Η κυβέρνηση επενδύει στην αστυνομική βία για να ξεφύγει από τα αδιέξοδα που προκάλεσε.
Σε μετωπική αντιπαράθεση με την κοινωνία βρίσκεται πλέον η κυβέρνηση, η οποία αναζητά διέξοδο από τα προβλήματα, που εν πολλοίς η ίδια δημιούργησε με λάθη και παραλείψεις, καταφεύγοντας στην αστυνομική βία και επενδύοντας στη στρατηγική της έντασης.
Τα δεδομένα είναι απογοητευτικά για την κυβέρνηση:
Η πανδημία έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και το σύστημα υγείας, το οποίο αρνήθηκε να ενισχύσει, δεν έχει απλώς εξαντλήσει τα όριά του αλλά έχει καταρρεύσει όπως δείχνουν τα περιστατικά κορονοϊού που διοχετεύονται στη Χαλκίδα και η αδυναμία των νοσοκομείων της Αττικής να εξυπηρετήσουν τους υπόλοιπους ασθενείς.
Η μεγαλύτερη απόδειξη της αποτυχίας της είναι η παράταση του lockdown, που ξεκίνησε τον Νοέμβριο με προοπτική να κρατήσει μερικές εβδομάδες και διανύουμε ήδη τον πέμπτο μήνα του. Το χειρότερο, δε, είναι ότι ενώ η καραντίνα έδωσε τη χαριστική βολή σε χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δεν πέτυχε καν να συγκρατήσει τον αριθμό των κρουσμάτων και των νεκρών. Είναι κάτι που το χρεώνεται εξ ολοκλήρου η κυβέρνηση, όσο κι αν το αποκρύπτουν τα συστημικά μέσα ενημέρωσης που παραπλανούν τους ηλικιωμένους τηλεθεατές. Μες στο πλαίσιο αυτό είναι απλώς αστεία η προσπάθεια υπουργών, όπως ο Άδωνης Γεωργιάδης, να εξαγγείλουν άνοιγμα του λιανεμπορίου μες στον Μάρτιο.
Γι’ αυτό άλλωστε τον άδειασε την εβδομάδα που μας πέρασε η κυβερνητική εκπρόσωπος Αριστοτελία Πελώνη. Αλλά ακόμη πιο αστεία προβάλλει η προσπάθεια του πρωθυπουργού να εμφυσήσει αισιοδοξία αφενός υποσχόμενος εμβόλια που καθυστερούν, αφετέρου λέγοντας ότι «έχουμε σύμμαχό μας τον καλό καιρό». Η κατάρρευση της κυβέρνησης συγκρατείται από τα μέσα ενημέρωσης που αποκρύπτουν τα πραγματικά περιστατικά και την κατάσταση που επικρατεί στα νοσοκομεία, όπως και τη συγκριτική εικόνα της Ελλάδας με τις άλλες χώρες της Ευρώπης. Για παράδειγμα, αποφεύγουν να πουν ότι σε καμία άλλη χώρα δεν υπήρξαν τόσο έντονες και για τόσο μεγάλο διάστημα απαγορεύσεις στην οικονομική και κοινωνική της ζωή
Φυσικά, με τα κρούσματα να έχουν ξεπεράσει τις 3.000 δεν μπορεί να υπάρξει κανένας σχεδιασμός για άνοιγμα της οικονομίας και της κοινωνίας. Ο,τι λένε μες στον πανικό τους τα κυβερνητικά στελέχη τη μια μέρα ανατρέπεται την επόμενη.
Δραματική κατάσταση στην οικονομία
Η κατάσταση της οικονομίας είναι δραματική. Για να τη συγκαλύψει η κυβέρνηση εμφάνισε ύφεση το 2020 στο 8,5%, αποφεύγοντας να αθροίσει τον αποπληθωρισμό που κινείται στο 1,5% και υποσκάπτει την πραγματική οικονομία. Με το άνοιγμα της οικονομίας –πρώτα ο Θεός και ο καλός καιρός, που λέει και ο πρωθυπουργός– θα αποκαλυφθεί η κατάσταση των εκατοντάδων χιλιάδων επαγγελματιών και μικρομεσαίων που δεν θα μπορούν να επανέλθουν και πολύ απλά θα περάσουν στην ανεργία με αυξημένες υποχρεώσεις προς το δημόσιο και τις τράπεζες.
Τόσο με την πανδημία όσο και με την οικονομία η κυβέρνηση είναι εγκλωβισμένη στη νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία της, αποφεύγοντας να ενισχύσει τις δημόσιες δομές προκειμένου να μην παρεκκλίνει από το πρόγραμμα απορρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων.
Ενώ όμως η πανδημία και η δευτερογενής οικονομική κρίση αποτελούν το σταθερό υπόβαθρο, η εικόνα της κυβέρνησης έχει πληγεί ανεπανόρθωτα από τη σύντομη κακοκαιρία που ενταφίασε οριστικά το αφήγημα της δήθεν αποτελεσματικότητας του «επιτελικού κράτους», καθώς άφησε χωρίς ρεύμα ακόμη και τα πλούσια προάστια της Αττικής. Ακόμη χειρότερο πλήγμα όμως, αυτήν τη φορά στο προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη, επέφερε το σκάνδαλο Λιγνάδη – Μενδώνη. Ο πρωθυπουργός χρεώθηκε τη συγκάλυψη της υπόθεσης για να μην αποπέμψει την υπουργό Πολιτισμού. Πέραν των άλλων, στοίχισε και η απώλεια του κυβερνητικού εκπροσώπου Χρήστου Ταραντίλη, τον οποίο εκδικείται μετά την παραίτησή του το σύστημα Μαξίμου με διαρροές και συκοφαντίες.
Αναποτελεσματικότητα στα ελληνοτουρκικά
Σε όλα αυτά θα μπορούσαν να προστεθούν και οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά που μόνο θετικές δεν είναι για την κυβέρνηση, η οποία συνεχίζει την αναποτελεσματική πολιτική κατευνασμού έναντι της Αγκυρας. Το πλέον εμφανές είναι ότι ενώ η Τουρκία δεν άλλαξε την προκλητική της πολιτική, στην προσεχή Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ η Ελλάδα δεν θα πάρει τις κυρώσεις που επιθυμεί αφού διαρκούν οι διερευνητικές επαφές. Το ότι ο Αντώνης Σαμαράς περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει ξανά είναι μια παράμετρος που απηχεί τους εσωτερικούς κραδασμούς στη ΝΔ.
Αστυνομικό κράτος στην υπηρεσία Μητσοτάκη
Μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο η κυβέρνηση επιλέγει τη μετωπική αντιπαράθεση, φαινομενικά με την αξιωματική αντιπολίτευση, γύρω από την αστυνομική βία. Ακολουθώντας μια καιροσκοπική πολιτική, που επιδεινώνεται από λάθη (όπως η αποκάλυψη του γκαφατζή βουλευτή Κώστα Κυρανάκη ότι φακελώνονται πολίτες), η ΝΔ επενδύει στην πόλωση. Η κυβέρνηση δεν θέλει να δυσαρεστήσει την αστυνομία, αφού όσα γίνονται τώρα είναι απλώς η πρόβα για τις αντιδράσεις που θα ξεσπάσουν όταν ξεπεραστεί η πανδημία και δείξει τα δόντια της η οικονομική κρίση. Εάν δεν πάει σε εκλογές τον Ιούνιο ή τον Σεπτέμβριο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επιστρατεύσει και τον τελευταίο αστυνομικό κατά της κοινωνίας.
Τα πραγματικά περιστατικά αστυνομοκρατίας
Το περιστατικό της απρόκλητης και αδικαιολόγητης χρήσης βίας την περασμένη Κυριακή στη Νέα Σμύρνη έφερε σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση. Για πρώτη φορά θύματα της αστυνομικής βίας δεν ήταν οι υποστηρικτές του Κουφοντίνα ή φοιτητές που διαδήλωναν κατά του νόμου Κεραμέως αλλά μεσοαστοί που είχαν βγει για βόλτα στη λιακάδα μην αντέχοντας τον πολύμηνο περιορισμό. Ο αστυνομικός δεν περιορίστηκε να εφαρμόσει τις διατάξεις για έλεγχο της τήρησης των περιοριστικών μέτρων, κακοποίησε δίχως λόγο τον πολίτη σε κοινή θέα. Η άγαρμπη προσπάθεια συγκάλυψης με την ψευδή ανακοίνωση της αστυνομίας ότι δήθεν 30 πολίτες επιτέθηκαν σε αστυνομικούς, την οποία αναπαρήγαγαν ασμένως τα μέσα ενημέρωσης, ανέβασε το κοινωνικό θερμόμετρο. Η κυβέρνηση βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο και ένιωσε να χάνει πόντους στον πυρήνα των ψηφοφόρων της που είναι με τον νόμο και την τάξη, αλλά φυσικά δεν ανέχονται κακοποίηση άνευ λόγου, ειδικά όταν ο καθένας σκέφτεται ότι μπορεί να βρεθεί στη θέση του θύματος. Είναι, δε, το ίδιο κοινό που έχει αρχίσει να κάνει δεύτερες σκέψεις για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του μετά την υπόθεση Λιγνάδη. Ήδη από την Κυριακή το απόγευμα η κυβερνητική εκπρόσωπος Αριστοτελία Πελώνη προσπάθησε άγαρμπα να συνδέσει τη διαμαρτυρία των κατοίκων της Νέας Σμύρνης με τη Νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ που πέταξε τρικάκια, τα οποία αναφέρονταν στη σύζυγο του πρωθυπουργού. Σαν να έλεγε ότι επειδή οι νεολαίοι του ΣΥΡΙΖΑ μοίραζαν προκηρύξεις, ο αστυνομικός κακοποίησε τον πολίτη που είχε βγει για βόλτα στην πλατεία.
Από την Τετάρτη όμως η κυβέρνηση έβγαλε και το βαρύ πυροβολικό στα κανάλια. Τόσο η κ. Πελώνη όσο και ο Γιώργος Γεραπετρίτης και ο Άκης Σκέρτσος εξαπέλυσαν μετωπική επίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ κατηγορώντας τον ότι είναι παράγοντας πολιτικής αναταραχής. Απευθύνονται προς το γνωστό αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο δημιουργώντας μια προβοκατόρικη ατμόσφαιρα, ότι δήθεν η αξιωματική αντιπολίτευση προσφέρει πολιτική κάλυψη σε κάθε έκφραση κοινωνικής διαμαρτυρίας, από την κακοποίηση του αστυνομικού στη Νέα Σμύρνη μέχρι τις καταλήψεις στα πανεπιστήμια και τα επεισόδια στις πορείες για τον Κουφοντίνα και πολιτική συμπάθεια στην τρομοκρατία. Το επιχείρημα είναι εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου και γι’ αυτό έχει πιθανότητες επιτυχίας με την πολλαπλασιαστική δύναμη των ΜΜΕ. Εν ολίγοις θέλει να σχηματοποιήσει την αντιπαράθεση ως εξής: η κυβέρνηση υπερασπίζεται τον νόμο και την τάξη –πάντα πουλάει αυτό στους δεξιούς– απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ που υποθάλπει κάθε εκδήλωση κοινωνικής διαμαρτυρίας, στην οποία επίσης ο σκληρός πυρήνας των οπαδών της Δεξιάς έχει αλλεργία.
Προανακριτική για Παππά
Ο πανικός της κυβέρνησης γίνεται εμφανής και με την πρόταση για σύσταση προανακριτικής επιτροπής για τον Νίκο Παππά με βάση τις καταγγελίες του Χρήστου Καλογρίτσα. Το μένος τους μάλιστα κατευθύνεται και προς τον Κώστα Βαξεβάνη, τον οποίο θα ήθελαν από τη διερεύνηση της υπόθεσης να εμπλέξουν ως κατηγορούμενο. Η υπόθεση βασίζεται στις καταγγελίες του Χρ. Καλογρίτσα οι οποίες όμως μέχρι τώρα δεν στοιχειοθετούν αδίκημα ούτε για τον πρώην υπουργό. Αυτό είναι αδιάφορο για τη ΝΔ. Περιμένουν ότι ο Καλογρίτσας θα παρουσιάσει και νέα στοιχεία από ηχογραφημένες συνομιλίες. Φυσικά τέτοια στοιχεία δεν στέκονται σε κανένα δικαστήριο, το ξέρουν και το αποδέχονται.
Αυτό όμως είναι αδιάφορο για τους βουλευτές της ΝΔ που, όπως έδειξαν και με τον Παπαγγελόπουλο και την Τουλουπάκη, συστηματικά καταπατούν κάθε έννοια δικαίου. Άλλωστε, δεν τους ενδιαφέρει να καταδικαστεί ο Ν. Παππάς, πολιτικό θόρυβο κατά του αντιπάλου θέλουν να σηκώσουν με τη βοήθεια των ΜΜΕ. Με την παραπομπή ο Κυρ. Μητσοτάκης θα πολώσει ακόμη περισσότερο το πολιτικό κλίμα, όπως ακριβώς είναι και ο στόχος του.