμπειρία, «υπάρχουν πολλές εκδοχές που ακολουθούνται από τους λαθρέμπορους». Μία από αυτές έχει να κάνει με το εντός θαλάσσης λαθρεμπόριο. Τα σλέπια μεταφέρουν το λαθραίο πετρέλαιο σε άλλα μεγαλύτερα καράβια ή ακόμη και σε σλέπια, τα οποία και το ξεφορτώνουν, για να πάει στη συνέχεια εκεί όπου έχει συμφωνηθεί.

Σε άλλες περιπτώσεις λαθρεμπορία καυσίμου μπορεί να γίνει και μέσω πλοίων καθαρισμού. Οπως για παράδειγμα το δεξαμενόπλοιο «Lassea», που είχε αναλάβει την απάντληση από το «Αγία Ζώνη ΙΙ» και εντοπίστηκε με αδήλωτα καύσιμα στις δεξαμενές του.

Λαθρεμπόριο όμως ναυτιλιακού καυσίμου μπορεί και γίνεται και μέσω βυτίων. Τα βυτιοφόρα εφοδιάζονται με πετρέλαιο είτε από τα διυλιστήρια είτε από εταιρεία πετρελαιοειδών. Παράλληλα ενημερώνουν τις τελωνειακές αρχές για την ποσότητα που έχουν παραλάβει και το πλοίο που θα ανεφοδιάσουν. Η ποσότητα όμως που τελικά παραδίδουν στο υπό ανεφοδιασμό πλοίο, το οποίο βρίσκεται σε κάποιο λιμάνι, είναι τελικά μικρότερη από αυτήν που έχει παραληφθεί.

Ο Θάνος Ζαφειρόπουλος είναι πρόεδρος της περιβαλλοντικής οργάνωσης Ecocity, η οποία έχει ασχοληθεί εκτενώς με το λαθρεμπόριο καυσίμων γενικότερα και ειδικότερα με εκείνο του ναυτιλιακού καυσίμου. Το 2005 η Ecocity κατέθεσε πρόταση προς τα αρμόδια υπουργεία η οποία περιέγραφε πώς διακινείται λαθραία το ναυτιλιακό καύσιμο, όπως και μέτρα αντιμετώπισης. Δυστυχώς, δώδεκα χρόνια μετά, τα κυκλώματα λαθρεμπορίας εξακολουθούν να θησαυρίζουν.

«Η κατάσταση είναι απαράδεκτη. Από το 2005 που έγινε η πρόταση μέχρι και σήμερα οι εθνικοί διαχειριστές δεν λειτουργούν προς το συμφέρον του πολίτη. Είναι απαράδεκτο να αναφέρουν την απώλεια από τη λαθρεμπορία του καυσίμου στα 660 εκατ. ευρώ που είναι μόνο από τα πρατήρια και να μην παρουσιάζεται το σύνολο, που αγγίζει τα 2 δισ. ευρώ» τονίζει στο Documento o κ. Ζαφειρόπουλος.

Από την πλευρά του ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων (ΠΟΠΕΚ) Γιώργος Ασμάτογλου σημειώνει στο Documento σε ό,τι αφορά την έκταση του λαθρεμπορίου ναυτιλιακού καυσίμου: «Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια ούτε την έκταση ούτε την ποσότητα που διακινείται παρανόμως». Παράλληλα, προτείνει «τα συστήματα εισροών – εκροών να μπουν σε όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας και να δημιουργηθεί και μητρώο δεξαμενών».