Σε προηγούμενο άρθρο στο ΑΠΕ-ΜΠΕ είχα την ευκαιρία να τονίσω τις δομικές αλλαγές που συντελούνται στο χώρο της παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης οπτικοακουστικού περιεχομένου, καταλήγοντας στη θέση ότι η τηλεόραση παραμένει ο βασιλιάς.
Το συμπέρασμα είναι ότι έχουμε διεθνώς περάσει στη χρυσή εποχή της τηλεόρασης και της οπτικοακουστικής παραγωγής με καλύτερα και πιο ποιοτικά προγράμματα, με πιο διευρυμένο κοινό παγκοσμίως, με μεγαλύτερη ταχύτητα, αμεσότητα, με υψηλότερη ευκολία διανομής και ενίοτε διαμοιρασμού του περιεχομένου εξαιτίας της εισαγωγής νέων τεχνολογιών, της χρήσης περισσότερων εφαρμογών και γρηγορότερου διαδικτύου.
Αφορμή για τη συγγραφή του άρθρου εκείνου ήταν η πρόσφατη τότε ομόφωνη απόφαση του ΕΣΡ για την προκήρυξη επτά τηλεοπτικών αδειών πανελλαδικής εμβέλειας 10ετους διάρκειας, με την καταβολή τουλάχιστον 35 εκατομμυρίων ανά άδεια. Σήμερα, διαφαίνεται πλέον η ολοκλήρωση της διαδικασίας από το ΕΣΡ με μόλις πέντε υποψήφιους επενδυτές να έχουν περάσει το στάδιο της προεπιλογής και αν αυτό δεν αλλάξει δύο τηλεοπτικές άδειες θα μείνουν «ορφανές», ενώ το ιστορικό MEGA εξακολουθεί να παραμένει ζωντανό, αλλά διασωληνωμένο, με τους εργαζόμενους του απλήρωτους και το κανάλι εκτός διαγωνιστικής διαδικασίας.
Αφήνω ασχολίαστη την αναντιστοιχία προθέσεων και πράξεων για όσους άσκησαν λυσσαλέα κριτική στον πρώτο διαγωνισμό του 2016, ειδικά ως προς τον αριθμό των καναλιών, και αναδιατυπώνω το ερώτημα που είχα εγείρει δέκα μήνες πριν, υπό το φως των νέων δεδομένων:
Έχει μέλλον η παραδοσιακή τηλεόραση;
Η απάντηση είναι απολύτως καταφατική. Η παραδοσιακή τηλεόραση δεν έχει πει την τελευταία της λέξη και έχει διακριτή θέση στο μελλοντικό τηλεοπτικό τοπίο. Σύμφωνα με μια έρευνα της Global TV Deck σε 19 χώρες το 2017 η παραδοσιακή τηλεόραση προσεγγίζει το 70% του πληθυσμού και το 90% των πολιτών σε μια εβδομάδα. Οι νεότεροι (millenials) αν και προτιμούν τις streaming υπηρεσίες, όπως αυτές του Netflix, εμφανίζονται με το πέρας του χρόνου και την απόκτηση παιδιών να αυξάνουν το χρόνο τηλεθέασης τους, μεγάλο μέρος του οποίου αφορά και την παραδοσιακή γραμμική τηλεόραση.
Και αυτό γιατί η παραδοσιακή τηλεόραση μπορεί να μη διαθέτει τις πολύ δαπανηρές και κορυφαίες τηλεοπτικές σειρές του Netflix ή της Amazon, που έχουν παγκόσμιο κοινό και απήχηση, αλλά έχει μεγαλύτερη πρόσδεση με την τοπικότητα και διαθέτει το πλεονέκτημα να παρέχει ζωντανό πρόγραμμα. H τηλεθέαση, για παράδειγμα, μεγάλων αθλητικών γεγονότων παραμένει προνομιακό πεδίο της παραδοσιακής τηλεόρασης (συνδρομητικής και ελεύθερης).
Είναι ενδεικτική η πρόσφατη μελέτη του Broadcasters Audience Research Board (BARB) στη Βρετανία, η οποία αποκάλυψε ότι το 87% της τηλεοπτικής θέασης αφορά ζωντανό και όχι κατά παραγγελία πρόγραμμα (Video on Demand, VoD), γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει ότι οι streaming υπηρεσίες κερδίζουν μεν έδαφος, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστούν την παραδοσιακή γραμμική τηλεόραση. Οι streaming υπηρεσίες, αντίθετα, συμπληρώνουν τις αυξημένες απαιτήσεις κατανάλωσης οπτικοακουστικού περιεχομένου.
Και φυσικά αν αυτό ισχύει στην περίπτωση της Βρετανίας, όπου σύμφωνα με τη Mortar London περισσότερο από το 40% των πολιτών δαπανούν πάνω από 300-εκατομμύρια λίρες το μήνα σε συνδρομητικές πλατφόρμες και VoD υπηρεσίες, όπως αυτές του Netflix, της Amazon Prime, του Now TV and της HayU, τότε στην περίπτωση της Ελλάδας ισχύει ακόμη περισσότερο, δεδομένης της χαμηλότερης διείσδυσης και πιο σαφώς περιορισμένης τάσης υποκατάστασης της παραδοσιακής τηλεόρασης από νέους πάροχους.
Άλλωστε τα σχετικά μεγέθη τηλεθέασης είναι εξόχως αποκαλυπτικά. Οι νέοι πάροχοι και οι επιγραμμικές πλατφόρμες βίντεο συνεχούς ροής (streaming video services) φέρνουν νέα δεδομένα και πρωταγωνιστούν στις εξελίξεις εξαιτίας των πανάκριβων παραγωγών τύπου Games of Thrones και Crown.
Ο χρόνος όμως θέασης περιεχομένου που μεταδίδεται σε πραγματικό χρόνο είναι κατά 300% μεγαλύτερος σε σχέση με τον κατά παραγγελία χρόνο και η ελεύθερης λήψης τηλεόραση (Free to Air) προσφέρει σε ημερήσια βάση δύο δισεκατομμυρία ώρες περιεχομένου στα νοικοκυριά της Ευρώπης, ενώ η κατά παραγγελία συνδρομητική τηλεόραση (SVOD) ανέρχεται σε μόλις 12 δισεκατομμύρια ώρες θέασης το μήνα.
Επιπλέον, η παραδοσιακή τηλεόραση εξακολουθεί να αποτελεί το μέσο ενημέρωσης με την υψηλότερη εμπιστοσύνη για τη διαφημιστική αγορά. Και αυτό ισχύει ακόμη και στην περίπτωση της αγοράς των ΗΠΑ, η οποία θεωρείται για πολλούς ως η πιο προηγμένη και αυτή που χαράσσει τις νέες τάσεις στο πεδίο της ψυχαγωγίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της AirBnB, η οποία είδε άμεση αύξηση στην επισκεψιμότητα των διαδικτυακών της ιστοσελίδων μόλις λάνσαρε τηλεοπτικές καμπάνιες. Πολλές γνωστές εταιρείες ακολούθησαν αυτόν τον κανόνα με πολύ υψηλά ποσοστά επιτυχίας.
Υπάρχουν ωστόσο και πιο μετριοπαθείς και εξόχως ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις για το μέλλον της παραδοσιακής τηλεόρασης, όπως αυτή του Walter Luzzolino, συνιδρυτή της διαδικτυακής τηλεόρασης Walter Presents του Channel 4. Ο Luzzolino σε πρόσφατο συμπόσιο ανέφερε ότι βρισκόμαστε στη μέση ενός φοβερού πολέμου μεταξύ της παραδοσιακής τηλεόρασης και των υπηρεσιών βίντεο συνεχούς ροής (streaming services) μέχρι να επέλθει ο γάμος και η συμφιλίωση των δύο πλευρών. Σε πέντε χρόνια η ενσωμάτωση των streaming services στην τηλεόραση θα έχει ολοκληρωθεί κατά τουλάχιστον 75%. Ορισμένα τηλεοπτικά κανάλια θα μπούν σε κοινοπραξίες με τους γίγαντες του διαδικτύου και θα αγοράσουν άλλα κανάλια, καθώς μόνο έτσι οι νέοι πάροχοι, όπως το Netflix θα μπορέσουν να διαμορφώσουν το δημόσιο διάλογο.
Η ελληνική τηλεοπτική πραγματικότητα σε κρίση
Σε κάθε περίπτωση όλα τα στοιχεία και οι τάσεις δείχνουν ότι έχει ακόμη ενδιαφέρον να επενδύσει κάποιος στη τηλεόραση και στην ευρύτερη οπτικοακουστική βιομηχανία και ιδιαίτερα σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου παρατηρείται έντονο πρόβλημα δημογραφικής γήρανσης, χρόνιας οικονομικής επιβάρυνσης των πολιτών, καθώς και απουσία παραγωγής πρωτότυπου περιεχομένου στα ελληνικά από διεθνείς παίχτες στην τηλεοπτική αγορά.
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι όλα είναι ρόδινα και ότι πρέπει να κρύψουμε τα προβλήματα κάτω από το χαλί. Η ελληνική τηλεοπτική πραγματικότητα, και αυτό αφορά και την περίπτωση της ΕΡΤ, βρίσκεται σε διπλή κρίση: Από τη μία εκείνη που έχουν προκαλέσει συσσωρευμένες παθογένειες, στρεβλώσεις και ανεπάρκειες ετών. Από την άλλη εκείνη που γεννούν οι προκλήσεις της νέας, ψηφιακής εποχής, στην οποία η ήδη βεβαρυμμένη ελληνική τηλεόραση καλείται ταχύτατα να προσαρμοστεί.
Θα ήταν, αν όχι λάθος, πάντως σίγουρα αντιπαραγωγικό να διαχωρίσουμε τις δύο κρίσεις. Ναι, να μελετήσουμε τις αιτίες που οδήγησαν τους λειτουργούς και τους ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών σταθμών σε παρωχημένες λογικές ή ενίοτε ακόμη και σε ρόλους επικίνδυνους για τη δημοκρατία. Ναι, να αναζητήσουμε τις διαδικασίες που καταδίκασαν και καταδικάζουν το ελληνικό τηλεοπτικό περιεχόμενο σε μια πορεία δραματικής παρακμής. Ναι, να αναρωτηθούμε για τους λόγους που η τηλεοπτική δημόσια σφαίρα εκδηλώνει συμπτώματα διακρίσεων, αποκλεισμών και φτήνιας.
Αν όμως το όραμα και ο στόχος είναι να μπουν τα θεμέλια για το ξεπέρασμα της κρίσης είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να εκμεταλλευθούμε τη μεγάλη ευκαιρία που αναδύεται με αφορμή και την ιστορικής σημασίας ολοκλήρωση της διαδικασίας αδειοδότησης. Να αναζητήσουμε λύσεις στα παλιά προβλήματα μέσα από τις προκλήσεις της νέας εποχής. Κοιτάζοντας κυρίως μπροστά, λαμβάνοντας ρυθμιστικές πρωτοβουλίες και ενθαρρύνοντας αναπτυξιακές λογικές, θεμελιώνοντας ένα υγιές -αυτήν τη φορά- πέρασμα της τηλεόρασης στην νέα ψηφιακή της εποχή.
Η ελληνική τηλεοπτική πραγματικότητα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο μεταίχμιο και ο χρόνος πιέζει. Μαζί της υποφέρει και η εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή παρά το πείσμα της κοινότητας των κινηματογραφιστών να καταθέσουν ψυχή και ταλέντο απέναντι σε ένα εχθρικό περιβάλλον χρηματοδότησης και φορολογίας ή/ και διακριτικής ανοχής (πχ. περίπτωση της υποχρέωσης των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών για επανεπένδυση του 1,5% στην κινηματογραφική παραγωγή). Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να βλέπουμε το μέλλον πιο αισιόδοξα; Και εδώ η απάντηση είναι καταφατική με την προοπτική της ανάγνωσης των νέων δεδομένων και της λήψης των απαιτούμενων μέτρων και δράσεων.
Νέα δεδομένα
Τα νέα δεδομένα στο χώρο της τηλεόρασης και των μέσων ενημέρωσης ωθούν την εγχώρια οπτικοακουστική βιομηχανία σε μια νέα εποχή. Τα τελευταία τρια χρόνια έχουν επισυμβεί πολλές και πολύ ουσιαστικές αλλαγές στο εγχώριο τηλεοπτικό και μιντιακό οικοσύστημα. Κάποιες έχουν ήδη μεγάλη ορατότητα στην ελληνική κοινωνία (πχ. τηλεοπτικές άδειες), ενώ άλλες προκαλούν λιγότερο θόρυβο και είναι αθέατες (πχ. αλλαγές στην τηλεοπτική διαφήμιση, ψηφιακό ραδιόφωνο, υβριδική τηλεόραση κτλ.).
Πρόκειται για έναν κλάδο που αλλάζει καθημερινά και ο οποίος επιπλέον διαθέτει μια εγγενή αυτοτέλεια ως προνομιακό πεδίο ανάδειξης και διαπραγμάτευσης ευρύτερων επιχειρηματικών και πολιτικών συγκρούσεων. Η ρύθμιση του τοπίου των media και της οπτικοακουστικής βιομηχανίας ήταν και παραμένει ένας δύσκολος και επίπονος γρίφος. Και αυτό ισχύει για όλες τις χώρες του κόσμου.
Στην περίπτωση της Ελλάδας όμως είχαμε την ανάγκη παρεμβάσεων με διφυή υπόσταση: κατ’ αρχήν, παρεμβάσεων που ρυθμίζουν τον οπτικοακουστικό τομέα λαμβάνοντας υπόψη τις νέες τεχνολογίες και τον παλμό των διεθνών ρυθμίσεων, δεύτερον, παρεμβάσεων ικανών να λειτουργήσουν ως εφαλτήριο και επιταχυντής για την αλλαγή του επιχειρηματικού μοντέλου, τη βελτίωση των όρων απασχόλησης, την επίτευξη συνθηκών ισονομίας και υγιούς ανταγωνισμού, και τέλος τη βελτίωση της ικανότητας απορρόφησης της τεχνολογικής καινοτομίας.
Σε αυτό το πλαίσιο και με αυτούς τους στόχους έχουν ήδη τεθεί τα θεμέλια ενός πολύπλευρου και συμπαγούς θεσμικού πλαισίου αναπτυξιακής κατεύθυνσης. Αναφέρω ενδεικτικά κάποιες παρεμβάσεις, οι οποίες αν και δεν απασχόλησαν έντονα το δημόσιο διάλογο έχουν εντούτοις ξεχωριστή σημασία:
-η ρύθμιση πεδίου συγκλίσεων μεταξύ παραδοσιακών και νέων μέσων παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης περιεχομένου, ώστε να αποτραπεί ο άναρχος ανταγωνισμός, όπως η τροποποίηση σειράς διατάξεων του Νόμου 2644/1998 για τη συνδρομητική τηλεόραση, η απελευθέρωση του επαγγέλματος παραγωγού οπτικοακουστικών έργων (κατάργηση εγγραφής σε επιμελητήριο κλπ. με κατάργηση άρθρου 10 ν. 2328/1995) και ο ορισμός της έννοιας του ανεξαρτήτου παραγωγού οπτικοακουστικών έργων, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2010/13/ΕΕ (ΕΕ L 95 της 15.4.2010) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
-η θέσπιση Ηλεκτρονικού Συστήματος Διάθεσης τηλεοπτικού διαφημιστικού χρόνου, με το ΕΣΡ ως ρυθμιστή και εποπτεύουσα αρχή και με στόχο τη ρύθμιση της διαφημιστικής αγοράς, πυλώνα της πολιτικής οικονομίας του οπτικοακουστικού τομέα, ώστε να διασφαλίζονται όροι δίκαιου ανταγωνισμού. (Ν4487).
-η μετάδοση σε υψηλή ευκρίνεια (high definition) χωρίς νέους αποκωδικοποιητές και έξτρα κόστος στον τηλεθεατή, η οποία θεσμοθετήθηκε ως όρος αδειοδότησης για τους παρόχους εθνικής εμβέλειας, ώστε αφενός να βελτιωθεί η ποιότητα της τηλεοπτικής θέασης, αλλά και αφετέρου για να γίνει εφικτή σταδιακά η εξαγωγή ελληνικού τηλεοπτικού περιεχομένου στο εξωτερικό (Ν4339).
-η ίδρυση και λειτουργία του Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ) ως Ανώνυμης Εταιρείας του Δημοσίου, για την υποστήριξη δημόσιων και ιδιωτικών πρωτοβουλιών παραγωγής περιεχομένου, έρευνας και δημιουργίας ψηφιακών αρχείων στους τομείς των οπτικοακουστικών μέσων και της ψηφιακής τεχνολογίας (Ν4339).
-η θέσπιση επενδυτικού κινήτρου (με τη μορφή επιχορήγησης, cash rebate) για την ενίσχυση της παραγωγής οπτικοακουστικών έργων στην Ελλάδα αλλά και των συμπαραγωγών. Στις επιλέξιμες παραγωγές συμπεριλήφθηκε ο τομέας των ψηφιακών παιχνιδιών και του animation, τομείς που μπορούν να αναπτυχθούν και να αποτελέσουν ένα εναλλακτικό πεδίο επενδύσεων παραγωγής και διανομής οπτικοακουστικού περιεχομένου. Η νομοθετική αναγνώρισή τους συνιστά αποφασιστική κίνηση θεσμικής ανταπόκρισης στην τεχνολογική καινοτομία (Ν. 4487/ 2017) δεδομένης της συνεχώς αναπτυσσόμενης βιομηχανίας του gaming και της κινηματογραφικής τέχνης της εμψύχωσης (animation).
-η σύσταση Μητρώου Επιχειρήσεων Ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης ως βάση ρυθμιστικών παρεμβάσεων στο «άναρχο» πεδίο των ηλεκτρονικών ΜΜΕ, με στόχο τη διαμόρφωση όρων υγιούς ανταγωνισμού, την καταπολέμηση της λογοκλοπής και την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων κ.λπ. (Ν.4339/ 2015).
-η μετάβαση στην ψηφιακή ραδιοφωνική ευρυεκπομπή με την ψήφιση του νόμου «Αδειοδότηση ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης» (ν. 4512/2018 – ΦΕΚ Α’ 5), καθώς και την έκδοση Χάρτη Συχνοτήτων Επίγειας Ψηφιακής Ραδιοφωνικής Ευρυεκπομπής (Υ.Α. 169/2018 – ΦΕΚ Β’ 54), την εκχώρηση φάσματος επίγειας ψηφιακής ραδιοφωνικής ευρυεκπομπής στην Ε.Ρ.Τ. Α.Ε. (Υ.Α. 170/2018 – ΦΕΚ Β’ 55), και τη δημοσίευση της Προκήρυξης της Ε.Ε.Τ.Τ. για τον Ψηφιακό Πάροχο.
-η τροποποίηση σειράς διατάξεων για τη συνδρομητική τηλεόραση, με βασικότερη την έκδοση Κ.Υ.Α. 144/2018 (ΦΕΚ Β’ 28), με την οποία καθορίζεται το εφάπαξ και ετήσιο τέλος που καταβάλει η κάτοχος άδειας παροχής συνδρομητικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών υπηρεσιών μέσω δορυφόρου ή καλωδιακών δικτύων (δηλαδή Pay_tv) και ο πάροχος γραμμικών τηλεοπτικών υπηρεσιών μέσω ευρυζωνικών δικτύων (δηλαδή IPTV).
-η ρύθμιση των διατάξεων για την κρατική διαφήμιση με στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας και την τήρηση της ποσόστωσης του 30% (τουλάχιστον) υπερ των περιφερειακών μέσων ενημέρωσης, η οποία δεν είχε εφαρμοστεί ποτέ στο παρελθόν, με τη σύσταση του Συμβουλίου Εθνικής Επικοινωνιακής Πολιτικής και του Μητρώου Online Media (ν. 4339/2015), την έκδοση της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου 50 (ΠΥΣ 50/2015 – ΦΕΚ Α’ 179), με την επιβολή κυρώσεων σε όσους φορείς του δημοσίου δεν τηρούν την ποσόστωση, με σχετικές εγκυκλίους της ΓΓΕΕ και την υποχρέωση δημοσιοποίησης των διαφημιστικών δαπανών των Τραπεζών.
Η νέα κατάσταση
Ο κατάλογος των θεσμικών αλλαγών στο χώρο των μίντια είναι μακρύς και αφορά όλα τα μέσα επικοινωνίας και ολόκληρη την αξιακή αλυσίδα παραγωγής και διανομής του οπτικοακουστικού περιεχομένου. Η Ελλάδα ολοκλήρωσε εδώ και μήνες τη διαδικασία εκσυγχρονισμού του θεσμικού πλαισίου με το κλείσιμο των προαπαιτούμενων της τρίτης αξιολόγησης (εργαλειοθήκη ΟΟΣΑ), και συμμετείχε πολύ ενεργά και για πρώτη φορά πρωταγωνιστικά στις διαπραγματεύσεις για την αναθεώρηση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τα Οπτικοαουστικά Μέσα και τα Πνευματικά Δικαιώματα.
Το προηγούμενο χρονικό διάστημα ελήφθησαν επίσης σημαντικές πρωτοβουλίες για την άσκησης μιας εθνικά συμφέρουσας ορθής τηλεπικοινωνιακής πολιτικής, όπως η κατοχύρωση και ο διεθνής συντονισμός συχνοτήτων που είχαν αποδοθεί στη χώρα μας από τη Συμφωνία της Γενεύης GE06 της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (ITU). Είναι σχεδόν απίστευτη η αδράνεια των προηγούμενων κυβερνήσεων καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 2006-2015 όπως και το γεγονός ότι η χώρα μας προχώρησε σε απονομή του Πρώτου Ψηφιακού Μερίσματος στην κινητή τηλεφωνία και στην Ψηφιακή Μετάβαση στην τηλεόραση δίχως να έχει κατοχυρώσει διεθνώς τις αναγκαίες συχνότητες.
Βασική ωστόσο αρχή στην μελέτη του οπτικοακουστικού τομέα είναι ότι οι θεσμικές παρεμβάσεις έπονται των τεχνολογικών καινοτομιών. Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική βούληση που οδήγησε σε νομοθετικές πρωτοβουλίες όπως οι Νόμοι 4339/2015, 4487/2017 και 4512/2018 (Τμήμα ΣΤ’) και μια σειρά Υπουργικών Αποφάσεων κατάφεραν να βάλουν τη χώρα σε τροχιά συγχρονισμού με την νέα τεχνολογία και να φέρουν νέα πνοή στα λυμνάζοντα ύδατα της εγχώριας οπτικοακουστικής βιομηχανίας και του κλάδου των media, χαρακτηριστικά παραδείγματα των οποίων είναι τα εξής:
– Η Ελλάδα διαθέτει πλέον ένα διεθνώς ανταγωνιστικό σύστημα επιδότησης της παραγωγής κινηματογραφικών και τηλεοπτικών έργων (cash rebate 25%) της τάξεως των 75-εκατομμυρίων ευρώ.
– Το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ) συστάθηκε και έχει ήδη ξεκινήσει ο έλεγχος των πρώτων αιτήσεων για χρηματοδότηση οπτικοακουστικών παραγωγών. Στον πρώτο μήνα λειτουργίας του ηλεκτρονικού συστήματος των αιτήσεων προβλέπονται δαπάνες γυρισμάτων άνω των επτά εκατομμυρίων ευρώ από ελληνικές και ξένες εταιρίες παραγωγής.
– Οι κινηματογραφικές/ τηλεοπτικές παραγωγές και τα βίντεοπαιχνίδια μπορούν πλέον να χρηματοδοτηθούν από το νέο πρόγραμμα δανειακής στήριξης του ΕΤΕΑΝ και των συστημικών τραπεζών με επιχορηγούμενο κατά 40% επιτόκιο και μια περίοδο χάριτος που αντιστοιχεί μέχρι και 24 μήνες. Η συγκεκριμένη γραμμή χρηματοδοτικής στήριξης είναι της τάξεως των 916 εκατομμυρίων ευρώ και οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούν να πάρουν δανειακή στήριξη στο τέλος του καλοκαιριού.
– Η ΕΡΤ πρώτη έφερε το ψηφιακό ραδιόφωνο και την υβριδική μορφή τηλεόρασης στην Ελλάδα. Η ΕΡΤ διαθέτει πλέον το πιο δυνατό ίσως Video On Demand (VoD) κανάλι της χώρας με περίπου δύο εκατομμύρια αιτήματα θέασης προγράμματος κατά παραγγελία ανά μήνα.
– Οι κανόνες αγοράς τηλεοπτικού χρόνου και η φορολογία των παρόχων περιεχομένου άλλαξαν πλήρως σε μια πιο λειτουργική κατεύθυνση. Για παράδειγμα τόσο η αμοιβή των media shops όσο και ο ειδικός φόρος τηλεόρασης επανακαθορίστηκαν στα λογικά συγκριτικά με τη διεθνή πρακτικά επίπεδα του 4% και του 5% αντίστοιχα. Η μείωση της φορολογίας προκύπτει μόνο για τους αδειοδοτημένους σταθμούς εθνικής εμβέλειας, που μεταξύ άλλων κατοχυρώνουν τις θέσεις 400 πλήρους απασχόλησης εργαζόμενων.
– Η ΕΡΤ αναβάθμισε το λογισμικό διάθεσης διαφημιστικού χρόνου της και στο προσεχές χρονικό διάστημα θα είναι το πρώτο τηλεοπτικό κανάλι που θα διαθέτει τον τηλεοπτικό του χρόνο μέσω ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας, όπως κάνουν ήδη οι μεγαλύτερες εταιρείες και τηλεοράσεις του κόσμου. Αντίστοιχη δραστηριότητα αναπτύσουν και οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί σε συνεργασία με το Σύνδεσμο Διαφημιζομένων Ελλάδας (ΣΔΕ).
– Στην ελληνική τηλεοπτική αγορά, τα διαφημιστικά έσοδα της οποίας έχουν αυξηθεί και ανέρχονται πλέον στα 250 εκατομμύρια περίπου, δραστηριοποιείται πλέον πιο έντονα το Netfix, ενώ παρατηρείται νέο επενδυτικό ενδιαφέρον στο χώρο του IPTV με τη Wind και τη Vodafone να μπαίνουν δυναμικά και στο χώρο της τηλεόρασης προσφέροντας πιο πλούσια πακέτα προγράμματος στη λογική του VoD.
Είναι όμως αυτές οι αλλαγές ικανές να προκαλέσουν την επενδυτική άνοιξη της οπτικοακουστικής βιομηχανίας και την παραγωγή οπτικοακουστικού περιεχομένου που αξίζει να απολαμβάνουν οι πολίτες όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και όλου του πλανήτη; Είναι αυτές οι αλλαγές ικανές να μετατρέψουν την Ελλάδα σε έναν ελκυστικό τόπο εγκατάστασης επενδύσεων στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο; Στη συνέχεια θα αναφερθώ συνοπτικά σε ενέργειες και δράσεις που προγραμματίζονται ήδη για το αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα ή χρήζουν δημόσιας συζήτησης, προκειμένου να σταθεροποιήσουμε την τροχιά της χώρας μας προς ένα καλύτερο μέλλον για τον κλάδο των οπτικοακουστικών και της ενημέρωσης.
Νέες πηγές χρηματοδότησης
Η εισαγωγή νομοθετικού πλαισίου εναρμόνισης της αναθεωρημένης Οδηγίας για τα Οπτικοακουστικά Μέσα τους επόμενους μήνες αναμένεται να αυξήσει τους πόρους που μπαίνουν στην εγχώρια αγορά κινηματογράφου και τηλεόρασης, δεδομένου ότι οι ψηφιακές πλατφόρμες, όπως το Netflix, οφείλουν πλέον να χρηματοδοτούν τοπικές εθνικές παραγωγές στις χώρες όπου εκπέμπουν περιλαμβάνοντας 30% τουλάχιστον ευρωπαϊκά έργα στους καταλόγους τους.
Η πρόσφατη παροχή επενδυτικού κινήτρου για την παραγωγή οπτικοακουστικών έργων στην Ελλάδα (cash rebate 25%, ν. 4487/ 2017) έχει ήδη προσφέρει μια πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα αύξηση των πόρων για την ενίσχυση της εγχώριας οπτικοακουστικής βιομηχανίας με 75-εκατομμύρια να είναι ήδη δεσμευμένα σε ειδικό λογαριασμό στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Μόλις δύο μήνες μετά την παρουσίαση του παραπάνω επενδυτικού κινήτρου προστέθηκε ένα ακόμη εργαλείο χρηματοδότησης με την μορφή δανείου για οπτικοακουστικές παραγωγές. Το συγκεκριμένο δάνειο προβλέπει την παροχή επιδοτούμενου επιτοκίου στο 40% του δανείου με στόχο είτε την στήριξη επενδυτικών σχεδίων μέχρι € 1,5 εκατομμύρια και διάρκεια αποπληρωμής δανείου 5-10 έτη, είτε την κάλυψη παγίων αναγκών και κεφαλαίων κίνησης μέχρι € 500 χιλιάδες με διάρκεια από 1-5 έτη. Το πρόγραμμα ξεκινάει μετά το καλοκαίρι και ουσιαστικά συνιστά το πρώτο τραπεζικό προϊόν για την ενίσχυση της οπτικοακουστικής παραγωγής στην Ελλάδα συμπεριλαμβανομένων και των video games. Οι πόροι του προγράμματος αντιστοιχούν σε 916 εκατομμύρια ευρώ και είναι το προϊόν συνεργασίας της ΕΤΕΑΝ Α.Ε. (που επιχορηγεί την επιδότηση επιτοκίου κατά 40%) με τις Εμπορικές Τράπεζες.
Επίσης στο τρέχων call του Αναπτυξιακου νόμου έχουν ενταχθεί και ο κλάδος της παραγωγής βίντεο, τηλεοπτικών και κινηματογραφικών έργων και των ψηφιακών παιχνιδιών (video games) προβλέποντας μια πληθώρα επιλέψιμων δαπανών (μηχανήματα, εγκαταστάσεις, μισθοδοσία κτλ.).
Παρ’ όλα αυτά και εδώ δεν υπάρχει περιθώριο εφυσηχασμού. Απαιτείται η δημιουργία στο άμεσο χρονικό διάστημα ενός νέου παράλληλου χρηματοοικονομικού οικοσυστήματος για την οπτικοακουστική βιομηχανία. Είναι αναγκαίο να γίνει εφικτή η παροχή επιπλέον χρηματοδοτικών εργαλείων στους παραγωγούς και στους δημιουργούς για να αναπτυχθεί και να διεθνοποιηθεί η οπτικοακουστική βιομηχανία. Όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία, η παροχή επιδότησης (soft money) δεν επαρκεί από μόνη της για να καλύψει τις πολλαπλές ανάγκες οικονομικής ρευστότητας και χρηματοδότησης μιας μεγάλης κινηματογραφικής ταινίας ή μιας τηλεοπτικής σειράς. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν αφορά μόνο την περίπτωση της Ελλάδας που κάνει τώρα τα πρώτα της σοβαρά και ουσιαστικά βήματα ανάπτυξης του κλάδου, αλλά και τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης.
Για παράδειγμα, η χρηματοδότηση στις ΗΠΑ και την Ασία για τις start-ups είναι 20 και 30 δισεκατομμύρια, ενώ για την Ευρώπη είναι μόλις 3,5 δισεκατομμύρια. Η άντληση οικονομικών πόρων για τις μικρομεσαίες start-ups στην Ευρώπη είναι περίπου ισοδύναμη με τους πόρους που αφορούν στην περίπτωση της Νέας Υόρκης. Και φυσικά οι περισσότερες ευκαιρίες χρηματοδότησης περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό στα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα του Λονδίνου, του Βερολίνου και του Παρισιού.
Στην Ευρώπη επίσης δεν υπάρχει η παράδοση της χορηγίας (donations), ενώ τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capitals) και τα κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου στην Ευρώπη έχουν συχνά μηδενικές αποδόσεις επειδή αφορούν μεμονωμένες χώρες και μικρές αγορές. Αντίθετα στην Αμερική ή στην Ασία η έννοια της εδαφικότητας συνήθως δεν υπάρχει.
Και αυτά όλα ισχύουν κατά κύριο λόγο για τον τομέα των κινηματογραφικών παραγωγών (fiction και non-fiction), γιατί καθώς κινούμαστε από τις συμβατικές κινηματογραφικές παραγωγές στις μη γραμμικές αφηγήσεις όπως μπορεί να θεωρηθούν τα video games ή ακόμα στις διαμεσικές παραγωγές (transmedia productions), το τοπίο γίνεται ακόμα πιο θολό. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των video games και κυρίως των λεγόμενων ανεξάρτητων δημιουργών (indie game developers). Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, η indie σκηνή εμφανίζεται κυρίαρχη αφού η ανάπτυξη ΑΑΑ τίτλων, μεγάλης δηλαδή κλίμακας έργα με συχνά υπερμεγέθη budget, δεν είναι εφικτή. Στην περίπτωση λοιπόν των indie developers το βασικό αίτημα είναι τα κεφάλαια εκκίνησης , ανάγκες οι οποίες τελικά καταλήγουν να καλύπτονται είτε από ιδίους πόρους (στην αγορά χρησιμοποιείται ο όρος Bootstrapping), είτε από δάνεια που οι δημιουργοί εξασφαλίζουν από το φιλικό και συγγενικό περιβάλλον. Ιδιωτικές και δημόσιες χρηματοδοτήσεις, τραπεζικά δάνεια ή ακομα και crowdsourcing τακτικές αποτελούν κοινές στρατηγικές εξεύρεσης οικονομικών πόρων των απανταχού ανεξάρτητων video game developers.
Κατ’ επέκταση, όταν σχεδιάζουμε λύσεις και χρηματοδοτικά εργαλεία για την ενίσχυση της οπτικοακουστικής παραγωγής, οφείλουμε να κινούμαστε ταυτόχρονα σε ένα μικρο και μακρο-επίπεδο ανάλυσης- αναγνωρίζοντας τις ανάγκες τους εκάστοτε κλάδου σε τοπικό επίπεδο και συγκρίνοντας με τις εξελίξεις και τα τεκταινόμενα τις διεθνούς σκηνής.
Στο πλαίσιο αυτό, η άντληση κεφαλαίων μέσω ιδιωτικών επενδυτικών συμμετοχών για επιχειρήσεις παραγωγής οπτικοακουστικών έργων είναι κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξη του κλάδου στην Ελλάδα, η οποία με στοχευμένες κινήσεις θα μπορούσε να μετατραπεί από ουραγός και latecomer σε ένα νέο δυναμικό και ανταγωνιστικό παίκτη στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζουμε επί του παρόντος σε συνεργασία με το ΕΤΕΑΝ και το Υπουργείο Ανάπτυξης και άλλες πρωτοβουλίες για περαιτέρω στήριξη του ελληνικού κινηματογράφου και των ανεξάρτητων δημιουργών, όπως η δημιουργία ειδικών funds και οι γραμμές εγγυοδοσίας, όπου οι παραγωγοί θα μπορούν να αντλούν χρηματοδότηση και στήριξη για κάλυψη δανείων.
Εθνικό Αποθετήριο Οπτικοακουστικών Έργων και δίκτυο Film Offices
Σε αυτήν την προοπτική, είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ειδικές δομές υποστήριξης, όπως το Εθνικό Αποθετήριο Οπτικοακουστικών Αρχείων και η λειτουργία ειδικών γραφείων διεκπεραίωσης οπτικοακουστικής παραγωγής σε μεγάλους Δήμους και Περιφέρειες (Film Offices).
Αναφορικά με το Εθνικό Αποθετήριο Οπτικοακουστικών Αρχείων θα πρέπει να τονιστεί ότι αντίστοιχες δομές στην ΕΕ (πχ. το BFI και το INA στη Βρετανία και Γαλλία αντίστοιχα), αλλά και διεθνώς διαθέτουν μεγάλη ιστορία και αποτελεσματικότητα στην επίτευξη των στόχων τους. Το ΕΚΟΜΕ μπορεί να παίξει αυτόν το ρόλο γιατί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, είναι ο «δημόσιος φορέας αρμόδιος για τη δημιουργία του εθνικού αποθετηρίου οπτικοακουστικών αρχείων, και σύμφωνα με την ισχύουσα διεθνή πρακτική, το ΕΚΟΜΕ έχει στόχο «την καταγραφή, αποθήκευση, οργάνωση, ψηφιοποίηση, διαχείριση και εκμετάλλευση εθνικού αρχείου οπτικοακουστικών μέσων και μέσων ψηφιακής προβολής, ψηφιακής επικοινωνίας και πληροφόρησης», με στόχο τη διάσωση, διαφύλαξη και δημιουργία ενός ολοκληρωμένου και συγκεντρωτικού αρχείου της εθνικής πολιτιστικής οπτικοακουστικής μνήμης».
Η δημιουργία του Εθνικού Αποθετηρίου Οπτικοακουστικών Αρχείων και οι δραστηριότητες που θα αναπτύξει αναμένεται να έχουν πολλαπλασιαστική επίδραση στην ενίσχυση του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού που δραστηριοποιείται στον τομέα της πολιτιστικής – δημιουργικής βιομηχανίας (π.χ. τεχνικό προσωπικό διάφορων ειδικοτήτων, τεκμηριωτές πολιτιστικού αποθέματος, ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες), αλλά και στη διάδοση και τη διάσωση του ελληνικού πολιτισμού, ενώ μπορεί να έχει καταλυτικό ρόλο στην ενίσχυση της οπτικοακουστικής εκπαίδευσης και του μιντιακού εγγραμματισμού, που τόσο πολύ έχουμε ανάγκη στην Ελλάδα.
Επίσης, σε όλες τις χώρες που δραστηριοποιούται σοβαρά στην προσέλκυση επενδύσεων στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση λειτουργούν τοπικά Γραφεία διεκπεραίωσης οπτικοακουστικής παραγωγής (Film Office). Κάτι αντίστοιχο πρέπει να προκύψει και στην Ελλάδα αν πραγματικά θέλουμε να ανοίξει η οπτικοακουστική βιομηχανία και να εκμεταλευτούμε τα πλεονεκτήματα που διαθέτει η Ελλάδα ως φιλικός τόπος εγκατάστασης οπτικοακουστικών επενδύσεων.
Η λειτουργία κάθε film office έχει συνήθως – αν όχι πάντοτε – την μορφή του one-stop-shop για την διαχείριση όλων των αιτημάτων κινηματογράφησης και φωτογράφησης και των εν γένει οπτικοακουστικών έργων, ενώ είναι επιφορτισμένο με την ευθύνη διασύνδεσης όλων των επαγγελματιών και φορέων που σχετίζονται με την εκτέλεση μιας παραγωγής (π.χ. εστίαση, καταλύματα, τεχνικές υπηρεσίες, ασφαλιστικές υπηρεσίες, βεστιάρια, λογιστικές υπηρεσίες, φωτογράφοι, ηχολήπτες, οπερατέρ, ηθοποιοί, καταστήματα επίπλων, εταιρείες επικοινωνίας, τυπογραφεία, ακαδημαϊκά ιδρύματα κ.ο.κ.) με στόχο την εξυπηρέτηση των αναγκών εκτέλεσης μιας οπτικοακουστικής παραγωγής σε τοπικό επίπεδο.
Η δημιουργία των film offices θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, αλλά και νέες ανάγκες εκπαίδευσης, γιατι απλά κάθε δομή οφείλει να στελεχώνεται από εξειδικευμένους επαγγελματίες που γνωρίζουν τις ιδιαίτερες απαιτήσεις στην παραγωγή ενός έργου, αλλά και κυρίως στελεχιακό δυναμικό που μπορεί να δημιουργήσει αποτελεσματικά δίκτυα συνεργασίας με επαγγελματίες του χώρου, λειτουργώντας σε περιβάλλον υψηλών απαιτήσεων, επιλύοντας προβλήματα με αμεσότητα και ψυχραιμία, σύνεση και επαγγελματισμό και δημιουργώντας σχέσεις εμπιστοσύνης με μια ευρεία γκάμα ανθρώπων.
Η δημιουργία ενός Δικτύου των Γραφείων διεκπεραίωσης οπτικοακουστικής παραγωγής σε όλες τις Περιφέρειες και τους μεγάλους Δήμους της χώρας περιλαμβάνει την ανάπτυξη των υποδομών, την στελέχωση των γραφείων, την εκπαίδευση του στελεχιακού δυναμικού, την προώθηση των συνεργασιών επαγγελματιών οπτικοακουστικής παραγωγής με επαγγελματίες σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Ασφαλώς και η εμπειρία των στελεχών του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, του ΕΚΟΜΕ, αλλά και του διδακτικού προσωπικού επιμέρους ακαδημαϊκών τμημάτων θα πρέπει να αξιοποιηθεί πλήρως για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού. Χρειάζονται όμως και οι συμβουλές και η εμπειρία των ανθρώπων της πράξης, δηλαδή των ίδιων των δημιουργών και εκτελεστών παραγωγής από την εγχώρια και διεθνή αγορά. Απαιτείται επίσης η διασύνδεση των υπάρχουσων δομών τυπικής και συνεχιζόμενης δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης, αλλά και η δημιουργία νέων εξειδικευμένων δομών, ιδιαίτερα στην περίπτωση του animation και των ψηφιακών παιχνιδιών και της τηλεόρασης, όπου οι ευκαιρίες εκπαίδευσης είναι πιο περιορισμένες σε σχέση με τον κινηματογράφο.
Απλοποίηση διαδικασιών κινηματογράφησης και εργασίας
Ο περιορισμός της γραφειοκρατίας και των ανασταλτικών παραγόντων που καθυστερούν ή αποτρέπουν την εκτέλεση παραγωγής ενός έργου είναι απαραίτητος όρος και συνθήκη επιτυχίας στην προσέλκυση επενδύσεων. Για το θέμα αυτό αναμένεται η σχετική πρωτοβουλία από το Υπουργείο Πολιτισμού, ενώ αντίστοιχες πρωτοβουλίες αναμένουμε από το Υπουργείο Εργασίας (πχ. Εργόσημο για τους βοηθητικούς ηθοποιούς/ κομπάρσους). Όλα τα παραπάνω συνιστούν απαραίτητα βήματα που πρέπει να γίνουν. Υπάρχουν όμως άλλα περιθώρια να ενισχύσουμε στο άμεσο μέλλον την οπτικοακουστική βιομηχανία;
Αξιοποιώντας το διεθνές πλαίσιο
Η Ελλάδα διαδραμάτισε μέσω της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας κρίσιμο ρόλο κατά τις διαπραγματεύσεις της Οδηγίας για τα Οπτικοακουστικά Μέσα, με κύριο εκπεφρασμένο στόχο της από την αρχή να προφυλάξει την ευρωπαϊκή και εθνική πολιτιστική δημιουργία. Βούλησή της ήταν να διασφαλισθεί ο αναγκαίος ζωτικός χώρος για τεχνολογική καινοτομία, διαφυλάσσοντας ωστόσο και ενισχύοντας τις θέσεις εργασίας στην πραγματική οικονομία και στην καλλιτεχνική δημιουργία.
Στο πλαίσιο αυτό η χώρα μας δραστηριοποιείται ενεργά και στις διαπραγματεύσεις για την αναθεώρηση της οδηγίας για τα πνευματικά δικαιώματα, όπου καταβάλλεται προσπάθεια ώστε οι κάτοχοι πνευματικών δικαιωμάτων, οι καλλιτέχνες, οι μουσικοί, οι σκηνοθέτες, οι συγγραφείς και όλοι οι άλλοι δημιουργοί να λαμβάνουν το μέρισμα που τους αναλογεί από το έργο που παράγουν, ιδιαίτερα έναντι των μεγάλων πλατφορμών του διαδικτύου, που κερδοσκοπούν εις βάρος τους.
Η Ελλάδα έχοντας ξεχωριστή θέση στην Ευρώπη τόσο με την τυπική διάσταση της ιδιότητας της ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και με την ευρύτερη πολιτική και συμβολική της σημασία ως ο τόπος που γέννησε τη δημοκρατία και ως το κράτος-μέλος της ΕΕ, που ενώ έχει υποστεί το πιο βίαιο πρόγραμμα δημοσιομικής προσαρμογής τα τελευταία χρόνια μετατρέπεται σταδιακά σε έναν ισχυρό περιφερειακό πόλο σταθερότητας και ανάπτυξης, οφείλει να συμμετέχει ενεργά και αποφασιστικά στο πιο σημαντικό ίσως διακύβευμα που θα καθορίσει και το μέλλον της Ευρώπης.
Το νέο γεωπολιτικό ψηφιακό χάσμα
Αν ο νέος καπιταλισμός στηρίζεται εκ φύσεως στα ψηφιακά δίκτυα τότε ο έλεγχος τους από γεωπολιτικής άποψης συνιστά το πιο σημαντικό πολιτικό διακύβευμα της εποχής. Η τεχνολογική σύζευξη τομέων που ήταν άλλοτε ξεχωριστοί (πληροφορική, τηλεπικοινωνίες, ψηφιακές συσκευές, online υπηρεσίες) επιταχύνει την ανάδυση της οικονομίας της πληροφορίας και γιγαντώνει τα χρηματιστηριακά κέρδη των αμερικανικών και ασιατικών μεγαθηρίων του διαδικτύου που εγκλωβίζουν τους χρήστες του διαδικτύου από τα υψηλής ποιότητας και τεχνολογίας προϊόντα και τις προηγμένες υπηρεσίες πληροφοριακής διαμεσολάβησης (infomediation) που διαθέτουν.
Συνεπώς, οι επενδύσεις στην αλυσίδα των ψηφιακών δομών και κατ’ επέκταση οι επενδύσεις στην παραγωγή πρωτότυπου οπτικοακουστικού περιεχομένου είναι μονόδρομος για την Ευρώπη. Η ιδιαιτερα ισχυρή το τελευταίο χρονικό διάστημα πολιτική βούληση της Γαλλίας στο πεδίο του πολιτισμού και των οπτικοακουστικών συνιστά μια ιδιαίτερα ελπιδοφόρα εξέλιξη. Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα για αυτό από την πρόσφατη απόφαση για την αναθεώρηση της Οδηγίας για τα Οπτικοακουστικά Μέσα Επικοινωνίας.
Τί φέρνει η νέα Οδηγία
Την Παρασκευή 27 Απριλίου 2018 το Ευρωκοινοβούλιο και τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, πέτυχαν συμβιβαστική συμφωνία για την Οδηγία για τα Οπτικοακουστικά Μέσα Επικοινωνίας, που αναμένεται να μεταβάλλει προς το θετικό