Κυβερνητική ανεμελιά μπροστά σε Αρμαγεδδώνα κρουσμάτων

Ως δραµατική περιγράφουν την επόµενη µέρα της πανδηµίας στην Ελλάδα γιατροί που µιλούν στο Documento σε σχέση µε τις προκλήσεις που θα κληθούν να αντιµετωπίσουν εξαιτίας της αλλοπρόσαλλης και προβληµατικής κυβερνητικής πολιτικής. Η κατάσταση που ήδη επικρατεί στα µεγάλα νοσοκοµεία χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα δύσκολη, αφού η συνεχής αύξηση των κρουσµάτων και µαζί των εισαγωγών ακόµη και στις µονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) τείνει σε ορισµένες περιπτώσεις να προκαλεί νέο «µπλακάουτ».

Στο νοσοκοµείο «Γ. Παπανικολάου» της Θεσσαλονίκης, για παράδειγµα, ήδη είναι κατειληµµένο το 90% των κλινών στις ΜΕΘ στις οποίες νοσηλεύονται ασθενείς Covid, ενώ εξαιρετικά προβληµατική είναι η κατάσταση στον Ευαγγελισµό και στο «Σωτηρία». Παράλληλα και παρά τη δέσµευση του υπουργού Υγείας Βασίλη Κικίλια την περασµένη εβδοµάδα ότι δεν θα λειτουργήσουν στο εξής νοσοκοµεία για τη νοσηλεία αποκλειστικά ασθενών µε κορονοϊό, φαίνεται πως ήδη τουλάχιστον σε δύο περιοχές –στην Καλαµάτα και στο Ρέθυµνο– τα νοσοκοµεία εξυπηρετούν µόνο Covid περιστατικά.

Με δεδοµένο ότι βρισκόµαστε ακόµη στα τέλη του Αυγούστου, ότι το φθινόπωρο η διασπορά του ιού ευνοείται και ότι τα νοσοκοµεία, λόγω της απόφασης της κυβέρνησης να θέσει σε αναστολή ανεµβολίαστους εργαζόµενους, θα λειτουργούν µε λιγότερο προσωπικό, το µέλλον προβλέπεται δυσοίωνο.

Μόνο ανεµβολίαστοι στις ΜΕΘ

Ο διευθυντής της ΜΕΘ του νοσοκοµείου «Γ. Παπανικολάου» Νίκος Καπραβέλος περιγράφει στο Documento την ήδη διαµορφωθείσα κατάσταση και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την επόµενη µέρα, απευθύνοντας έκκληση στους πολίτες να εµβολιαστούν. «Στο δικό µας νοσοκοµείο» λέει, «έχουµε 30 λειτουργικές κλίνες ΜΕΘ, εκ των οποίων οι 20 αφορούν περιστατικά Covid. Οι 18 από τις 20 είναι κατειληµµένες. Το ποσοστό είναι τεράστιο, ειδικά για την εποχή». Στο νοσοκοµείο «Γ. Παπανικολάου» όσοι νοσηλεύονται στη ΜΕΘ είναι ανεµβολίαστοι, γεγονός που ο κ. Καπραβέλος δεν θεωρεί τυχαίο. «Είναι όλοι ανεµβολίαστοι» µας εξηγεί, «και δεν είναι τυχαίο αυτό». «∆εν έχουµε αυτήν τη στιγµή στις ΜΕΘ εµβολιασµένους και αυτό είναι απόδειξη ότι το εµβόλιο είναι αποτελεσµατικό και δουλεύει».

Παρόµοια κατάσταση είναι κι εκείνη που περιγράφει στο Documento η πνευµονολόγος στο νοσοκοµείο «Σωτηρία» της Αθήνας Μερόπη Μανταίου. Σύµφωνα µε την ίδια, οι ασθενείς που αυτήν τη στιγµή νοσηλεύονται εκεί «είναι κυρίως µεγάλοι σε ηλικία και ανεµβολίαστοι». «Ολοι είναι ανεµβολίαστοι και οι περισσότεροι από άποψη» περιγράφει εµφανώς προβληµατισµένη και τονίζει ότι «αυτό έχει συνέπεια να υπάρχει µεγάλη δυσκολία επικοινωνίας µε τους ασθενείς οι οποίοι συχνά είναι αυθάδεις και επιθετικοί».

Και ο Γιάννης Καλοµενίδης όµως, πνευµολόγος στον Ευαγγελισµό, επιβεβαιώνει στο Documento ότι «πάνω από το 90% των Covid ασθενών που νοσηλεύονται είναι ανεµβολίαστοι και βέβαια µικρότερες ηλικίες απ’ ό,τι παλαιότερα».

Φόβοι για δραµατική επιδείνωση το φθινόπωρο

Oµως το ζήτηµα των µη εµβολιασµένων ασθενών δεν είναι το µοναδικό που απασχολεί το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό των νοσοκοµείων. Τούτο διότι, όπως περιγράφεται στο Documento, η κατάσταση αυτή την εποχή είναι η χειρότερη που θυµούνται γιατροί και νοσηλευτές να έχει υπάρξει στα τέλη Αυγούστου. Ο Γ. Καλοµενίδης είναι σαφής: «Είναι το χειρότερο καλοκαίρι που θυµάµαι από όσα χρόνια δουλεύω στα νοσοκοµεία. Η κατάσταση είναι δραµατική. Παρά πολλοί ασθενείς µε σοβαρά κάθε είδους νοσήµατα. Η ένταση εργασίας θυµίζει χειµώνα». Ο ίδιος όµως κάνει και µια δυσοίωνη πρόβλεψη: «Αν τα πράγµατα είναι έτσι καλοκαίρι η λογική λέει ότι από Σεπτέµβρη τα πράγµατα θα επιδεινωθούν», προσθέτει µην αφήνοντας έτσι ιδιαίτερα περιθώρια αισιοδοξίας.

Ο Ν. Καπραβέλος εκτιµά επίσης ότι τους επόµενους µήνες αναµένεται ακόµη µεγαλύτερη πίεση στο ΕΣΥ. Οπως λέει, «το νοσοκοµείο µας είχε την περασµένη Τετάρτη 30 εισαγωγές. Γεµίσαµε µια κλινική ολόκληρη. Αν λάβετε υπόψη σας ότι από τον Σεπτέµβριο µέχρι τον Νοέµβριο θα έχουµε επιβάρυνση των επιδηµιολογικών δεικτών, αφού η µετάδοση θα είναι ευκολότερη σε κλειστούς χώρους και ο ιός θα διευκολύνεται από την πτώση της θερµοκρασίας, περιµένουµε µεγαλύτερη πίεση στο σύστηµα υγείας, κάτι που ζήσαµε στο δεύτερο και τρίτο κύµα».

Ο κ. Καπραβέλος προσθέτει ακόµη µία παράµετρο. Οπως τονίζει, «δεκάδες συνάδελφοι οι οποίοι ασχολούνται µε την πανδηµία, αλλά και επιστηµονικά δεδοµένα επιβεβαιώνουν ότι η πανδηµία άλλαξε µορφή κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού µε την επικράτηση του πολύ µεταδοτικού στελέχους ∆έλτα. Από την άλλη µεριά, το τείχος ανοσίας που χρειάζεται πλέον είναι πολύ υψηλότερο. Και τούτο διότι έχουµε και πολύ υψηλό ποσοστό ανεµβολίαστων και οι εµβολιασµένοι χρειάζονται όπως φαίνεται µια τρίτη δόση διότι η µετάλλαξη τους αγγίζει περισσότερο».

Τα λόγια των συναδέλφων της επιβεβαιώνει µέχρι κεραίας και η Μερόπη Μανταίου. «Το νοσοκοµείο είναι πολύ πρεσαρισµένο µε καθηµερινές εισαγωγές και βαριά περιστατικά. Τις προηγούµενες ηµέρες θεωρώ ότι ήµασταν σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι τον χειµώνα. Εχουµε πολύ βαριά περιστατικά. Τα κρεβάτια των ΜΕΘ είναι γεµάτα, υπάρχουν πάρα πολύ λίγα κενά» περιγράφει και εκτιµά ότι «τον Σεπτέµβριο θα είναι ακόµη πιο δύσκολα τα πράγµατα». «Μην ξεχνάτε», λέει, «ότι περάσαµε ∆εκαπενταύγουστο µε πανηγύρια και συνωστισµούς και αυτό το κύµα δεν έχει ακόµη κορυφωθεί. Είναι πολύ δύσκολα τα πράγµατα».

«∆ύσκολη η προστασία των ασθενών»

Για να γίνει αντιληπτό το µέγεθος του προβλήµατος στην κοινωνία οι τέσσερις διευθυντές του νοσοκοµείου Ρεθύµνου απέστειλαν επιστολή προς τους κατοίκους στην οποία περιγράφουν τις δυσκολίες που βιώνουν. Στο κείµενό τους επισηµαίνουν ότι το νοσοκοµείο δεν διαθέτει απολύτως κανένα κρεβάτι για κορονοϊό σε ΜΕΘ και παρ’ όλα αυτά νοσηλεύει τρία περιστατικά Covid. Οι τέσσερεις γιατροί Γιώργος Χρυσοφάκης, διευθυντής της πνευµονολογικής κλινικής και πρόεδρος του επιστηµονικού συµβουλίου, Χαράλαµπος Μαρκάκης, διευθυντής της ΜΕΘ, Ελένη Ιωαννίδου, διευθύντρια της παθολογικής κλινικής, πρόεδρος της Επιτροπής Λοιµώξεων και επιστηµονικά υπεύθυνη για τη διαχείριση της πανδηµίας, και Μαρίνα Κουρτζέλη, διευθύντρια του τµήµατος επειγόντων περιστατικών, αναφέρουν επιπλέον ότι «βρισκόµαστε στον δεύτερο χρόνο της πανδηµίας και παρά τις διαβεβαιώσεις της διοίκησης λειτουργούµε µε το ίδιο προσωπικό».

Στο νοσοκοµείο εργάζονται στην πραγµατικότητα δύο γιατροί στην πνευµονολογική κλινική, τρεις στα τµήµατα επειγόντων περιστατικών, πέντε στη ΜΕΘ και τέσσερις στην παθολογική. «Αυτοί είµαστε» προσθέτουν στην επιστολή τους, «είµαστε µε ελάχιστα παροδικά µπαλώµατα από ανειδίκευτο προσωπικό, που ευπρόσδεκτο είναι και απαραίτητο, αλλά δεν αρκεί». Φοβούµενοι για την επόµενη µέρα κι ενώ εργάζονται πλέον σε συνθήκες δραµατικές και µάλιστα σε µια περιοχή η οποία προ πολλού βρίσκεται στο «κόκκινο», οι διευθυντές του νοσοκοµείου υπογραµµίζουν ότι το τµήµα επειγόντων περιστατικών δέχεται δεκάδες περιστατικά Covid ύποπτα και επιβεβαιωµένα µε συνεχώς αυξανόµενη τάση και καταλήγουν τονίζοντας ότι «επιστηµονικά και ιατρικά µπορούµε να υποστηρίξουµε την πανδηµία. Γιατρούς δεν έχουµε. Εξαντλούµε τις δυνάµεις µας για να προστατέψουµε την ασφάλεια των ασθενών µας, όµως το έργο αυτό έχει γίνει απίστευτα δύσκολο όσο ο καιρός περνάει και βοήθεια δεν έρχεται».

Κίνδυνος από άλλα νοσήµατα

Ακόµη µία παράµετρος που προκαλεί έντονο προβληµατισµό ενόψει του φθινόπωρου είναι αυτή της αντιµετώπισης άλλων σοβαρών προβληµάτων υγείας, η θεραπεία των οποίων τον τελευταίο ενάµιση χρόνο λόγω της πανδηµίας έχει πάει πίσω. Ο Γ. Καλοµενίδης εξηγεί ότι «υπάρχει τεράστιο πρόβληµα µε τα περιστατικά εκτός Covid» σηµειώνοντας ότι θα παρατηρηθεί αύξηση της θνητότητας, όπως και πέρυσι στη βόρεια Ελλάδα. «Η υπερβάλλουσα θνητότητα το 2020» λέει, «δηλαδή παραπάνω θάνατοι σε σχέση µε τον µέσο όρο των τελευταίων πέντε ετών, αφορά µη Covid νοσηρότητα. Και αφορά χρόνο και χώρο που επλήγη από την Covid, όπως η βόρεια Ελλάδα τον Νοέµβρη και τον ∆εκέµβρη. Αυτό σηµαίνει ότι εκεί που χτυπάει η Covid, όταν έχεις δηλαδή µία έξαρση που σου πληµµυρίζει και σου παραλύει τις νοσοκοµειακές δοµές, εκεί την πληρώνουν όλοι και κυρίως αυτοί που δεν έχουν Covid. Η Covid απορροφά ανθρώπινους πόρους, υλικούς πόρους, µέσα, χώρο, τεχνολογία, που δεν διατίθεται µε τον ίδιο τρόπο για τους υπόλοιπους ανθρώπους».