Κυβερνητική επιλογή το πανάκριβο ρεύμα

Από τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν η τιμή χονδρικής της ενέργειας στην ελληνική αγορά έπαιρνε την ανηφόρα, άπαντες οι εκπρόσωποι των παραγωγικών φορέων και η αντιπολίτευση προειδοποιούσαν ότι οι αυξήσεις στην ενέργεια θα τροφοδοτούσαν πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες θα ροκάνιζαν την αγοραστική δύναμη των μισθωτών, ότι θα συρρίκνωναν τους τζίρους των ήδη ταλαιπωρημένων από την πανδημία μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ότι θα επιβάρυναν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων. Για πολύ καιρό όμως τα κυβερνητικά στελέχη σε όλα τα πόστα, από τον πρωθυπουργό ως τον υπουργό Ενέργειας, αρνούνταν την ύπαρξη του προβλήματος, ενώ οι εξαγγελίες των κρατικών επιδοτήσεων στο ρεύμα συνοδεύτηκαν εξαρχής με την επωδό «η καλή ελληνική κυβέρνηση έρχεται να σταθεί στο πλευρό των ελληνικών νοικοκυριών που πλήττονται από την ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση».

Σήμερα, πέντε μήνες μετά, έχουμε πλήθος στοιχείων που υποδεικνύουν ότι η αύξηση του ενεργειακού κόστους που ροκανίζει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα των επιχειρήσεων έχει έμμεση μόνο σχέση με την ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση. Αντίθετα, συνδέεται περισσότερο με την πολιτική βούληση της κυβέρνησης της ΝΔ να επιλέξει από όλες τις δυνατές πολιτικές όχι εκείνες που προστατεύουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, όπως κάνουν πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά εκείνες που ευνοούν τους μεγάλους καθετοποιημένους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας (ΔΕΗ, Μυτιληναίος, Elpedison, Ηρων κ.λπ.), κρύβοντας την επιλογή της αυτή πίσω από τα δυσκατάληπτα τεχνικά στοιχεία της αγοράς ενέργειας.

Αλλες χώρες προστατεύουν τα νοικοκυριά

Σε ό,τι αφορά τα νοικοκυριά, για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ευρωπαϊκού Δείκτη Τιμών Ενέργειας Οικιακής Χρήσης (HEPI), τα οποία χρησιμοποιούν η Κομισιόν και ο ACER (ο ευρωπαϊκός φορέας για τη συνεργασία των ρυθμιστικών αρχών ενέργειας), τα ελληνικά νοικοκυριά, μαζί με τα ολλανδικά και τα βελγικά, πληρώνουν το πιο ακριβό ηλεκτρικό ρεύμα στην Ευρώπη των 27. Συγκεκριμένα, στο ενδεκάμηνο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2021 τα ελληνικά οικιακά τιμολόγια του ρεύματος αυξήθηκαν κατά 80%, έναντι 144% αύξησης που κατέγραψαν τα ολλανδικά και 76% τα βελγικά.

Την ίδια στιγμή όμως κι ενώ η τιμή της κιλοβατώρας στη χονδρική ανέβαινε σε όλη την Ευρώπη, τα οικιακά τιμολόγια στη Γαλλία, τη Γερμανία, στο Λουξεμβούργο, στην Πορτογαλία, τη Σλοβενία, τη Λιθουανία, την Κροατία και τη Βουλγαρία κατέγραφαν μονοψήφιες αυξήσεις, δηλαδή χαμηλότερες του 10%. Αυτό μας δείχνει πως οι αυξήσεις των λογαριασμών ενέργειας για τα νοικοκυριά δεν αποτελούν φυσική συνέπεια της ευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης αλλά ότι υπόκεινται σε κεντρικές πολιτικές επιλογές: σε άλλες χώρες προστατεύονται τα νοικοκυριά με σταθερά τιμολόγια και σε άλλες χώρες –όπως στην Ελλάδα– αφήνονται εκτεθειμένα στις διακυμάνσεις των χονδρεμπορικών τιμών και μέσω της ενεργοποίησης των λεγόμενων ρητρών αναπροσαρμογής πληρώνουν το κόστος της κερδοσκοπίας που αναπτύσσεται μεταξύ ολίγων μεγάλων παραγωγών στο Χρηματιστήριο Ενέργειας.

Θηλιά και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Η μετακύλιση των αυξημένων τιμών χονδρικής στα νοικοκυριά σήμανε πως μόνο μέσα στο πεντάμηνο Ιουλίου – Δεκεμβρίου 2021 οι οικιακοί πελάτες κλήθηκαν να πληρώσουν λογαριασμούς φουσκωμένους κατά 880 εκατ. ευρώ. Τα χρήματα αυτά, με τρόπο φυσιολογικό, άρχισαν να λείπουν στη συνέχεια από την κατανάλωση και ακολούθησε η μεγάλη πτώση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης που καταγράφηκε σε δύο πρόσφατες έρευνες, μία του ΙΟΒΕ και μία του ΣΕΛΠΕ, με τη δεύτερη, μεταξύ άλλων, να δείχνει πως κύρια αιτία της απαισιοδοξίας των καταναλωτών είναι οι μεγάλες αυξήσεις των παγίων και ειδικά της τιμής του ρεύματος, που καταβροχθίζει το 30% του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών.

Για το ειδικό βάρος του αυξημένου ενεργειακού κόστους που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις –που έως και τον Δεκέμβριο δεν επιδοτούνταν– έχουν μιλήσει πολλές φορές και ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς και στελέχη του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών, το αποτυπώνουν όμως και τα νούμερα που δείχνουν ότι στο διάστημα Ιουλίου – Δεκεμβρίου 2021 οι επαγγελματίες που λαμβάνουν ρεύμα από τη χαμηλή τάση πλήρωσαν λογαριασμούς ρεύματος φουσκωμένους κατά 825 εκατ. ευρώ και οι επιχειρήσεις μέσης τάσης επιπλέον αυξήσεις 600 εκατ. ευρώ – και βέβαια τις μετακύλισαν στις τιμές τους.

Στο 60% η αύξηση τον Δεκέμβριο του 2021

Σε ό,τι αφορά τις μεγάλες βιομηχανίες, η αύξηση του ενεργειακού κόστους κατά 60% μέσα σε ένα χρόνο που αποτυπώθηκε στα πρόσφατα στοιχεία του γενικού Δείκτη Τιμών Παραγωγού στη Βιομηχανία της ΕΛΣΤΑΤ οδήγησε σε αύξηση των τιμών χονδρικής κατά 29,4% έναντι του προηγούμενου έτους. Οι νέες αυξημένες τιμές χονδρικής θα περάσουν βεβαίως σταδιακά στην κατανάλωση και στα ράφια των σουπερμάρκετ με διάφορες ταχύτητες και θα επιβαρύνουν περισσότερο τα ελληνικά νοικοκυριά επειδή οι ανατιμήσεις που καταγράφονται στα προϊόντα που διατίθενται στην εγχώρια αγορά είναι μεγαλύτερες (30,4%) από τις ανατιμήσεις στα προϊόντα προς εξαγωγή (26%). Αυτό συμβαίνει πιθανόν επειδή οι εξαγωγικές επιχειρήσεις επιλέγουν να απορροφήσουν τμήμα των αυξήσεων από τα προϊόντα που δίνουν στο εξωτερικό και όχι από αυτά που δίνουν στην Ελλάδα προκειμένου να μη χάσουν έδαφος έναντι των ξένων ανταγωνιστών τους, τη νύφη όμως πληρώνει ο φτωχότερος όλων Ελληνας καταναλωτής.

Είναι γεγονός ότι προκειμένου να συγκρατήσει το κύμα της ακρίβειας που απλώνεται σε όλη την αγορά επειδή οι επιχειρήσεις μετακυλίουν στις τιμές το αυξημένο τους ενεργειακό κόστος, η κυβέρνηση θέσπισε πρώτη φορά τον Ιανουάριο κρατικές επιδοτήσεις στο ρεύμα για τις επιχειρήσεις, καλύπτοντας το 50% της αύξησης του κόστους για το σύνολο της κατανάλωσής τους. Ενώ πριν από λίγες μέρες ο υπουργός Ενέργειας Κώστας Σκρέκας –για να εξευμενίσει τους φορείς της βαριάς βιομηχανίας που καιρό τώρα διαμαρτύρονται για το δυσανάλογα αυξημένο ενεργειακό κόστος που πληρώνουν σε σχέση με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους– ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση θα αυξήσει την επιδότηση στο ρεύμα για τις επιχειρήσεις στο 75% του πρόσθετου κόστους, ειδικά για κλάδους με υψηλή εξάρτηση από την ενέργεια, αν το δεχτεί η Κομισιόν.

Καταγγελίες για χειραγώγηση των τιμών

Γιατί όμως ο υπουργός Ενέργειας προσπαθεί να εξευμενίσει τους εκπρόσωπους της ενεργοβόρας βιομηχανίας (ΕΒΙΚΕΝ); Επειδή από τον Ιανουάριο έχουν πάψει πια να παρακαλάνε την κυβέρνηση να τους δώσει πρόσβαση σε τιμές ενέργειας με όρους ανάλογους με των Ευρωπαίων ανταγωνιστών τους και μιλάνε διπλωματικά μεν, ανοιχτά δε για τα προβλήματα της ελληνικής αγοράς ενέργειας, για τον ολιγοπωλιακό της χαρακτήρα, για τις ενδείξεις χειραγώγησης των τιμών στο ελληνικό χρηματιστήριο ενέργειας, για τον ρόλο της ΡΑΕ που δεν δίνει στοιχεία για τις τιμές εισαγωγής του φυσικού αερίου στην Ελλάδα για να μη φανεί ότι σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούνται οι υψηλές τιμές της ενέργειας και για τον ρόλο του νομοθετικού πλαισίου –δηλαδή τη νομοθεσία σχετικά με την ενεργοποίηση των ρητρών αναπροσαρμογής– που ισχύει από το καλοκαίρι. Θέτουν δηλαδή ανοικτά τα προβλήματα ανταγωνισμού που υπάρχουν στην ελληνική αγορά και που η κυβέρνηση της ΝΔ δεν κάνει απολύτως τίποτε για να τα αντιμετωπίσει.

Κίνδυνος να χαθεί η επιδότηση για 1 εκατομμύριο νοικοκυριά

Δυσάρεστες εκπλήξεις ενδέχεται να επιφυλάσσει ο Φεβρουάριος για εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά που θα κληθούν να πληρώσουν τους φουσκωμένους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος του μηνός Ιανουαρίου στο σύνολό τους. Ο κίνδυνος αυτός απορρέει από την πολυπλοκότητα του πλαισίου επιδοτήσεων που θέσπισε η κυβέρνηση και θα εφαρμοστεί για πρώτη φορά τον Ιανουάριο, βάσει του οποίου επιδοτούνται μόνο οι παροχές πρώτης κατοικίας.

Υπενθυμίζεται ότι από τον Ιανουάριο –για να εξοικονομήσει κονδύλια για τη χρηματοδότηση του ενεργειακού κόστους των επιχειρήσεων– η κυβέρνηση μείωσε το ύψος των επιδοτήσεων κατά 15% και περιόρισε δραστικά τον αριθμό των νοικοκυριών που δικαιούνταν επιδότηση, αποκλείοντας τις δεύτερες και εξοχικές κατοικίες.

Με βάση το ισχύον σχήμα λοιπόν, τον Ιανουάριο επρόκειτο να επιδοτηθούν 4 εκατ. παροχές πρώτης κατοικίας όπως είναι δηλωμένες στο Ε1 και να μείνουν εκτός επιδότησης 3 εκατ. παροχές δεύτερων και εξοχικών κατοικιών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα φοιτητικά νοικοκυριά.

Ούτε όταν έγιναν οι εξαγγελίες ούτε αργότερα διευκρινίστηκε όμως από τα αρμόδια υπουργεία Ενέργειας και Οικονομικών η διαδικασία με την οποία θα γινόταν ο διαχωρισμός μεταξύ των δικαιούχων και των μη δικαιούχων επιδότησης, αφού όλοι όσοι υποβάλλουν Ε1 δηλώνουν υποχρεωτικά τον αριθμό παροχής του ρολογιού τους στο Ε1, αλλά δεν έχουν όλοι μεταφέρει στο όνομά τους τον λογαριασμό του ρεύματος.

Αφού εξαγγέλθηκε πως οι επιδοτήσεις επρόκειτο να δοθούν με βάση τη δηλωμένη πρώτη κατοικία στο Ε1, το λογικό θα ήταν ο διαχωρισμός δικαιούχων και μη να γίνει με βάση τα στοιχεία της ΑΑΔΕ.

Κατά περίεργο τρόπο, όμως, η κυβέρνηση φέρεται να ανέθεσε τη δουλειά στον ΔΕΔΔΗΕ, τον διαχειριστή του δικτύου, ο οποίος, όπως ήταν αναμενόμενο, στάθηκε αδύνατο να ολοκληρώσει την ταυτοποίηση των μετρητών με τα ΑΦΜ. Αποτέλεσμα: να μείνουν 2 εκατ. μετρητές «ορφανοί», καθώς με βάση τα στοιχεία του

ΔΕΔΔΗΕ έχουν άγνωστο ΑΦΜ ή δεν έχουν ΑΦΜ. Για να βγει από το αδιέξοδο ο ΔΕΔΔΗΕ ανέβασε στην πλατφόρμα IRIS της Τράπεζας της Ελλάδος μόνο τους αριθμούς των μετρητών που είναι δηλωμένοι ως παροχές οικιακής κατανάλωσης και ζήτησε στη συνέχεια από τις εταιρείες παροχής ηλεκτρικού ρεύματος να κάνουν αυτές τη δουλειά, αντιστοιχώντας τους μετρητές με τους πελάτες τους.

Κι εκεί αποκαλύφθηκε πως καμιά εταιρεία δεν ήταν διατεθειμένη να αναλάβει αυτήν τη δουλειά και να ελέγξει αν ο μετρητής ενός πελάτη της αφορά πράγματι πρώτη κατοικία ή δεύτερη, αν οι πελάτες της καλύπτονται από τις επιδοτήσεις ή ό,τι άλλο. «Δεν είναι δική μας δουλειά να ελέγξουμε αν οι επιδοτήσεις θα πάνε σε δικαιούχους ή όχι. Ο ΔΕΔΔΗΕ δεν μας δίνει πλήρως καθορισμένο μετρητή με ΑΦΜ, άρα θα κινηθούμε με ό,τι μας χορηγείται» δήλωσε χαρακτηριστικά εκπρόσωπος εταιρείας προμήθειας μεγάλου ενεργειακού ομίλου. Θα περάσουν, συνεπώς, όπως λένε οι πληροφορίες, οι εταιρείες τις επιδοτήσεις του Ιανουαρίου μόνο στους μετρητές που ανακοίνωσε ο ΔΕΔΔΗΕ.

Αν ληφθεί όμως υπόψη πως οι μετρητές που δεν έχουν αντιστοιχηθεί με ΑΦΜ είναι 2 εκατομμύρια –επί συνόλου 7 εκατομμυρίων–, εύκολα προκύπτει πως έως και 1 εκατ. πρώτες κατοικίες κινδυνεύουν να μείνουν εκτός επιδότησης για πρώτη φορά από τον περασμένο Σεπτέμβριο.

Ενα εκατομμύριο νοικοκυριά θα μείνουν λοιπόν εκτός επιδότησης επειδή η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα πολύπλοκο σχήμα επιδοτήσεων στο ρεύμα χωρίς να δώσει την απαιτούμενη προσοχή στα τεχνικά προβλήματα της εφαρμογής του. Επειδή δεν βρέθηκε τρόπος να αξιοποιηθούν τα στοιχεία της ΑΑΔΕ που αντιστοιχίζουν ΑΦΜ και μετρητές, παρότι οι φορολογούμενοι υποχρεούνται κάθε χρόνο να τα αναγράφουν. Αλλά κι επειδή κανείς δεν σκέφτηκε να ανακοινωθεί από την αρχή τι και πώς θα γίνει ώστε να δοθεί η δυνατότητα σε αυτό το 1 εκατ. κόσμου να δηλώσει στον ΔΕΔΔΗΕ τα απαιτούμενα στοιχεία με μια απλή διαδικασία προκειμένου να μη χάσει την επιδότηση.