Τι κρύβει η αγωνιώδης προσπάθεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη να πείσει τους ελεύθερους επαγγελµατίες να επιλέξουν τη µεγαλύτερη ασφαλιστική κατηγορία µε το επιχείρηµα «δώστε πολλά για να πάρετε πολλά»
Κάθε έτος µετά το 2020 η ίδια κατάσταση. Σε ρόλο τελάλη τα συστηµικά ΜΜΕ καλούν τους ελεύθερους επαγγελµατίες να προτιµήσουν µεγαλύτερες ασφαλιστικές κλάσεις για να λάβουν µεγαλύτερες συντάξεις. Είναι ο ν. 4670/2020 (νόµος Βρούτση) που επανάφερε τις ασφαλιστικές κλάσεις ως σύστηµα καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών των µη µισθωτών. Εκτοτε ζούµε το µεγάλο ψέµα «δώσε πολλά για να πάρεις πολλά». Το αφήγηµα στηρίζεται στη λογική «όσο περισσότερα βάλεις τόσο περισσότερα θα πάρεις» όταν συνταξιοδοτηθείς. Σε απόλυτους αριθµούς είναι προφανές. Οµως αυτό που κρύβει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη προκειµένου να προβεί σε ακόµη µια λαθροχειρία σε βάρος των µικροµεσαίων είναι η αναλογία στο ποσοστό αναπλήρωσης. Οπως όλα στον οικονοµικό κύκλο, κρίνεται και αυτό µε βάση τη σχέση της ποιότητας προς την τιµή.
Τελικά αξίζει κάποιος να ενταχθεί στις ανώτερες ασφαλιστικές κλάσεις ώστε να πάρει µεγαλύτερη σύνταξη; Θα πάρει πίσω τα χρήµατα που έδωσε όλα αυτά τα χρόνια εργασιακού βίου ή θα µείνουν στον ΕΦΚΑ για να «ταΐζονται» οι χρυσοκάνθαροι που επέβαλε ο Κωστής Χατζηδάκης στον ΕΦΚΑ; Πώς λοιπόν θα αισθανθεί ο µέσος επιχειρηµατίας που µατώνει επί δεκαετίες για να πληρώσει τις ασφαλιστικές του εισφορές έχοντας ενταχθεί στην έκτη ασφαλιστική κλάση όταν µάθει ότι θα καταβάλει συνολικά κατά τη διάρκεια 35 ετών ασφαλιστικού βίου 343.000 ευρώ για να πάρει σύνταξη 1.406 ευρώ και –µε βάση το µέσο προσδόκιµο διάστηµα των 13 ετών της σύνταξης– θα του επιστραφούν 219.300 ευρώ και έτσι θα έχει απολέσει 123.000 ευρώ; Μήπως θα ήταν καλύτερο να ενταχθεί στην κατώτατη ασφαλιστική κλάση; Ετσι θα έχει καταβάλει στην 35ετία 106.400 ευρώ, θα πάρει σύνταξη 735 ευρώ και στα 13 έτη του µέσου προσδόκιµου διαστήµατος καταβολής της σύνταξης θα λάβει συνολικά 114.700 ευρώ, το οποίο σηµαίνει ότι θα έχει κερδίσει 8.300 ευρώ.
Στον κουβά το κυβερνητικό αφήγηµα
Αν κάτι είναι δεδοµένο από το 2021 και έπειτα είναι ότι οι µικροµεσαίοι πνίγονται σε µια οικονοµική πραγµατικότητα που καθορίζεται από τις κυβερνητικές επιλογές που αφορούν την αύξηση του κόστους λειτουργίας µιας επιχείρησης –κυρίως µέσα από τους λογαριασµούς ρεύµατος, διότι µε το target model που θεσµοθέτησαν οι Μητσοτάκης και Χατζηδάκης εκτινάχθηκε το κόστος για να κερδίζει το καρτέλ του φυσικού αερίου– και την αισχροκέρδεια που αποµυζά το εισόδηµα των καταναλωτών, το οποίο πλέον κατευθύνεται στην πληρωµή λογαριασµών, την προµήθεια υγρών καυσίµων για τη µετακίνηση και στα βασικά είδη διατροφής. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα να µειωθούν οι πραγµατικοί τζίροι των επιχειρήσεων σε όρους όγκου.
Αυτή η δυσµενής για την πραγµατική οικονοµία κατάσταση έχει σώσει πολλούς µικροµεσαίους που επιλέγουν την πρώτη ασφαλιστική κλάση. Πρόκειται για επιλογή που προκύπτει από την ανάγκη της µείωσης των εξόδων ώστε να επιβιώσουν. Ετσι η «απάτη» της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που ζητά να πληρώσουν οι ελεύθεροι επαγγελµατίες τα golden boys του ΕΦΚΑ, δεν έχει λειτουργήσει. Σε σύνολο 1.310.404 επαγγελµατικών ΑΦΜ το 2023, οι 1.173.302 (89,53%) επέλεξαν την πρώτη ασφαλιστική κλάση. Από την άλλη, µόλις 12.621 (0,96%) επαγγελµατικοί ΑΦΜ έχουν πέσει θύµατα της απάτης των Μητσοτάκη και Βρούτση. Μέχρι τη δηµοσίευση αυτού του ενθέτου δεν είχαν γίνει επισήµως γνωστά τα στοιχεία των επιλογών των µη µισθωτών για το 2024. Ανεπισήµως γνωρίζουµε ότι το ποσοστό της πρώτης ασφαλιστικής κλάσης αυξήθηκε και ξεπέρασε για λίγο το 90%.
Αποκαλύπτουµετο τερατούργηµα
∆ιαφηµίστηκε ως παροχή προς τους µικροµεσαίους από µια κυβέρνηση που προστατεύει τα συµφέροντα του επιχειρείν και δήθεν καταργεί τον νόµο Κατρούγκαλου.
Ο λόγος για το γεγονός ότι οι επιχειρηµατίες της χώρας µπορούν να επιλέγουν κατ’ έτος ασφαλιστική κλάση (στο προ Κατρούγκαλου σύστηµα ήταν υποχρεωτική και ανάλογα µε τα έτη η ένταξη σε ανώτερη ασφαλιστική κλάση). Οµως δόθηκε το δικαίωµα της επιλογής, αφού µε τέτοια ποσοστά αναπλήρωσης στις µεγάλες κλάσεις θα είχε ξεσηκωθεί ο κόσµος του επιχειρείν. Εκτοτε κάθε χρόνο –η επιλογή πρέπει να γίνεται µέχρι την 31η Ιανουαρίου εκάστου έτους– ζούµε την αποτυχηµένη αλλά αγωνιώδη προσπάθεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη να πείσει τους µη µισθωτούς να αλλάξουν κατηγορία.
Οπως εύκολα γίνεται κατανοητό, εδώ και τέσσερα χρόνια η προσπάθεια πέφτει στο κενό παρά την «ευγενική προσφορά» των συστηµικών ΜΜΕ. Το 90% επιλέγει την πρώτη, χαµηλότερη κλάση. Εδώ εισέρχονται τα αδιέξοδα του συστήµατος, δεδοµένου ότι από τη µια οι µεγάλες ασφαλιστικές κλάσεις δεν λειτουργούν ανταποδοτικά και αναλογικά παράγουν χαµηλότερες συντάξεις, ενώ από την άλλη η επιλογή των χαµηλών κατηγοριών περιορίζει δραµατικά τα έσοδα του ΕΦΚΑ, θέτοντας σε άµεσο κίνδυνο τη λειτουργία του.
Ως εκ τούτου το σύστηµα των ασφαλίστρων (ν. 4670 Βρούτση που αντικατέστησε τον νόµο Κατρούγκαλου, ν. 4387) δεν είναι πάρα ένα τερατούργηµα που στοχοποιεί τις συντάξεις των µεγάλων κατηγοριών, υφαρπάζοντας χρήµατα ως ασφαλιστικές εισφορές που δεν επιστρέφονται. Οπως αναδεικνύεται µέσα από τον σχετικό πίνακα, ενώ όλοι έχουν τα ίδια 35 έτη ασφάλισης, το ποσοστό αναπλήρωσης σε σχέση µε τις εισφορές (αναγωγή σε µισθό) της πρώτης κατηγορίας ανέρχεται στο 87%, της έκτης κλάσης αντίθετα πέφτει στο 51%, ενώ της ανώτατης ασφάλισης πέφτει ακόµη πιο κάτω, στο 38%!
Συγκρίνοντας επίσης τις διαφορές των συντάξεων σε σχέση µε την πρώτη, βλέπουµε: ενώ η έκτη κατηγορία έχει µεγαλύτερες (322%) εισφορές, η σύνταξη αυξάνεται µόνο κατά 191%! Αντίστοιχα η σύνταξη της ανώτατης ασφάλισης, µε ακόµη µεγαλύτερες (838%) εισφορές, αυξάνεται µόνο κατά 372%. Οπως αποδεικνύεται, ουδείς πάνω από τη δεύτερη ασφαλιστική κλάση εισπράττει ως σύνταξη τα χρηµατικά ποσά που ο ίδιος κατέβαλε σε ασφαλιστικές εισφορές.
Μάλιστα στην πέµπτη και έκτη κατηγορία δεν επιστρέφονται ούτε τα αντίστοιχα άτοκα ποσά. Με την αναγωγή δε στον ανώτατο µισθό βλέπουµε ότι θα καταβληθούν καθαρά ποσά (χωρίς τόκο) 598.500 ευρώ και θα επιστραφούν µόλις 426.700 ευρώ.
Διαβάστε επίσης: Κυβέρνηση Μητσοτάκη: «Κλέβουν» 236.274 επικουρικές συντάξεις
«Aπάτες» ΕΦΚΑ σε βάρος 772.000 συνταξιούχων – Εξώδικο από το Ενιαίο Δίκτυο Συνταξιούχων
Γαβρήλος: Την ανικανότητα του υπουργείου Εργασίας, την πληρώνουν οι συνταξιούχοι