Με τις αποκαλύψεις του Documento από την άνοιξη του 2020 και το καλοκαίρι του 2021 να έχουν ρίξει βαριά σκιά στο πρόσωπο του βουλευτή, στην επιτροπή πόθεν έσχες της Βουλής και φυσικά την κυβέρνηση Μητσοτάκη, τα όσα συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες δεν είναι παρά ένα θέατρο του παραλόγου, που διαδέχτηκε το θέατρο του… απορρήτου που προηγήθηκε από το Μέγαρο Μαξίμου για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων.
Το μοτίβο όμως και για τις δύο υποθέσεις αλλά και για σωρεία αντίστοιχων σκανδάλων που έχουν έρθει στην επιφάνεια κατά τη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι το ίδιο και πάντα στοχεύει στην κάλυψη των πραγματικών υπευθύνων. Είτε αυτοί είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η αυλή του πρωθυπουργικού γραφείου είτε κάποιος εκλεκτός υπουργός του.
Από τον Μητσοτάκη στον Πιερρακάκη
Οπως και με την υπόθεση του σκανδάλου των παρακολουθήσεων, οι πρώτες καταγγελίες για την προβληματική επιχειρηματική του δραστηριότητα ήρθαν πολύ καιρό προτού το Μέγαρο Μαξίμου αναλάβει δράση. Στην περίπτωση των υποκλοπών έπρεπε να καταγγείλει δημοσίως τη διπλή παρακολούθησή του ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης για να «φιλοτιμηθεί» ο αρμόδιος για την ΕΥΠ Κυρ. Μητσοτάκης να κάνει μια δημόσια δήλωση και να προχωρήσει στην αποπομπή – παραίτηση των δύο εκλεκτών του. Τότε Γρηγόρης Δημητριάδης και Παναγιώτης Κοντολέων «θυσιάστηκαν» για να καλυφθεί ο πρωθυπουργός.
Στην περίπτωση της υπόθεσης Πάτση ο «γαλάζιος» βουλευτής αποπέμφθηκε αρκετές ημέρες μετά τις δημόσιες καταγγελίες του Παύλου Πολάκη, όπως και ο διευθύνων σύμβουλος των ΕΛΤΑ Γιώργος Κωνσταντόπουλος, ο οποίος γέμισε τις τσέπες του πρώτου με 1 εκατ. ευρώ απευθείας αναθέσεις. Πλην, όμως, τα δεδομένα της προκλητικής επιχειρηματικής του δραστηριότητας ήταν γνωστά από καιρό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ. Αλλωστε το ομολόγησε και ο άλλοτε παράγοντας ποδοσφαιρικών ομάδων –γιατί και τέτοιος ήταν ο Ανδρ. Πάτσης, και μάλιστα με προϊστορία που περιλαμβάνει έως και τον Αχιλλέα Μπέο– κατά την «περιοδεία» του στα τηλεοπτικά κανάλια για να μαζέψει τα ασυμμάζευτα.
Αντί γι’ αυτό, με τα ίδια του τα λόγια εξέθεσε κόμμα και κυβέρνηση. Για την επιλογή του ως υποψηφίου («νομίζετε ότι ένα πολιτικό κόμμα δεν ξέρει ποιον έχει στα ψηφοδέλτιά του;») έπληξε το ίδιο το «σύστημα αξιοκρατίας» του Κυρ. Μητσοτάκη. Για το ασυμβίβαστο της… επαγγελματικής ιδιότητάς του με τη βουλευτική, «στο πρώτο μου πόθεν έσχες έγινε καταγγελία και ψάχτηκε επί οκτώ μήνες και βγήκε πόρισμα. Εμένα δεν μου είπε κανείς ότι “έχεις κάνει λάθος”». Για τα δε αλισβερίσια του με το δημόσιο ενώσω είναι βουλευτής, «ότι παρείχα τις νομικές μου υπηρεσίες σε οργανισμούς όπως τα ΕΛΤΑ ήταν κάτι νομιμότατο, όπως και ότι έχω τρεις εταιρείες με έδρα στην Κύπρο».
Και μόνο τα παραπάνω λόγια του αρκούν για να ακυρώσουν κάθε «δεν γνώριζα». Εκθετοι ο πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Τασούλας και η επιτροπή πόθεν έσχες, ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκος Πιερρακάκης μαζί με υπουργούς όπως οι Κώστας Τσιάρας, Χρήστος Σταϊκούρας, Αδωνης Γεωργιάδης και Γιάννης Οικονόμου. Ερωτήματα επικρέμονται ακόμη και επάνω από τον κεντρικό τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα, ενώ και πάλι πίσω από όλους αυτούς βρίσκεται ο πρωθυπουργός.
Ιδια συνταγή, σάπια γεύση
Οπως προκύπτει με γυμνό μάτι, η επικοινωνιακή τακτική του Μεγάρου Μαξίμου και του μιντιακού του βραχίονα απέναντι σε ανακύπτοντα σκάνδαλα είναι κοινή. Αρχικά «δεν υπάρχει» και εάν οι αποκαλύψεις πάρουν τη μορφή χιονοστιβάδας, τότε «δεν γνωρίζαμε». Είτε αυτός που εκτίθεται για την άγνοιά του είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός είτε κάποιος υπουργός του ή κάποιος κατώτερος υπηρεσιακός υπεύθυνος, η τακτική μοιάζει βγαλμένη από… εγχειρίδιο που μοιράζεται στα κομματικά στελέχη στο Μοσχάτο.
Οταν ο Στέλιος Πέτσας ετοιμαζόταν να δώσει κρατική χρηματοδότηση στο «Μακελειό» –ενώ έδωσε και στην ιστοσελίδα της συζύγου του κουμπάρου του, Ανδρ. Πάτση– το Μαξίμου «δεν γνώριζε». Οταν εν μέσω πανδημίας κυβέρνηση και υπουργείο Εργασίας πιάστηκαν με τα δεκάδες εκατομμύρια του «Σκόιλ ελικίκου» στην πλάτη των σχολαρχών με την υπογραφή Γιάννη Βρούτση, ο πρωθυπουργός επίσης «δεν γνώριζε». Οταν προ εβδομάδων, πάλι έπειτα από καταγγελία Πολάκη, αποκαλύφθηκε πως ο κυβερνητικός βουλευτής Κωνσταντίνος Μαραβέγιας ετοιμαζόταν να λάβει κρατική χρηματοδότηση για εταιρεία της οικογενείας του με κεφάλαιο που δεν κατείχε, και τότε η ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης και η πρωθυπουργική αυλή διαμήνυαν πως «δεν γνώριζαν». Φυσικά, το ίδιο και στις ζοφερές περιπτώσεις κακοποιήσεων ανηλίκων ή ενηλίκων από πρόσωπα με κομματικό άρωμα, στις οποίες σχεδόν πάντα καθυστερημένα έρχεται το «δεν γνωρίζαμε», πιστό στη συνταγή Λιγνάδη με υλικά Μαξίμου.
Η μόνιμη επιστράτευση της άγνοιας σε συνδυασμό με τις αποπομπές fast track, όπου μια καταγγελία που αρχικά μένει έξω από τη… σκαλέτα των ΜΜΕ καταλήγει σε ξαφνικές εκκαθαρίσεις χωρίς λεπτομέρειες, έχει διπλό αντίκτυπο. Αφενός έχει ως αποτέλεσμα να παρατείνεται η σιωπή αρκετών στελεχών του κόμματος που επιθυμούν να δείξουν στον Κυρ. Μητσοτάκη… καλό πρόσωπο όσο οδεύουμε προς τις εκλογές, καθώς συνεχώς προστίθενται στην καθημερινή ατζέντα ζητήματα που δεν είναι υπερασπίσιμα. Αφετέρου αυτά τα ίδια ζητήματα συσσωρεύονται και πληθαίνουν, τεκμηριώνοντας πια το μοτίβο σήψης για το κυβερνών κόμμα στα μάτια των πολιτών. Και κανείς δεν γνωρίζει πού σταματά αυτός ο κατήφορος.