Κυριάκος Κοτσίνης: «Αποδεχόμαστε την υποκρισία ως κανονικότητα»

Ο σκηνοθέτης Κυριάκος Κοτσίνης

Ο σκηνοθέτης της ταινίας «To kill a truth», Κυριάκος Κοτσίνης, ένα φιλμ για τη συγκάλυψη του σκανδάλου Novartis, μιλάει για τη δημοσιογραφία, την αλήθεια και την παραπλάνηση.

 

H µικρού µήκους ταινία «To kill a truth», διάρκειας έντεκα λεπτών, περιγράφει την απαγωγή ενός συστηµικού δηµοσιογράφου από µια οµάδα ριζοσπαστικών ακτιβιστών. Τα αίτια της απαγωγής σχετίζονται µε την επιλογή του δηµοσιογράφου να εξυπηρετεί πολιτικές ατζέντες και όχι το δηµόσιο συµφέρον, τροφοδοτώντας έτσι µε τη στάση του το γενικευµένο κλίµα ανοµίας και το έλλειµµα δηµοκρατίας στη χώρα του. Αυτό είναι το φιλµ του οποίου η ύπαρξη έχει καλυφτεί από πέπλο σιωπής στη χώρα µας, αν και έχει προβληθεί και βραβευτεί σε διεθνή φεστιβάλ.

Βλέπετε, η Novartis, στην περίπτωση της οποίας αναφέρεται η ταινία, χρηµατοδοτεί µεγάλο µέρος των ελληνικών Μέσων και πριµοδοτεί το εγχώριο πολιτικό κατεστηµένο. Αναζητήσαµε λοιπόν τον Κυριάκο Κοτσίνη, σκηνοθέτη του φιλµ «To kill a truth», για να συζητήσουµε για τον ρόλο της δηµοσιογραφίας στην ανέλκυση της αλήθειας σε συνθήκες τοξικού πολιτικού πλαισίου.

Από πού αντλήσατε την έµπνευση για την ταινία σας;

Το φιλµ είναι εµπνευσµένο από τις αποκαλύψεις αναφορικά µε υπερσυνταγογραφήσεις και υπερτιµολογήσεις φαρµάκων, εκβιασµούς και µίζες εκατοµµυρίων ευρώ, που διαδραµατίστηκαν στο πλαίσιο του οικονοµικού σκανδάλου στο οποίο εµπλέκονταν ο φαρµακευτικός κολοσσός Novartis Pharmaceuticals και πλήθος κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών και αξιωµατούχων της περιόδου.

Απ’ όσο γνωρίζω έχετε συµµετάσχει σε διεθνή φεστιβάλ.

Η ταινία έχει ταξιδέψει σε Λος Αντζελες, Νέα Υόρκη, Ιράν, Βραζιλία, Ηνωµένο Βασίλειο, Ινδία, Τσεχία, Ιταλία, Καναδά και αλλού, έχοντας συµµετάσχει σε περισσότερα από 25 διεθνή φεστιβάλ από τα οποία έχει αποσπάσει ισάριθµες διακρίσεις. Ηδη µετρά πλήθος υποψηφιοτήτων και βραβείων, µεταξύ των οποίων βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου. Η τελευταία σηµαντική διάκριση ήταν η υποψηφιότητα στην κατηγορία καλύτερου σεναρίου στο Under the Stars International Film Festival στο Μπάρι.

To kill a truth

 

∆εν είναι περίεργο που στην Ελλάδα δεν ακούστηκε η ταινία σας;

Το µόνο που ακούγεται στην Ελλάδα είναι η εκκωφαντική σιωπή µιας αφόρητης µετριότητας που πλασάρεται ως επαρκής από στρογγυλοκαθισµένους εκφραστές της κενότητας, απόρροια της σαθρής αισθητικής ενός λαϊφστάιλ που εξιδανικεύει το πνευµατικό έλλειµµα, εγκαταλείποντας την αναζήτηση κάθε ουσίας και νοήµατος. Ενα σύστηµα που –για να χρησιµοποιήσω τα λόγια του Προυστ– «κάθε ανιδιοτελές αίσθηµα οµορφιάς και κάθε απαύγασµα σκέψης τού είναι άγνωστο».

Ωστόσο, µε αφορµή την προβολή της ταινίας στην Ιταλία, εκδηλώθηκε ενδιαφέρον από την Οµοσπονδία Κινηµατογραφικών Λεσχών για προβολή της στις αίθουσες, όταν αυτό φυσικά καταστεί εφικτό.

«O δηµοσιογράφος είναι γρανάζι της δηµοκρατίας. Εκθέτει τη διαφθορά και το έγκληµα. ∆ιερευνά και αποκαλύπτει χωρίς να λογαριάζει τις συνέπειες. Υπηρετεί τον πολίτη και τον λαό και θυσιάζεται για την αλήθεια». Αυτό είναι το πρώτο που διαβάζουν στον απαχθέντα δηµοσιογράφο οι απαγωγείς του. Αυτή είναι µια καλή εισαγωγή στις αρχές της δηµοσιογραφικής δεοντολογίας. Θεωρείτε ότι αυτά µπορούν να εφαρµοστούν εντός του πλαισίου της καπιταλιστικής οικονοµίας;

Ναι. Πάντα θα πιστεύω στην αλτρουιστική δύναµη του ανθρώπου εν γένει να πράττει το σωστό σε οποιοδήποτε πλαίσιο κι αν κινείται. Ο δηµοσιογράφος ειδικότερα είναι ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο που καλείται να επιτελέσει το καθήκον και το µεγάλο χρέος του απέναντι στην ανθρώπινη συνθήκη. Εσείς δεν το πράττετε; Φαντάζεστε να µην υπήρχαν µαχητικά Μέσα να αντιστέκονται σθεναρά στην αλαζονεία, στον ελιτισµό και στην έπαρση ενός αυτάρεσκου εξουσιαστικού µηχανισµού που στο κέντρο της πολιτικής του δεν έχει τον άνθρωπο αλλά την απαξίωσή του;

H πένα του δηµοσιογράφου υψώνεται πιο ψηλά από οποιοδήποτε καθεστώς, αρκεί εκείνος να έχει το θάρρος να τιµήσει το λειτούργηµα που επέλεξε να υπηρετεί. «The pen is mightier than the sword» (η πένα είναι δυνατότερη του ξίφους) λέει ο Λίτον και έχει δίκιο. Ο δηµοσιογράφος µπορεί, αρκεί να θέλει. Εκτός αν µιλάµε για στυγνούς στρατευµένους προπαγανδιστές, καρικατούρες της φανφαρολογίας, τυφλά υποταγµένους στα «θαυµαστά σκατά της εξουσίας», για να χρησιµοποιήσω µια αγαπηµένη έκφραση από τα «100 χρόνια µοναξιάς».

Στη συνέχεια οι ακτιβιστές περιγράφουν το σκάνδαλο Novartis και µε ποιον τρόπο οι κατηγορούµενοι πλέον εµφανίζονται ως κατήγοροι. Αυτή είναι η καταγραφή της πραγµατικότητας. Όχι της πραγµατικότητας όλων, αν σκεφτούµε ότι υπήρξε δηµοσιογράφος που «κράτησε στο µαξιλάρι της το ρεπορτάζ για τις τράπεζες» και επιβραβεύτηκε εκλεγόµενη ευρωβουλεύτρια. Πιστεύετε ότι ο κόσµος θέλει να γνωρίζει την αλήθεια;

Θεωρώ πως στη µεγάλη πλειονότητά του ο κόσµος θέλει να γνωρίζει την αλήθεια. Το ζήτηµα είναι ποια ερµηνεία των γεγονότων αποδέχεται ως αληθή ή µε πόση ποσότητα αλήθειας έµαθε πια να συµβιβάζεται. Η παραπληροφόρηση στη χώρα µας έχει γίνει τόσο τοξική, έχοντας αλλοιώσει σε τέτοιο βαθµό τις ηθικές σταθερές της κοινωνίας, που δυστυχώς ο κόσµος έχει µάθει πια να αποδέχεται την υποκρισία ως κανονικότητα. Ακόµη χειρότερα, έχει απολέσει το κριτήριο της αλήθειας. Ο Ράνσιµαν αναφέρει πως «η πολιτική υποκρισία είναι λίγο ή πολύ αναπόφευκτη στα περισσότερα πολιτικά σκηνικά». Το ψέµα, µε τη µορφή είτε της διαστρέβλωσης είτε της παραπλάνησης, ανήκει στη φαρέτρα της πολιτικής εξουσίας ιδιαίτερα στις δηµοκρατίες, που όπως λέει ο Μερσχάιµερ «οι ηγέτες δεσµεύονται περισσότερο από την κοινή γνώµη».

Καταλαβαίνουµε λοιπόν τη σηµαντικότητα της αποκαλυπτικής και διερευνητικής δηµοσιογραφίας. Όταν όµως αυτού του είδους η δηµοσιογραφία δεν είναι ο κανόνας αλλά η εξαίρεση; Εχει τότε τη δυνατότητα ο µέσος πολίτης να αποκτήσει πρόσβαση στην αλήθεια; Μέσα από τα δαιδαλώδη αφηγήµατα ενός νοσηρού και επίµονου αποπροσανατολισµού θα καταφέρει να πλησιάσει έστω και λίγο στο αληθές; Ισως τελικά το ερώτηµα δεν είναι αν θέλει να γνωρίζει την αλήθεια, αλλά αν µπορεί.

 

«Οποιος δολοφονεί την αλήθεια δολοφονεί τον άνθρωπο» γράφει στην τελική σεκάνς ο δηµοσιογράφος στο laptop του, ο οποίος φτάνει στην επίγνωση µέσα από τη διαδικασία της εικονικής εκτέλεσης. Μπορεί όµως η βία να οδηγήσει στη «φώτιση»;

∆ιαφωνώ µε κάθε µορφή βίας. Μετά τη βία δεν υπάρχει επιστροφή. ∆εν µπορεί η βία να αποτελέσει µέθοδο επιβολής αξιών ούτε τον δρόµο προς την αρετή. Οι ιδέες κυοφορούνται, γεννιούνται και εξελίσσονται σε πλαίσιο σεβασµού, κατανόησης και διαφύλαξης της διαφορετικότητας. Σε ένα περιβάλλον αναζωογονητικό, όπου το σπέρµα του γόνιµου σκεπτικισµού µπορεί να γονιµοποιήσει τη µήτρα της δηµοκρατικής σκέψης, που δεν περιορίζεται στη στενότητα του εγωκεντρισµού αλλά ανυψώνεται στην ανιδιοτέλεια της συλλογικότητας.

Μόνο το κράτος έχει το παρεχόµενο από τους πολίτες «δικαίωµα» της έννοµης βίας, ως µέσου, όχι µοναδικού βέβαια, για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και τη διαφύλαξη του συντάγµατος. Ο Βέµπερ ορίζει το κράτος ως την «ανθρώπινη κοινότητα που αξιώνει (µε επιτυχία) για λογαριασµό της το µονοπώλιο της νόµιµης φυσικής βίας εντός ορισµένου εδάφους». Τι γίνεται όµως όταν η εξουσία κάνει κατάχρηση της λαϊκής εντολής, χρησιµοποιώντας τη βία ως κατασταλτικό µηχανισµό για να διχάσει, να τροµοκρατήσει και να επιβάλει τον παραλογισµό καταλύοντας τη δηµοκρατία και το κοινό περί δικαίου αίσθηµα; Ποιος και πότε νοµιµοποιείται να χρησιµοποιήσει βία ενάντια στη βία του ακραίου καθεστωτισµού; Στην ταινία µου θίγεται ακριβώς αυτή η διάσταση του προβλήµατος.

Πόσο δύσκολο είναι για έναν νέο σκηνοθέτη στην Ελλάδα να κάνει σήµερα κινηµατογράφο;

Ο Ορσον Ουέλς είχε πει ότι «ο συγγραφέας χρειάζεται ένα στιλό, ο ζωγράφος ένα πινέλο, αλλά ο σκηνοθέτης χρειάζεται έναν στρατό» θέλοντας να τονίσει την απαιτητικότητα του κινηµατογραφικού µέσου. Συµφωνώ µε την άποψη του Σκορσέζε ότι η τέχνη προηγείται της τεχνολογίας, αλλά ακόµη και µια στοιχειώδης οργάνωση παραγωγής προϋποθέτει υπολογίσιµη οικονοµική υποστήριξη. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ούτε οι δοµές ούτε το ενδιαφέρον. Κανένας µηχανισµός υποστήριξης. Η διαδικασία εξασφάλισης πόρων είναι εξαιρετικά εξαντλητική και σχεδόν πάντα ατελέσφορη. Το µόνο που µπορείς να κάνεις τελικά είναι να παραµένεις πιστός στο προσωπικό σου όραµα κοιτάζοντας µπροστά και µε όσα µέσα διαθέτεις να πασχίζεις να δηµιουργείς ή, για να χρησιµοποιήσω την ποιητικότητα του Ταρκόφσκι, «να ενσταλάζεις την αλήθεια µέσω της εικόνας στο σκοτάδι της τυφλότητάς µας».