Φέρετρα – Στρέμματα 1-0. Ο άνθρωπος που παίζει δημόσια αυτό το μακάβριο παιχνίδι χρειάζεται επειγόντως ψυχίατρο. Ο πολιτικός που παίζει αυτό το μακάβριο παιχνίδι χρειάζεται επειγόντως να πάει σπίτι του. Ο Μητσοτάκης που παίζει αυτό το μακάβριο παιχνίδι δεν χρειάζεται να πάει πουθενά. Γιατί δεν πρόκειται, ούτε τώρα ούτε ποτέ, να καταλάβει τι λέει, τι σημαίνει αυτό που λέει, ποια ηθική κατάπτωση δείχνει εκείνος που κάνει τους νεκρούς εργαλείο για να κερδίσει κάποιους πόντους. Ή για να μη χάσει κάποιους πόντους. Το έχει κάνει τόσες φορές, με τόσο επαγγελματικό τρόπο, ώστε να δικαιούται να κηρυχτεί αθώος: μια νεκρή ψυχή που δικαιούται και να επικαλείται νεκρούς και να τους ρίχνει στο γήπεδο της ιδιοτέλειάς της.
Δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο, λέγεται συχνά για κάποιον της σχολής του κυνισμού. Ο Μητσοτάκης ξεπέρασε εδώ και καιρό αυτό το όριο που υποδηλώνει ότι κάτι σαλεύει, αναπνέει, ζει τέλος πάντων μέσα του. Οτι ξέρει να ξεχωρίζει το σωστό από το λάθος, το ιερό από το ανίερο, το όσιο από το ασεβές. Δεν ξέρει, πάει, τελείωσε. Και κανένα χάπι, καμιά Μαρέβα, καμιά φιγούρα, κανένας Σκέρτσος δεν είναι σε θέση να του το δώσουν. Παγερός, μακάβριος, γαντζωμένος στην άμετρη φιλοδοξία του, με μεγάλες προσδοκίες και μικρές ικανότητες, δεν έχει κανένα μέτρο. Ακόμη και οι τυμβωρύχοι κάποια συνείδηση της αθλιότητας που διαπράττουν λεηλατώντας τους νεκρούς την έχουν. Κρύβονται, επιλέγουν τη νύχτα για το ανόσιο έργο τους, δεν υπερηφανεύονται σε απευθείας μετάδοση γι’ αυτό.
Κανένας δεν κατάλαβε γιατί ο Μητσοτάκης ζήτησε συγγνώμη για την τραγωδία της φωτιάς. Ούτε οι «επίλεκτοι» που τον χειροκροτούσαν στη Βουλή με μανία και φώναζαν στον Χρυσοχοΐδη «αγάντα, Μιχάλη». Βέβαιοι προφανώς ότι έχει μείνει ακόμη πολύ δάσος για κάψιμο.
Το θεώρησε, είπε ο πρωθυπουργός, ηθική και πολιτική υποχρέωση. Μάλιστα. Μας υποχρέωσε κι εμάς και τους πυρόπληκτους με την υποχρέωσή του. Αφού όμως όλα έγιναν καλά, δούλεψαν ρολόι, ποιος ο λόγος της συγγνώμης;
Ο Μητσοτάκης όχι. Εκανε το ντεμπούτο του ως νεκροπομπός στη Μάντρα, βλέποντας στους νεκρούς μια ευκαιρία. Και αναδείχτηκε κερδοσκόπος του θανάτου στο Μάτι, όταν οι νεκροί ήταν τόσοι, και τόσο τραγικά είχαν χάσει τη ζωή τους, που υπολόγισε ότι του άνοιγαν τον δρόμο για την εξουσία. Και επιμένει από τότε να τους επικαλείται, να τους στρατολογεί, να τους επιστρατεύει, εν αγνοία τους φυσικά –οι νεκροί δεν έχουν καμιά δυνατότητα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους– στις προσωπικές του μάχες. Κρύβει πίσω τους την εικόνα του σε κάθε τραγωδία, σε κάθε καμένο στρέμμα, σε κάθε πλημμύρα, σε καθετί που μπορεί να την πιτσιλίσει. Νεκροπομπός, μακάβριος κερδοσκόπος, τυμβωρύχος, επιλέγει τη σκύλευση αντί για τον σεβασμό και τον ασεβή λόγο αντί για τη σιωπή, με μόνο σκοπό να σώσει τον εαυτό του.
Αυτό που έκανε και κάνει δεν σηκώνει καμιά συγχώρεση. Καμιά ανοχή και καμιά επιείκεια. Αλλά όλα αυτά, η κριτική, η πολεμική, αυτό το κείμενο, δεν έχουν νόημα. Γιατί όλα αυτά αφορούν τους ζωντανούς. Και ο Μητσοτάκης είναι νεκρός και δεν το ξέρει. Να τον κηδέψουμε επιτέλους στις επόμενες εκλογές για να αφήσει ήσυχους νεκρούς και ζώντες…