Ο καθηγητής Ιωαννίδης του Στάνφορντ απαντά στα «πυρά» για την έρευνα για τον κορονοϊό που «χρηματοδοτήθηκε από ιδρυτή αερογραμμών».
Για τη διαδικασία τα συμπεράσματα αλλά και τον τρόπο χρηματοδότησης που πραγματοποιήθηκε η πολυσυζητημένη έρευνα του Πανεπιστήμιου του Στανφορντ για τον κορονοϊό, για τους «λασπολόγους» που την επέκριναν αλλά και για τον τρόπο που συνολικότερα αντιμετωπίζει ο ίδιος την επιστήμη κατά την διάρκεια της καριέρα του απαντάει στο documentonews.gr ο Ιωάννης Ιωαννίδης, καθηγητής Παθολογίας, Επιδημιολογίας και Πληθυσμιακής Υγείας, Επιστημών Δεδομένων και Στατιστικής στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ των ΗΠΑ.
Δείτε επίσης: Ιωάννης Π.Α. Ιωαννίδης: Η ατομική ευθύνη του κάθε πολίτη είναι τεράστια
Ο Έλληνας επιδημιολόγος είναι ένας από τους 17 επιστήμονες της συγγραφικής ομάδας της έρευνας και συμμετείχε σε αυτή ως ένας από τους ειδικούς σε θέματα επιδημιολογίας και μεθόδων πληθυσμιακής έρευνας. Τα συμπεράσματα της έρευνας του Πανεπιστημίου αναφέρουν ότι η λοίμωξη του αναπνευστικού είναι πολύ πιο συχνή από όσο αρχικά η επιστημονική κοινότητα νόμιζε και ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των λοιμώξεων έχουν λίγα ή και καθόλου συμπτώματα. Πρόκειται για συμπεράσματά που έχουν επικυρωθεί από δεκάδες άλλες μελέτες σε όλο τον κόσμο αναφέρει ο ίδιος και προσπαθεί να δώσει μια εξήγηση για την «επίθεση» που δέχτηκε μετά την δημοσιοποίηση της εν λόγω έρευνας «πολλοί προσπαθούν να ερμηνεύσουν την επιστήμη με πολιτικές αναγνώσεις και κατά συνέπεια χρησιμοποιούν τα συνηθισμένα μέσα λασπολογίας και δολοφονίας χαρακτήρα που είναι συνήθη στον πολιτικό χώρο. Πιθανόν στην περίπτωσή μου να υπήρχε ο επιπρόσθετος λόγος ότι είμαι γνωστός για την προσπάθειά μου να υπερασπιστώ την αδιαβλητότητα της επιστημονικής έρευνας. Αυτό ίσως έχει δυσαρεστήσει πολλούς».
Ποιο ήταν το αντικείμενο της έρευνας σας και ποια τα συμπεράσματα;
Απάντηση: Στο πλαίσιο της πανδημίας έχω κάνει πολλές ερευνητικές προσπάθειες, αλλά η επίμαχη έρευνα που τράβηξε περισσότερο τα πυρά λασπολόγων αφορά την μελέτη επιπολασμού της Σάντα Κλάρα. Η συγκεκριμένη μελέτη μέτρησε την παρουσία αντισωμάτων σε 3300 άτομα από τον γενικό πληθυσμό της περιοχής όπου βρίσκεται και το πανεπιστήμιο Στάνφορντ. Στη μελέτη υπολογίσαμε ότι το 2.6% του πληθυσμού είχε ήδη αντισώματα στις αρχές Απριλίου, δηλαδή πάνω από 50 φορές περισσότεροι άνθρωποι από όσους είχαν ήδη διαγνωστεί. Το συμπεράσματα λοιπόν ήταν ότι η λοίμωξη με κορονοϊό είναι πολύ πιο συχνή από όσο νομίζαμε πριν και το μεγαλύτερο ποσοστό των λοιμώξεων έχουν λίγα ή καθόλου συμπτώματα. Τα συμπεράσματα αυτά, πρωτοποριακά όταν ανακοινώθηκαν, έχουν επικυρωθεί στο μεταξύ από δεκάδες άλλες μελετών σε όλο τον κόσμο.
Πόσοι επιστήμονες συμμετείχαν στην έρευνα;
Απάντηση: Στην επιστημονική εργασία που προέκυψε είμαστε 17 συγγραφείς με κύριους ερευνητές τους καθηγητές Eran Bendavid (που είναι ο πρώτος συγγραφέας) και Jay Bhattacharya (που είναι ο τελευταίος συγγραφέας). Πάνω από 100 άλλα άτομα συμμετείχαν στην μελέτη. Πολλοί άλλοι ανεξάρτητοι επιστήμονες που δεν σχετίζονταν άμεσα με τη μελέτη έκριναν την μελέτη μας μετά από την προτροπή μας να την κρίνουν πριν την εμφανίσουμε δημόσια ώστε να βεβαιωθούμε πως ότι κάνουμε είναι σωστό και χρησιμοποιούμε τις καλύτερες μεθόδους. Λόγω της σημασίας των ευρημάτων, επίσης ένας μεγάλος αριθμός επιστημόνων ενδιαφέρθηκαν και έκαναν χρήσιμα σχόλια όταν η εργασία μας έγινε δημόσια διαθέσιμη. Τους ευχαριστώ όλους για τη συνδρομή τους. Λάβαμε τα χρήσιμα σχόλια υπόψη για να βελτιώσουμε την εργασία και τα αποτελέσματα παραμένουν συμπαγή.
Ποια ήταν η δική σας αρμοδιότητα στην συγκεκριμένη έρευνα;
Απάντηση: Είμαι ένας από τους 17 επιστήμονες της συγγραφικής ομάδας, και συμμετείχα ως ένας από τους ειδικούς σε θέματα επιδημιολογίας και μεθόδων πληθυσμιακής έρευνας.
Πού στηρίχτηκαν τα δημοσιεύματα που μιλούσαν για χρηματοδότηση της έρευνας απο ιδιοκτήτη αεροπορικής εταιρείας;
Απάντηση: Κάποιος ιστότοπος ο οποίος έχει την φήμη ότι ειδικεύεται σε ιστορίες κίτρινου τύπου, «αποκάλυψε» ότι ένας ιδιοκτήτης αεροπορικής εταιρείας είχε κάνει δωρεά $5.000 στο πανεπιστήμιο.
Γνωρίζατε ποιοι είναι οι χρηματοδότες των ερευνών;
Απάντηση: Όχι, γιατί ο κύριος ερευνητής Eran Bendavid, χρησιμοποίησε τον πλέον αδιάβλητο μηχανισμό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κάνει κάποιος έρευνα διασφαλίζοντας πλήρως ότι η έρευνα δεν θα επηρεαστεί. Το πανεπιστήμιο δέχεται δωρεές από όποιον πολίτη θέλει να καταθέσει μια δωρεά στο γραφείο δωρεών-ανάπτυξης. Οι δωρεές αυτές μένουν ανώνυμες.
Πως είναι η διαδικασία χρηματοδότησης ερευνών στο δικό σας Πανεπιστήμιο;
Απάντηση: Όπως σε όλα τα μεγάλα πανεπιστήμια, υπάρχουν διαφορετικοί μηχανισμοί που μπορεί να χρηματοδοτηθεί μια ερευνητική προσπάθεια. Ένας τρόπος είναι η χρηματοδότηση από κυβερνητικούς δημόσιους οργανισμούς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό θα ήταν αδύνατο, γιατί συνήθως χρειάζεται πολλούς μήνες η διαδικασία έγκρισης, κάτι ακατάλληλο για ένα ερώτημα το οποίο πρέπει να απαντηθεί άμεσα. Ένας δεύτερος τρόπος είναι η χρηματοδότηση από κάποιον ιδιωτικό φορέα που ενδιαφέρεται για ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο με συγκεκριμένα παραδοτέα, π.χ. να ελέγξει αν ένα φάρμακο μιας εταιρείας είναι αποτελεσματικό. Προσωπικά δεν κάνω έρευνα αυτού του τύπου, γιατί δεν θέλω να νιώθω ότι δεσμεύομαι από οποιοδήποτε πιθανό συγκρουόμενο συμφέρον και να μου επιβάλλονται παραδοτέα από ιδιωτικούς φορείς. Άλλοι συνάδελφοι κάνουν βέβαια τέτοιες μελέτες και φυσικά δεν είναι κατακριτέες όταν υπάρχουν αυστηροί ελεγκτικοί μηχανισμοί και διαφάνεια για το πώς χρηματοδοτήθηκε η έρευνα. Ο τρίτος τρόπος είναι με δωρεές όπου οι δωρητές προσφέρουν χρήματα στο πανεπιστήμιο χωρίς να διεκδικούν ούτε στο παραμικρό πώς οι επιστήμονες θα κάνουν έρευνα, πώς θα παρουσιάσουν τα αποτελέσματα ή τι συμπεράσματα θα βγάλουν. Το πρότυπο αυτό αποτελεί τον χρυσό κανόνα αμερόληπτης υπεράσπισης της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας και ταυτόχρονα κοινωνικής προσφοράς από τους δωρητές. Μπορώ να σας θυμίσω ότι το ίδιο το πανεπιστήμιο Στάνφορντ και τα περισσότερα μεγάλα πανεπιστήμια του κόσμου έχουν προκύψει από τέτοιες δωρεές ευεργετών. Στην Ελλάδα, υπάρχει η αντίστοιχη παράδοση των εθνικών ευεργετών, π.χ. στην ίδρυση του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου και πολλά άλλα κληροδοτήματα. Οι ευεργέτες μπορούν να δημοσιοποιούνται ή να μένουν ανώνυμοι. Η δεύτερη παραλλαγή επιλέγεται από το πανεπιστήμιο πιο συχνά στην περίπτωση που είναι πολλοί δωρητές (crowdsourcing) και οποιοσδήποτε πολίτης μπορεί να συνεισφέρει ανώνυμα στην ακαδημαϊκή προσπάθεια του πανεπιστημίου προσφέροντας στη δεξαμενή χρηματοδότησης.
Ρωτήσατε πριν δημοσιεύσετε την έρευνα ποιοι είναι οι χρηματοδότες;
Απάντηση: Όταν η εργασία ολοκληρώθηκε και ήταν έτοιμη να κατατεθεί σε κρίση δημόσια, οι κύριοι ερευνητές ρώτησαν το γραφείο δωρεών-ανάπτυξης του πανεπιστημίου αν θα ήταν θεμιτό να τους πούνε ποιοι είναι οι δωρητές που μπορεί να είχαν προσφέρει δωρεές και να τους αναφέρουμε. Το πανεπιστήμιο απάντησε αρνητικά, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον. Όπως και να έχει, οι δωρητές δεν είχαν απολύτως καμία σχέση με τον σχεδιασμό, τέλεση, και παρουσίαση της έρευνας.
Πόσα ήταν το χρήματα που έδωσε ο ιδιοκτήτης της αεροπορικής εταιρείας;
Απάντηση: Σύμφωνα με τις πληροφορίες, o ιδιοκτήτης δώρησε στο πανεπιστήμιο 5.000 δολάρια.
Γιατί πιστεύετε ότι είστε αυτός που κατηγορούν;
Απάντηση: Είναι ένα περίεργο φαινόμενο. Ούτε εγώ, ούτε οι κύριοι ερευνητές πήραμε προσωπικά έστω και 1 δολάριο από αυτή την έρευνα. Μάλιστα προσωπικά, έχω αρνηθεί μέχρι τώρα να πάρω έστω και 1 δολάριο από την οποιαδήποτε ενασχόλησή μου με την πανδημία του κορονοϊού, γιατί θεωρώ ότι είναι ένα μείζον πρόβλημα και επιθυμώ να διαθέτω την προσπάθειά μου και το χρόνο μου εντελώς αφιλοκερδώς. Όμως η μελέτη μας δυστυχώς δημοσιοποιήθηκε μέσα σε ένα πολύ φορτισμένο και πολωμένο τοπίο οργής και αντιπαράθεσης που συνοδεύει την κρίση του κορονοϊού. Δεν ανήκω σε καμία πολιτική παράταξη και θεωρώ φοβερό λάθος να συγχέεται η επιστήμη με την πολιτική. Όμως μέσα σε ένα πλαίσιο φανατισμού, πολλοί προσπαθούν να ερμηνεύσουν την επιστήμη με πολιτικές αναγνώσεις και κατά συνέπεια χρησιμοποιούν τα συνηθισμένα μέσα λασπολογίας και δολοφονίας χαρακτήρα που είναι συνήθη στον πολιτικό χώρο. Πιθανόν στην περίπτωσή μου να υπήρχε ο επιπρόσθετος λόγος ότι είμαι γνωστός για την προσπάθειά μου να υπερασπιστώ την αδιαβλητότητα της επιστημονικής έρευνας. Αυτό ίσως έχει δυσαρεστήσει πολλούς. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτή η έρευνα ή οποιοδήποτε ερευνητική εργασία που έχω κάνει είναι τέλεια. Ποτέ μια μελέτη μόνη της δεν είναι τέλεια, η επιστήμη δεν είναι θέσφατο, πρέπει να δεις όλες τις μελέτες που έχουν γίνει σε ένα θέμα για να βγάλεις προσεκτικά συμπεράσματα. Στην προσωπική μου ιστοσελίδα στο Στάνφορντ γράφω μπροστά μπροστά ότι «χαίρομαι να μου υπενθυμίζουν ότι δεν ξέρω σχεδόν τίποτε» – και είναι η αλήθεια. Θεωρώ τον καλύτερό μου φίλο όποιον μου υποδεικνύει τρόπους να βελτιώσω την έρευνά μου και να μειώσω την άγνοιά μου. Από αυτό το σημείο όμως, μέχρι τη λύσσα κάποιων να κατασπαράξουν και εμένα και τους συναδέλφους μου, μάλλον παρεμβαίνει κάποια αρρωστημένη ψυχολογία των καιρών. Καταλαβαίνω ότι περνάμε όλοι δύσκολες στιγμές, και μπορεί να περάσουμε ακόμα δυσκολότερες με τις συνέπειες των μέτρων που αναγκαστήκαμε να πάρουμε. Προσωπικά δίνω σε όλους την αγάπη μου, ακόμα και σε όσους επιπόλαια δώσανε βάση στους λασπολόγους, αλλά τους θυμίζω ότι δεν είναι καιροί για μικρότητες.
Τελικά ο κορονοϊός είναι ένα «φιάσκο»;
Απάντηση: Ο κορονοϊός δεν είναι φιάσκο, ούτε ποτέ ισχυρίστηκα κάτι τέτοιο. Μίλησα από πολύ νωρίς για φιάσκο στο γεγονός ότι ενώ αντιμετωπίζουμε ένα σοβαρό πρόβλημα, τα δεδομένα μας είναι αναξιόπιστα και πιθανόν πολύ λανθασμένα και ζήτησα να μαζέψουμε όσο πιο γρήγορα αξιόπιστα δεδομένα ώστε να ξέρουμε πόσο θα διατηρήσουμε τα μέτρα εγκλεισμού, πώς θα τα αποσύρουμε, και πώς πρέπει να προετοιμαστούμε για την επόμενη ημέρα. Δεν μπορούμε να πηγαίνουμε στα τυφλά. Η επιστήμη έκανε τεράστια πρόοδο μέσα στους μήνες που μεσολάβησαν και διαπιστώσαμε ότι όντως οι δυσμενείς εκτιμήσεις που είχαν γίνει στην αρχή ήταν αστρονομικά λάθος – ευτυχώς. Δεν είδαμε τα 50 εκατομμύρια νεκρών που είχαν υπολογιστεί να συμβούν παγκόσμια (όπως το 1918), και δεν είδαμε την θνητότητα που είχε υποτεθεί. Παρασάγγας άλλη εικόνα εξελίχτηκε, πάρα πολύ ηπιότερη. Δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να αρνιόμαστε ότι υπάρχουν τουλάχιστον κι αυτά τα καλά νέα μέσα στην μεγάλη δυσπραγία που έχει δημιουργηθεί παγκόσμια στις εύθριπτες κοινωνίες εγκλεισμού και μετα-εγκλεισμού.
Δείτε επίσης: Γ. Ιωαννίδης: Τα σχετικά λιγότερα κρούσματα δεν οφείλονται στην πολιτική Τσιόδρα