Κυβερνητικές μεθοδεύσεις καταστροφής των μουσείων

Κυβερνητικές μεθοδεύσεις καταστροφής των μουσείων

Η δικηγόρος Εφη Μουγκαράκη γράφει σχετικά με την επικείμενη κατάθεση του σχεδίου νόμου για τη μετατροπή πέντε κορυφαίων μουσείων της χώρας σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) με διοικητικό συμβούλιο διορισμένο από τον/την εκάστοτε υπουργό.

Το 1829, πριν καν από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, ο Ιωάννης Καποδίστριας όριζε τον Ανδρέα Μουστοξύδη, ιστορικό και αρχαιολόγο µε φήµη σ’ όλη την Ευρώπη, προϊστάµενο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας: έφορο αρχαιοτήτων και διευθυντή του Εθνικού Μουσείου µαζί. Στην απόφαση αυτή, µαζί µε την προηγηθείσα το 1828 διαταγή του περί απαγόρευσης εξαγωγής αρχαιοτήτων από τη χώρα, µαρτυρείται η αγωνία για λήψη ουσιαστικής και νοµικής µέριµνας για την αρχαιολογική κληρονοµιά του τόπου, ως ενιαία και αδιάσπαστη λειτουργική και διοικητική ενότητα. Λίγο αργότερα, στον πρώτο ολοκληρωµένο αρχαιολογικό νόµο 10/22.5.1834 προβλέπεται ότι «Απασαι αι εντός της Ελλάδος αρχαιότητες, ως έργα των προγόνων του ελληνικού λαού, θεωρούνται ως κτήµα εθνικόν όλων των Ελλήνων» (άρθ. 61).

Εφη Μουγκαράκη

Η τελευταία δεκαετία αποτέλεσε κοµβικό σηµείο στη νεοελληνική ιστορία ως προς τις πολιτικές αποδυνάµωσης των κρατικών αρµοδιοτήτων και συνακολούθως συρρίκνωσης ατοµικών και κοινωνικών δικαιωµάτων, πολιτικές που ασκήθηκαν συντεταγµένα και µε όρους οικονοµικής βίας, µε αφορµή την κρίση χρέους. Ετσι, συχνά διαστράφηκε ο χαρακτήρας δηµόσιων αγαθών µε όρους αγοραίων µεγεθών, αναιρέθηκε ο δηµόσιος σκοπός τον οποίο τα αγαθά αυτά εξυπηρετούσαν και τους αποδόθηκε µονοδιάστατα σκοπός ταµειακής φύσης. Σήµερα, παρότι εξέλιπε ο µανδύας της «έκτακτης ανάγκης» που λειτούργησε ως πρόσχηµα για την εισαγωγή τέτοιων πολιτικών, παρατηρείται η µεθόδευση µονιµοποίησης, απενοχοποίησης και κανονικοποίησής τους. Σε ορισµένους κύκλους έχει πλέον µεταβληθεί η ίδια η αντίληψη για τον κεντρικό σχεδιασµό της διαφύλαξης και του προορισµού των δηµόσιων προστατευτέων αγαθών. Τέτοια αγαθά είναι τα µνηµεία, η πολιτιστική κληρονοµιά εν γένει και η µουσειακή εµπειρία.

Στο πλαίσιο αυτό εγγράφεται και η εξαγγελθείσα απόσπαση των πέντε εµβληµατικών αρχαιολογικών µουσείων της χώρας (Εθνικό Αρχαιολογικό, Βυζαντινό και Χριστιανικό, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού στη Θεσσαλονίκη και Αρχαιολογικό Ηρακλείου) από τον κορµό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και η µετατροπή τους σε αυτοτελή νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου. Σύµφωνα µε τις σχετικές εξαγγελίες, η µετατροπή αυτή «αφαιρεί γραφειοκρατία και προσθέτει αυτοτέλεια», ενώ «αξιοποιώντας τις τεχνικές διοίκησης και διαχείρισης επιχειρήσεων, επικοινωνίας και marketing, (τα µουσεία) θα βελτιώσουν την αποδοτικότητά τους µε υιοθέτηση νέων στρατηγικών και αυτενέργεια». Σηµειώνεται ότι έχει ήδη θεσµοθετηθεί (µε ψήφους Ν∆ – ΚΙΝΑΛ) η εξαγωγή συλλογών αρχαιοτήτων σε µουσεία ή άλλα ιδρύµατα του εξωτερικού για 50 χρόνια (ν. 4761/2020).

Από τα παραπάνω ανακύπτουν τρία βασικά θέµατα:

Πρώτον: Η µεθοδολογία

Ποιο είναι ακριβώς το πρόβληµα που επιχειρεί να επιλύσει το σχέδιο νόµου µε την αλλαγή του νοµικού καθεστώτος των παραπάνω αρχαιολογικών µουσείων, ποιες εναλλακτικές προτάθηκαν, αν και γιατί απορρίφθηκαν και πώς κατέληξε η εξαγγέλλουσα υπουργός Πολιτισµού στη συγκεκριµένη επιλογή. Το υπουργείο Πολιτισµού οφείλει να καταθέσει συγκεκριµένη µελέτη µε την πάνδηµη συµµετοχή όλων των συναρµόδιων και ενδιαφεροµένων. Η επίκληση των κλισέ της ευελιξίας, της µείωσης της γραφειοκρατίας και της κερδοφορίας λειτούργησε παραπλανητικά και αποτέλεσε τη δικαιολογητική βάση σειράς νόµων αποσάθρωσης της δηµόσιας διοίκησης κατά την προηγούµενη δεκαετία, είναι παντελώς αόριστη και δεν µπορεί να αιτιολογήσει επαρκώς τέτοια ριζική νοµοθετική µεταβολή. Η δε επικαλούµενη στόχευση αξιοποίησης τεχνικών διοίκησης επιχειρήσεων και marketing διαστρέφει τον κοινωφελή χαρακτήρα του δηµόσιου αρχαιολογικού µουσείου στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους, ταυτόχρονα όµως αναδεικνύει την απουσία πραγµατικού προβλήµατος που δήθεν χρήζει (τέτοιας) αντιµετώπισης.

∆εύτερον: Η ουσία

Η επιχειρούµενη µεταβολή είναι ριζική και σηµατοδοτεί µετάλλαξη της αντίληψης του δηµόσιου σκοπού που εξυπηρετεί η πολιτιστική µας κληρονοµιά, της οποίας τα κινητά µνηµεία εκτίθενται στα µουσεία. Η µετατροπή των πέντε µουσείων σε ΝΠ∆∆ σηµαίνει τον ταυτόχρονο ακρωτηριασµό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας από την οποία θα αποσπαστούν, η οποία είναι υπεύθυνη, πριν από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους όπως προεκτέθηκε, για την προστασία των αρχαιολογικών χώρων και των µουσείων, δηλαδή των µνηµείων εν γένει, κινητών και ακίνητων.

Ωστόσο µε το άρθρο 24 του συντάγµατος το πολιτιστικό περιβάλλον, η πολιτιστική κληρονοµιά και τα µνηµεία ρητά έχουν ενταχθεί στην προστασία του κράτους, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα και το σχετικό δικαίωµα του καθενός στην προστασία αυτή που κατοχυρώνεται στο ίδιο άρθρο. Οπως σηµειώνει πολύ εύστοχα η Μ. Καραµανώφ, τ. αντιπρόεδρος του ΣτΕ (βλ. αποµαγνητοφωνηµένη οµιλία της από την εκδήλωση «Μια συζήτηση για τα ελληνικά αρχαιολογικά µουσεία» που οργάνωσε το διιδρυµατικό µεταπτυχιακό πρόγραµµα Μουσειακές Σπουδές του ΕΚΠΑ 1.3.2021 στο https://www.sea.org.gr/details.php?id=1169), το ΝΠ∆∆ εξυπηρετεί «ειδικό σκοπό που ανάγεται µεν στο δηµόσιο συµφέρον, είναι όµως ειδικός, αυτοτελής και ανεξάρτητος σε σχέση µε τους εν γένει δηµόσιους σκοπούς, οι οποίοι κατά το σύνταγµα είναι ανατεθειµένοι στη δηµόσια διοίκηση και κατανέµονται στα καθ’ ύλην αρµόδια υπουργεία». Ωστόσο, κατά την παραπάνω συνταγµατική επιταγή ο δηµόσιος σκοπός της προστασίας της πολιτιστικής κληρονοµιάς και των µνηµείων έχει ενταχθεί στους θεµελιώδεις σκοπούς του νοµικού προσώπου του ίδιου του κράτους, όπως η χωροταξία και η πολεοδοµία (στο ίδιο άρθρο).

Εξάλλου, τα ελληνικά αρχαιολογικά µουσεία επιτελούν θεµελιώδη σκοπό του κράτους διότι, σε αντίθεση µε τα αποικιοκρατικά µουσεία της ∆ύσης, στεγάζουν θησαυρούς που αποκαλύφθηκαν από την ελληνική επικράτεια κατά το στάδιο ανασκαφών και αρχαιολογικών ερευνών εν γένει και αποσκοπούν, από κοινού µε την αρµόδια υπηρεσία του υπουργείου, στην επιστροφή κλαπέντων και αρπαγέντων µνηµείων που εξάχθηκαν παράνοµα ή ανήθικα από τη χώρα. Τα εκθέµατα δηλαδή των δηµόσιων µουσείων αποτελούν τα έργα των προγόνων του ελληνικού λαού, κατά το νοµοθέτηµα του 1834 (και πάλι βλ. Καραµανώφ, ό.π.). Η διαφύλαξή τους χάριν και των επερχόµενων γενεών δεν µπορεί να συνωστίζεται µε άλλους αποπροσανατολιστικούς σκοπούς.

Τρίτον: Η διαδικασία

Σύµφωνα µε ενηµέρωση από τη διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής προς τα κοινοβουλευτικά κόµµατα, όπως ανακοινώθηκε στον Τύπο, το νοµοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισµού για τα δηµόσια µουσεία αναµένεται να κατατεθεί, µεταξύ άλλων, από τη ∆ευτέρα 22 Αυγούστου, να εισαχθεί στις αρµόδιες επιτροπές από την Τετάρτη 24/8 και στην ολοµέλεια από Τετάρτη 31/8. Οι σχετικές εξαγγελίες έγιναν το καλοκαίρι του 2019, ενώ τον Μάρτιο του 2022 διέρρευσε ατύπως ένα σχέδιο νόµου, χωρίς ποτέ να τεθεί σε δηµόσια διαβούλευση ούτε ουσιαστική ούτε τυπική. Η απόπειρα υλοποίησης µιας τόσο θεµελιώδους µεταβολής στις κρατικές αρµοδιότητες και στους δηµόσιους σκοπούς είναι τόσο νοµικά όσο και πολιτικά απαράδεκτο να µην εκτίθεται σε δηµόσια συζήτηση. Η υπουργός δεν νοµιµοποιείται να καταθέσει αύριο το σχέδιό της στη Βουλή ενώ τρία χρόνια το κοιλοπονάει.

Ετικέτες

Documento Newsletter