Ο πολιτικός είναι πολιτικός, ο τραπεζίτης τραπεζίτης και η αγκινάρα αγκινάρα. Και αν μεν η αγκινάρα διαπλακεί με άλλα ζαρζαβατικά το αποτέλεσμα είναι τουρλού, αν το κάνει ο πολιτικός με τον τραπεζίτη το αποτέλεσμα είναι εμφανώς πιο επικίνδυνο. Καλός τραπεζίτης είναι ο ελεγχόμενος τραπεζίτης. Σε κάθε άλλη περίπτωση είναι κερδοσκόπος, καιροσκόπος, τοκογλύφος, όποια κομψότητα λόγου και αν χρησιμοποιήσει για να αποκαλέσει το έγκλημα ελευθερία του επιχειρείν και φιλανθρωπία του κέρδους.
Σε παγκόσμιο επίπεδο γίνεται προσπάθεια να ταυτιστούν οι τράπεζες με την οικονομία και οι τραπεζίτες με αυτούς που ορίζουν την πολιτική και την οικονομία. Κατά καιρούς πολιτικοί αποδέχονται να τους παραχωρούν αυτόν το ρόλο, φροντίζοντας όχι για την οικονομία αλλά για το μέλλον τους. Ο Μάριο Μόντι Ιταλός πρωθυπουργός και ο Ρομάνο Πρόντι πρόεδρος της Κομισιόν είναι μόνο δύο από τους πολλούς που μεταπηδούν από τις τράπεζες στην πολιτική και αντίστροφα. Στα καθ’ ημάς, ο Λουκάς Παπαδήμος και ο Γιάννης Στουρνάρας είναι αντίστοιχα λαμπρά παραδείγματα.
Η κρίση απέδειξε ότι χρειάστηκε η συμμετοχή των φιλικών προς τις τράπεζες πολιτικών προκειμένου το ιδιωτικό χρέος των τραπεζών να γίνει δημόσιο χρέος το οποίο πλήρωσαν οι πολίτες. Χρειάστηκε επίσης η συμμετοχή των πολιτικών για να δημιουργηθούν όλα τα άλλοθι της κλεπτοκρατίας. Το σχήμα «οι τράπεζες είναι η οικονομία, άρα το χτύπημα όσων έκλεψαν οδηγεί σε κατάρρευση τις τράπεζες και άρα την οικονομία» είναι το πολιτικό εύρημα που εντοπίζει κανείς σε όλες τις γωνιές του πλανήτη και φυσικά εκεί όπου οι τράπεζες έκαναν αίσχη, όπως στην Ελλάδα.
«Το κακό τού να κάνεις παρέα με τραπεζίτες», λέει ένας φίλος, μετρ του οικονομικού ρεπορτάζ στο εξωτερικό, «είναι ότι αποκτάς σιγά σιγά τη λογική τους».
Είναι ίσως αυτή η ώσμωση, και όχι μόνο τα payrolls των πολιτικών στα μαύρα βιβλία των τραπεζών, που δημιουργεί αντιλήψεις ανοχής ή ακόμη και συμπόρευσης γι’ αυτούς που ροκάνισαν το δημόσιο χρήμα. Σημασία όμως δεν έχουν οι προθέσεις ή οι δικαιολογίες.
Είναι λογικό ο εγκλωβισμός της κυβέρνησης στον τεχνοκρατία της διαπραγμάτευσης να απειλεί τις ξεκάθαρες θέσεις που έχει διατυπώσει και για την πολιτική γενικά και για τον στόχο της διακυβέρνησης ειδικά. Πιεσμένη από την απαίτηση να ευθυγραμμιστεί με το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» της αποδοχής των τραπεζών ως παράγοντα της οικονομίας και της πολιτικής, η κυβέρνηση όχι μόνο τις αποδέχεται ως συνομιλητή, αλλά κινδυνεύει να ξεχάσει και την αδηφάγα φύση τους.
Το νέο εύρημα που επιχειρεί να αμνηστεύσει τις τράπεζες και τους τραπεζίτες είναι αυτό που μιλά για «κίνδυνο ποινικοποίησης των πιστωτικών πράξεων». Οτι δηλαδή οι τραπεζίτες θα αρνούνται να κάνουν πιστωτικές πράξεις εάν φοβούνται τη δίωξη και την τιμωρία τους. Κανένας δεν ενοχοποιεί τις πιστωτικές πράξεις. Αλλά υπάρχουν πιστωτικές πράξεις που είναι ένοχες, όπως και ιατρικές ή δικαστικές πράξεις που είναι ένοχες. Αυτές λοιπόν δεν μπορούν να αμνηστεύονται προκαταβολικά, όπως δεν μπορούν να αμνηστεύονται προκαταβολικά επιβλαβείς ιατρικές πράξεις.
Το απαύγασμα αυτής της λογικής είναι η προσπάθεια από υπουργούς να αποκλείσουν τον ποινικό έλεγχο των τραπεζών, απαγορεύοντας, όπως αποκάλυψε το Documento, να γίνονται ποινικές έρευνες χωρίς την άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος ή του υπουργού Δικαιοσύνης.
Πρόκειται για μια πρωτοφανή εκχώρηση αρμοδιοτήτων της δικαστικής εξουσίας σε τρίτους, με το πρόσχημα της απαίτησης των θεσμών.
Ακόμη και αν αυτό απαιτούσαν οι θεσμοί, δεν μπορεί ελληνική κυβέρνηση να συζητά στη βάση αντισυνταγματικής πρακτικής. Επιπλέον, οι υπουργοί της δεν μπορούν ούτε να ψεύδονται ούτε να ανταλλάσσουν το σύνταγμα με mails δανειστών.
Την περίοδο της σαμαροβενιζελικής διακυβέρνησης δημιουργήθηκαν νομικά εκτρώματα με το επιχείρημα ότι αυτό απαιτούσε η τρόικα. Πίσω από την πρόταξη της τρόικας υπήρχε ατζέντα και μάλιστα ακριβή.
Αυτή ακριβώς η κυβέρνηση έχει αποδείξει με τη διαπραγμάτευση ότι ό,τι απαιτούν οι θεσμοί δεν είναι αδιαπραγμάτευτο. Εχει πετύχει πράγματα που για την τρόικα εσωτερικού και εξωτερικού ήταν πέρα από κάθε συζήτηση. Δεν είναι δυνατόν, λοιπόν, υπουργοί οι οποίοι έμαθαν να σκέφτονται σαν τραπεζίτες ή υπουργοί που σκέφτονται για τους τραπεζίτες να βάζουν υπό διαπραγμάτευση το σύνταγμα, τη διάκριση των εξουσιών και την αξιοπιστία της κυβέρνησης.
Καλά θα κάνουν λοιπόν οι πολιτικοί να δείχνουν τα δόντια τους και αποφασιστικότητα άσκησης της πολιτικής στους τραπεζίτες αντί να γίνονται τα πίσω δόντια, οι τραπεζίτες που μηρυκάζουν. Το σοβαρότερο πρόβλημα Δικαιοσύνης στη χώρα δεν είναι η πιθανότητα να κληθεί για απολογία ένας τραπεζίτης, αλλά να μην αποδοθεί δικαιοσύνη. Επ’ αυτού λοιπόν το θέμα και μόνο.