Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι χωρίζουν τους λαούς σε «πατρικούς», «μητρικούς» και «παιδικούς».
Στα χαρακτηριστικά παραδείγματα «παιδικών» λαών, οι Ιταλοί που πάνε από Μπερλουσκόνι σε Μελόνι και οι Έλληνες, που δίνουν 44% στον ΓΑΠ και άλλο ένα παρόμοιο ποσοστό που έρχεται την Κυριακή στον Μητσοτάκη.
Λαοί αυθόρμητοι, παρορμητικοί, λειτουργούν με το θυμικό. Γρήγορα οργίζονται – γρήγορα ξεχνούν. Κι εγώ σ’ αυτόν τον λαό ανήκω, δεν κάνω κάποια «από καθέδρας» ανάλυση.
Στα χαρακτηριστικά αυτών των λαών, η χρονοκαθυστέρηση. Αρκεί να θυμηθείτε την ιστορία των ελληνικών εκλογών, από τότε που «έφυγαν» ο πατέρας Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο εραστής Ανδρέας Παπανδρέου.
Ο λογιστής των Ελλήνων Σημίτης κέρδισε δεύτερη θητεία το 2000 και έφυγε κακήν κακώς το 2004, μην τολμώντας να κατέβει ούτε καν στις εκλογές. Ποιος τον θυμάται σήμερα; Μόνο κάτι ακροκεντρώοι εραστές της μίζας και της διαφθοράς.
Ο Κώστας Καραμανλής που τον μπέρδεψαν με τον θείο του αλλά αποδείχθηκε καφενείο, αντί να πάρει δρόμο το 2007, επανεξελέγη, για να φύγει με συντριβή δύο χρόνια μετά, αφήνοντας μια χώρα στο όριο της χρεοκοπίας. Ποιος τον θυμάται σήμερα; Οι ταβέρνες ανά την Ελλάδα.
Ακολουθούν τα μνημονιακά χρόνια όπου οι πρωθυπουργοί αλλάζουν σαν τα πουκάμισα, και έρχεται ένας νέος έρωτας: του λαού με το αστέρι της Αριστεράς που θα σκίσει τα μνημόνια.
Τον ψηφίζουν τον Ιανουάριο του 2015. Το καλοκαίρι φέρνει τρίτο μνημόνιο. Κι αντί τον Σεπτέμβριο του 2015 να τον «μαυρίσουν», τον επανεκλέγουν με το ίδιο ποσοστό.
Κι όταν βγάζει τη χώρα από τα μνημόνια, αντί να τον επιβραβεύσουν, τον τιμωρούν αναδρομικά για το τρίτο μνημόνιο, στερώντας του την εξουσία. Αλλά επειδή οι έρωτες δεν τελειώνουν εύκολα, του δίνουν ένα 32% μήπως και αλλάξει το κόμμα του.
Εκείνος δεν αλλάζει τίποτα, και έρχεται τώρα ο ελληνικός λαός και τον συντρίβει.
Ο Τσίπρας τώρα πληρώνει το α’ εξάμηνο του 2015 και «το όχι που έκανε ναι». Ναι, ετεροχρονισμένα – όπως συνέβη με τον Σημίτη και τον Καραμανλή.
Δεν παραγνωρίζω τον λυσσαλέο πόλεμο που δέχεται επί οκτώ χρόνια, δεν παραγνωρίζω τις συνθήκες μιντιακής δικτατορίας που έχουν εγκαθιδρυθεί στη χώρα, ούτε τη λανθασμένη στρατηγική της απλής αναλογικής, ούτε την αυτοκαταστροφική του καμπάνια.
Βάζω όμως σε όλα αυτά την παράμετρο του θυμικού του ελληνικού λαού: Ύστερα από χρεοκοπία, τρία μνημόνια, δύο καραντίνες, τέσσερις εθνικές τραγωδίες με πυρκαγιές και δυστυχήματα, ο λαός κάπου θα ξεσπούσε, κάποιος θα την πλήρωνε – και θα την πλήρωνε ολοκληρωτικά. Ο Τσίπρας εξελέγη δύο φορές πρωθυπουργός, ο Μητσοτάκης μία. Κι ο κλήρος πέφτει σε σε αυτόν που είχε ήδη δύο ευκαιρίες.
Δεν έχω, προσωπικά, καμία αμφιβολία ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πάρει από τον ελληνικό λαό αυτό που του αξίζει. Απλώς θα το πάρει -κι αυτός- ετεροχρονισμένα. Θα πληρώσει την αλαζονεία, τη διαφθορά, τον ευτελισμό των θεσμών, τη διάλυση του ΕΣΥ – θα τα πληρώσει όλα. Απλώς τώρα ζει τη δεύτερη ευκαιρία του. Υπερβολικά, διογκωμένα – όπως συνηθίζει αυτός ο λαός και όπως θα είναι μελλοντικά και η πτώση του.
Πόσο απέχει από το «ταμείο»; Όσο ο Σημίτης του 2000 από τη συντριβή του 2004. Όσο ο Καραμανλής του 2007 από τη συντριβή του 2009. Όσο ο Τσίπρας του 2019 από τη συντριβή του 2023.
Και μετά;
Μετά αναλαμβάνει η Ιστορία.
Εκεί τα πράγματα είναι αλλιώς. Γιατί την Ιστορία δεν τη γράφουν ούτε οι παρορμητικοί πολίτες ούτε οι πληρωμένες γραφίδες.
Όσο κι αν σκούζουν, εκεί ο Τσίπρας έχει εξασφαλισμένη θέση.
Γιατί -με όλα του τα λάθη- κατάφερε τέσσερα πράγματα σημαντικά, μετρήσιμα και αδιαπραγμάτευτα:
1.Έβγαλε τη χώρα από τη χρεοκοπία και τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018.
2.Ρύθμισε το χρέος.
3.Έλυσε το Μακεδονικό που ήταν βαλτωμένο 30 χρόνια ακολουθώντας μέχρι κεραίας την εθνική γραμμή.
4.Άφησε -για πρώτη φορά στα χρονικά- γεμάτα ταμεία στην επόμενη κυβέρνηση.
Γι’ αυτούς τους λόγους, στον Τσίπρα θα φερθεί καλά η Ιστορία. Και ο ελληνικός λαός. Αυτά στο μέλλον. Τώρα αυτός ο λαός που χαίρεται να γκρεμίζει ό,τι ανέβασε, θα τον κατασπαράξει μέχρι τέλους. Μήπως θυμάστε πώς έφυγε το 1995 ο πιο αγαπημένος σήμερα πολιτικός μύθος των Ελλήνων (ακόμη και των γενεών που δεν τον γνώρισαν), ο Ανδρέας Παπανδρέου; Με 18% δημοτικότητα και έναν όλόκληρο λαό να του φωνάζει «παραιτήσου!».