Θα κρίνουν τη δεοντολογία των ΜΜΕ όχι οι ενώσεις αλλά η κυβέρνηση του «108» και οι συνομιλητές του Φουρθιώτη
Με νέα ηχηρή παρέμβασή τους στο Documento οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF) καταγγέλλουν τη νέα απόπειρα της κυβέρνησης να λογοκρίνει τον Τύπο μέσω της δημιουργίας μιας επιτροπής που παραπέμπει στις αντίστοιχες επιτροπές λογοκρισίας της χούντας.
Μιλώντας στο Documento ο υπεύθυνος του γραφείου των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα στην ΕΕ και στα Βαλκάνια Πάβολ Σαλάι αναφέρει ότι «οποιοδήποτε σύστημα λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τη δεοντολογία των μέσων ενημέρωσης εξαρτώμενο από ένα όργανο που ορίζεται από την κυβέρνηση
είναι ευάλωτο σε πολιτική κακοποίηση» και προσθέτει με νόημα ότι «αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό όταν συμβαίνει στο πλαίσιο των προσπαθειών των ελληνικών αρχών να υπονομεύσουν την ελευθερία του Τύπου, όπως με την ψήφιση του νόμου κατά των ψεύτικων ειδήσεων και, ενδεχομένως, της αυθαίρετης παρακολούθησης».
Η επιτροπή, η σύσταση της οποίας προβλέπεται στο σχέδιο νόμου της κυβέρνησης για τον Τύπο το οποίο βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση, θα αποφασίζει, όπως πρώτο επισήμανε το Documento, εάν ένα Μέσο –έντυπο ή ηλεκτρονικό– τηρεί τη δεοντολογία και επομένως μπορεί να χρηματοδοτείται από το κράτος. Πρόκειται περί της τελευταίας από τις πολλές προσπάθειες της κυβέρνησης Μητσοτάκη να φιμώσει τον Τύπο, προσδίδοντας μάλιστα σε αυτή την πρακτική της επίφαση νομιμότητας. Στις προηγούμενες προσπάθειες περιλαμβάνεται εκτός των άλλων η διαβόητη λίστα Πέτσα, η ενσωμάτωση στον Ποινικό Κώδικα άρθρου για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, αλλά βέβαια και η προσπάθεια ηθικής και ποινικής εξόντωσης δημοσιογράφων, μεταξύ των οποίων ο Κώστας Βαξεβάνης και η δημοσιογραφική ομάδα του Documento που έχουν αποκαλύψει σειρά σκανδάλων, με κορωνίδα αυτών την υπόθεση Novartis.
Η επιτροπή, την οποία επιθυμεί
να συστήσει η κυβέρνηση, θα ελέγχει αν κάποια εφημερίδα ή κάποιο ηλεκτρονικό μέσο ενημέρωσης τηρεί τη δεοντολογία και εφόσον κρίνει ότι δεν το κάνει, θα τη/το διαγράφει από το Μητρώο Εντυπου Τύπου και για τουλάχιστον δύο χρόνια θα της/του στερεί πλήρως την πρόσβαση στην κρατική διαφήμιση. Πέραν του προφανούς σκανδάλου, δηλαδή του γεγονότος ότι όχι τα αρμόδια δημοσιογραφικά όργανα και οι ενώσεις αλλά μια επιτροπή ελεγχόμενη από την κυβέρνηση θα κρίνει ποιος τηρεί τη δεοντολογία και ποιος όχι, ακόμη ένα ζήτημα καταδεικνύει τις προθέσεις των κυβερνώντων έναντι του Τύπου και αποκαλύπτει την επιθυμία τους να φιμώσουν οριστικά και αμετάκλητα οποιονδήποτε τους ασκεί έλεγχο και κριτική. Αυτό δεν είναι άλλο από το ότι μεταξύ όσων θα αποφασίζουν θα είναι κατά κύριο λόγο εκπρόσωποι των ιδιοκτητών ΜΜΕ, αλλά και ένα μέλος του Ιδρύματος Μπότση, βασική αρμοδιότητα του οποίου είναι να δίνει δημοσιογραφικά βραβεία με αμφιλεγόμενα κριτήρια.
Ο πρώην υφυπουργός Ψηφιακής Πολιτικής και πανεπιστημιακός Λευτέρης Κρέτσος αναφέρει σχετικά στο Documento ότι η επιτροπή «ουσιαστικά θα λειτουργήσει ως μηχανισμός προληπτικής λογοκρισίας» και προσθέτει ότι «αν η κυβέρνηση θέλει να περιορίσει τη λειτουργία μιας εφημερίδας που της ασκεί κριτική, το μόνο που έχει να κάνει είναι να υφαρπάξει τη συναίνεση μιας επιτροπής, η σύνθεση της οποίας δεν μπορεί να θεωρηθεί και η πλέον αντιπροσωπευτική και κατάλληλη».
Ιδού οι νέοι Γεωργαλάδες
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με το νομοσχέδιο η εν λόγω επιτροπή θα έχει πρόεδρο κάποιον εκπρόσωπο του Ιδρύματος Μπότση. Ενός ιδρύματος δηλαδή βασική δραστηριότητα του οποίου είναι να μοιράζει ετησίως βραβεία δημοσιογραφίας με άγνωστα κριτήρια, ακόμη και προς δημοσιογράφους οι οποίοι έχουν διαγραφεί από το συνδικαλιστικό σωματείο τους για παραβίαση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση βράβευσης του Νίκου Ευαγγελάτου, για την οποία αντέδρασε έως και η ΕΣΗΕΑ διερωτώμενη σε ανακοίνωσή της «πώς είναι δυνατόν να τιμηθεί με το βραβείο του Ιδρύματος δημοσιογράφος στον οποίο έχουν επιβληθεί ποινές διαγραφής έξι φορές για σοβαρές παραβάσεις της δεοντολογίας από τα Πειθαρχικά Συμβούλια». Εκτός αυτού, το Ιδρυμα Μπότση έχει βραβεύσει κατά το παρελθόν και τον αποθανόντα Γρηγόρη Μιχαλόπουλο, ο οποίος είχε φυλακιστεί για εκβίαση. Θα παριστάνει δηλαδή τον ελεγκτή και θα εξετάζει αν τηρείται η δεοντολογία ο εκπρόσωπος ενός ιδρύματος που κυρίως αξιολογεί θετικά όσους έχουν καλές δημόσιες σχέσεις, αλλά ελάχιστη σημασία δίνει στην ίδια τη δημοσιογραφία και τη δεοντολογία που πρέπει να τη διέπει.
Επιπλέον όμως στην επιτροπή θα συμμετέχουν και τρεις εκπρόσωποι ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης. Ενας ιδιοκτήτης ενημερωτικής ιστοσελίδας, ένας ιδιοκτήτης εφημερίδας πανελλαδικής κυκλοφορίας κι ένας ιδιοκτήτης εφημερίδας της περιφέρειας. Δηλαδή θα παρέχεται η δυνατότητα στον ιδιοκτήτη ενός εντύπου, το οποίο εκ των πραγμάτων είναι ανταγωνιστικό έναντι των υπολοίπων, να κρίνει αν κάποια άλλη εφημερίδα ή ιστοσελίδα παραβιάζει τη δεοντολογία και αν εξ αυτού του λόγου πρέπει να εξαιρεθεί από τον κατάλογο των ΜΜΕ στα οποία θα διανέμεται η κρατική διαφήμιση. Συν τοις άλλοις, θα κρίνεται η δεοντολογία των δημοσιογράφων από πρόσωπα τα οποία είναι πιθανό να μην ασκούν το επάγγελμα αλλά να είναι απλώς εκδότες και να είναι εκείνοι που στην τελική επιβάλλουν να μην τηρείται η δεοντολογία επειδή εξυπηρετούνται συμφέροντά τους. Εκτός των παραπάνω, στην επιτροπή θα συμμετέχουν επίσης δύο εκπρόσωποι δημοσιογραφικών συνδικαλιστικών ενώσεων (της ΕΣΗΕΑ και της ΠΟΕΣΥ), δύο καθηγητές πανεπιστημίου με αντικείμενο τη δημοσιογραφία και την επικοινωνία, οι οποίοι είναι άγνωστο με ποια κριτήρια θα επιλέγονται, κι ένας εκπρόσωπος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης.
Είναι ενδιαφέρον ότι στο σχέδιο νόμου που έχει αναρτηθεί προς δημόσια διαβούλευση δεν προβλέπεται αν εκπρόσωπος του εντύπου του οποίου η δεοντολογία θα εξετάζεται θα μπορεί να παραστεί για την παροχή εξηγήσεων. Ακόμη κι αυτό βέβαια δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό, δεδομένου ότι είναι διεθνής πρακτική οι δημοσιογράφοι και τα μέσα ενημέρωσης να μην ελέγχονται από τις κυβερνήσεις αλλά από τις δικές τους ενώσεις, από τον κόσμο, το κοινό και σε περίπτωση που πράγματι υπερβούν κάποιο όριο από τη Δικαιοσύνη. Με τη σημερινή λογική της κυβέρνησης έναντι των ΜΜΕ, πάντως, δεν θα προκαλούσε εντύπωση ακόμη κι αν στο μέλλον η κυβέρνηση δημιουργούσε επιτροπές δεοντολογίας και για γιατρούς ή δικηγόρους, παρακάμπτοντας τα πειθαρχικά τους όργανα και τους συναδέλφους τους και κρίνοντας εκείνη αν κάνουν καλά τη δουλειά τους ή όχι.
Κόπτονται για τον Τύπο εκείνοι που τον φιμώνουν
Είναι πάντως εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι κόπτονται σήμερα για τη δημοσιογραφική δεοντολογία οι ίδιοι που έχουν καταγγελθεί από ευρωπαϊκούς θεσμούς για απόπειρα φίμωσης του Τύπου, οι ίδιοι που επί των ημερών τους η Ελλάδα βρίσκεται στην 108η θέση της λίστας για την ελευθερία του Τύπου, οι ίδιοι που ενσωμάτωσαν στον Ποινικό Κώδικα άρθρο για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, οι ίδιοι που παρακολουθούσαν δημοσιογράφους, κυρίως όμως οι ίδιοι που φρόντισαν μέσω της διαβόητης λίστας Πέτσα να ενισχύσουν οικονομικά όχι απλώς μέσα ενημέρωσης τα οποία διάκεινται φιλικά απέναντί τους, αλλά ακόμη και Μέσα αμφιλεγόμενης αξιοπιστίας, ενίοτε δε και μηδενικής επισκεψιμότητας ιστοσελίδες, ΜΜΕ ακόμη και «γαλάζιων» βουλευτών και βέβαια ακόμη και τα σάιτ του υπόδικου για βαριά κακουργήματα Μένιου Φουρθιώτη.
Η λίστα Πέτσα ήταν η πρώτη απόπειρα της κυβέρνησης Μητσοτάκη να ελέγξει τον Τύπο. Με πρόσχημα την πανδημία του κορονοϊού η κυβέρνηση διά του τότε κυβερνητικού εκπροσώπου Στέλιου Πέτσα αποφάσισε να διαθέσει αρχικά περί τα 20 εκατ. ευρώ στο πλαίσιο της διαφημιστικής καμπάνιας «Μένουμε σπίτι» και «Μένουμε ασφαλείς». Από την κυβέρνηση χρηματοδοτήθηκαν τότε περίπου 1.200 μέσα ενημέρωσης, ενώ αποκλείστηκε το Documento. Φυσικά, χρήματα εισέπραξαν ιστοσελίδες μηδενικής επισκεψιμότητας και αμφίβολης αξιοπιστίας (μία απ’ αυτές έγραφε ότι ο κορονοϊός δεν μεταδίδεται με τη μετάληψη), μέσα ενημέρωσης τα οποία ανήκουν σε συγγενείς βουλευτών της ΝΔ (ένας εξ αυτών είναι ο Ανδρέας Πάτσης, ο οποίος συμπτωματικά είναι και κουμπάρος του Στ. Πέτσα), αλλά βέβαια κονδύλιο είχε προϋπολογιστεί και για τον προνομιακό συνομιλητή της κυβέρνησης, υπόδικο σήμερα, Μ. Φουρθιώτη. Ο τελευταίος βέβαια δεν πήρε τελικά χρήματα, αφού το Documento έπιασε την κυβέρνηση με τη γίδα στην πλάτη και την υποχρέωσε σε αναδίπλωση.
Φίμωση μέσω του Ποινικού Κώδικα
Το επίμαχο άρθρο αναφέρει ότι «όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή». Η κυβέρνηση ενέταξε στον Ποινικό Κώδικα τη συγκεκριμένα διάταξη με πρόσχημα τις ειδήσεις που αμφισβητούσαν τον κορονοϊό.
Ομως στην πραγματικότητα το άρθρο είναι τόσο περιοριστικό που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηριστεί διακινητής fake news ακόμη κι αν αποκαλύψει τραπεζικά σκάνδαλα, επειδή θεωρητικά κάτι τέτοιο θα μπορούσε να κλονίσει την εμπιστοσύνη στην εθνική οικονομία. Το γεγονός αυτό είχαν επισημάνει τότε και οι δικαστές και εισαγγελείς, αναφέροντας ότι το άρθρο «περιορίζει σημαντικά το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και πληροφόρησης όπως αυτό αποτυπώνεται στα άρθρα 5 και 14 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 11 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης».
Ο κατά Μητσοτάκη δημοσιογραφικός υπόκοσμος
Μια από τις κυριότερες απόπειρες φίμωσης δημοσιογράφων που ενοχλούν, εκείνων δηλαδή που απλώς κάνουν τη δουλειά τους, ήταν και η δίωξη σε βάρος των Βαξεβάνη, Παπαδάκου και Τάρκα για τις αποκαλύψεις τους αναφορικά με το σκάνδαλο Novartis. Η δίωξή τους είχε προκαλέσει την οργίλη αντίδραση τόσο των διεθνών ενώσεων Τύπου όσο και των ευρωπαϊκών θεσμών, αυτό όμως δεν είχε αποτρέψει τον πρωθυπουργό να αποκαλέσει τους δημοσιογράφους «συμμορία» και «υπόκοσμο», χαρακτηρισμούς τους οποίους δεν ανακάλεσε ούτε ακόμη κι όταν υπήρξε οριστική απαλλαγή τους από τη Δικαιοσύνη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του έχουν επιτεθεί βέβαια με χυδαίους χαρακτηρισμούς και έναντι άλλων δημοσιογράφων και μεγάλων μέσων ενημέρωσης του εξωτερικού. Ορισμένοι από εκείνους που έχουν κατά καιρούς στοχοποιηθεί από το επιτελείο Μητσοτάκη είναι ο Αρης Χατζηστεφάνου, η Ινχεμποργκ Μπέχελ,ο Σαράντης Μιχαλόπουλος,η Νεκταρία Σταμούλη, ενώ πυρά έχουν δεχτεί έντυπα όπως το Politico, οι «New York Times» και οι «Financial Times». Φυσικά η κυβέρνηση έχει αμφισβητήσει και τις διεθνείς οργανώσεις του Τύπου όπως τους Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα, ενώ στην κορυφή των αντιδημοσιογραφικών πρακτικών της είναι ασφαλώς η παρακολούθηση του Θανάση Κουκάκη, αλλά και εκείνη του Σταύρου Μαλιχούδη μέσω της ΕΥΠ ή του λογισμικού Predator.
Η Μαύρη Βίβλος της κυβέρνησης Μητσοτάκη
Διαφθορά και απόρρητα παντού. Απευθείας αναθέσεις δισεκατομμυρίων, χιλιάδες μετακλητοί, διάλυση του ΕΣΥ, καρτέλ ενέργειας, ακρίβεια και φτωχοποίηση. Παραβίαση στοιχειωδών δικαιωμάτων και πλυντήριο της διεθνούς αρχαιοκαπηλίας. Κόκκινη κάρτα από τους Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα για την απόπειρα λογοκρισίας του Τύπου
Οι παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων και μη αρεστών δημοσιογράφων αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου των παρακρατικών πρακτικών της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Εδώ και τρία χρόνια, από τότε δηλαδή που η ΝΔ ανέλαβε τη διακυβέρνηση, έχει καταλυθεί το κράτος δικαίου. Η διαφθορά έχει εισβάλει για τα καλά σε κάθε δομή του κράτους. Το πιστοποιούν οι χιλιάδες μετακλητοί, οι απευθείας αναθέσεις ύψους δισεκατομμυρίων ευρώ σε φίλους με πρόσχημα τον κορονοϊό, η πρωτοφανής χαριστική πολιτική απέναντι στα καρτέλ της ενέργειας, η ακρίβεια και η εκτεταμένη φτωχοποίηση, η πλήρης διάλυση του ΕΣΥ με τις τραγικές συνέπειες για τη δημόσια υγεία, η αντιμετώπιση του Τύπου και οι συνεχείς απόπειρες φίμωσής του και οι εκδικητικές διώξεις δημοσιογράφων. Δεν είναι όμως μόνον αυτά. Επί των ημερών του Κυριάκου Μητσοτάκη τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα παραμερίζονται. Η αστυνομία καταγγέλλεται όπως ποτέ άλλοτε για βίαιη και αυταρχική συμπεριφορά, ενώ αποδεδειγμένα αθώοι πολίτες καταλήγουν ακόμη και στη φυλακή, χωρίς στοιχεία, απλώς για να ενισχύει η κυβέρνηση το αφήγημά της περί τάξης και ασφάλειας. Είναι επιπλέον πρωτοφανής στα χρονικά η εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης, ακόμη όμως και των εθνικών θεμάτων. Και τελευταίο, αλλά διόλου ασήμαντο, είναι οι μαφιόζικες τακτικές του υπουργείου Πολιτισμού, το οποίο πρακτικά νομιμοποιεί προϊόντα αρχαιοκαπηλίας, μια τακτική η οποία είναι από το παρελθόν γνωστή στην οικογένεια Μητσοτάκη. Αυτά και άλλα πολλά συνθέτουν, μέχρι στιγμής, τη «μαύρη βίβλο» της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη.