Κύκλοι και φωτοστέφανα δεν ταιριάζουν στον Τσίπρα

Κύκλοι και φωτοστέφανα δεν ταιριάζουν στον Τσίπρα

Θυμάμαι ως δημοσιογράφος, τη δεκαετία του 90, την εικόνα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, να εξέρχεται γηραιός από το γκολφ της Γλυφάδας, κάνοντας ακατάληπτες δηλώσεις (συνήθως άσχετες πολιτικά) στις οποίες οι φιλικοί δημοσιογράφοι προσπαθούσαν να αποδώσουν δυναμική πολιτικού χρησμού. Με αυτές τις μεταφράσεις και τις ελεύθερες αποδώσεις των δημοσιογράφων, ο Καραμανλής υποτίθεται ότι παρενέβαινε πολιτικά. Και αφού δεν διέψευδε τις ερμηνείες, (δεν θα μπορούσε άλλωστε να μπαίνει σε μια τέτοια διαδικασία φθοράς), η πολιτική ζωή αρκετές φορές κινήθηκε με δύναμη ώθησης τις ερμηνείες από την καραμανλική σανσκριτική.

Ο Κώστας Καραμανλής ο νεώτερος, μετά την αποχώρησή του από την πολιτική δράση, μεταφραζόταν και αυτός πολιτικά, από τις διαρροές των «κύκλων της Ραφήνας». Οι κύκλοι αυτού του Καραμανλή  μάλιστα ήταν πολλοί και όχι απαραίτητα ομόκεντροι. Διάφοροι σχετιζόμενοι με τον πρώην πρωθυπουργό, έκαναν επιτηδευμένα κύκλους γύρω από τον εαυτό τους και τις διαθέσεις τους , και η τροχιά τους χαρακτηριζόταν ως πορεία χαραγμένη από τον ίδιο τον Καραμανλή. Γελοιότητες.

Σχεδόν το σύνολο των πολιτικών που διατέλεσαν πρωθυπουργοί, επέλεξαν μετά την αποχώρησή τους, να διατηρούν μια συμπεριφορά πολιτικού μέντορα. Όταν η παρέμβαση γινόταν με άρθρα και συνεντεύξεις, ήταν ξεκάθαρη. Όταν όμως υπήρχαν διαρροές, άρχιζε το ψάρεμα σε θολά νερά.

Στον Αλέξη Τσίπρα, δεν ταιριάζουν ούτε οι κύκλοι, ούτε και τα φωτοστέφανα που διακρίνουν ξαφνικά πρώην σύντροφοί του (πολλοί μάλιστα από αυτούς τον αντιστρατεύτηκαν), ευελπιστώντας ότι έτσι δηλώνουν την ταύτιση με την πολιτική αγιότητά του. Ο Τσίπρας, πορεύτηκε ακόμη και τις πιο δύσκολες στιγμές με ευθύτητα, χωρίς κύκλους, διαχωριστικές γραμμές και ζικ ζακ. Έλεγε αυτό που ήθελε να πει στα ίδια τα όργανα του κόμματος, έπαιρνε την ευθύνη της πολιτικής του και μάλιστα αυτή του η ευθύτητα, επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί ως τάση που έστρεφε προς το αρχηγικό κόμμα. Είναι ο πρωθυπουργός που έζησε στο πιο έντονο κλίμα τοξικότητας μέσα και έξω στο κόμμα. Οι «έξω» επιχειρούσαν να δολοφονήσουν το προφίλ του και οι άσπονδοι  «μέσα», μετέτρεπαν την εξωτερική αμφισβήτηση σε κομματική λειτουργία, για να τον κρατούν σε ομηρία.

Αυτά που λέγονταν περί πολιτικών διαφωνιών, είναι κουραφέξαλα. Ήθελαν έναν Τσίπρα αδύναμο και ελεγχόμενο από την κομματική νομεκλατούρα και το ιερατείο των μετόχων του κόμματος. Σε κάθε περίπτωση, αυτοί που κατηγορούσαν τον Τσίπρα κάνοντας αναγωγές στην πολιτική αναγκαιότητα και το σπουδαίο καθήκον τους, στις εσωκομματικές εκλογές κρίθηκαν και βρέθηκε η σκιά τους να παριστάνει το μπόι τους.

Η σημερινή εσωκομματική αντιπαράθεση, παρότι είναι λογικό και ανθρώπινο να εμφανίζει εξάρσεις και αντεγκλήσεις που δεν είναι πολιτικές, φτάνει σε ακρότητες, οι οποίες δεν δικαιολογούνται με την ηθική της Αριστεράς. Κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ζητούν να καταδικαστούν άλλα στελέχη, όχι μόνο για όσα είπαν, αλλά και όσα δεν είπαν.

Η ένταση με την οποία γίνεται η αντιπαράθεση αυτή, δεν έχει κανένα πολιτικό στοιχείο, και πιστεύω ότι στην πραγματικότητα είναι μια πίεση για τον Τσίπρα. Το ζητούμενο δεν είναι να αποκατασταθεί η αλήθεια, αλλά να αναγκαστεί ο Αλέξης Τσίπρας να πάρει θέση και να καταδικάσει, ώστε να μπορέσει να μεταφραστεί η δήλωση ως παρέμβαση στις εσωκομματικές εκλογές.  Άνθρωποι που επί χρόνια ζητούν από τον Τσίπρα να σωπάσει τώρα του ζητούν να μιλήσει. Στελέχη που του περνούσαν τη θηλιά στο λαιμό, σήμερα την έκαναν φωτοστέφανο και ζητούν την ευλογία του.

Και για να είμαι δίκαιος, θέλω να διαχωρίσω τα πράγματα. Η καταδίκη για την οποία γίνεται λόγος, είναι ένα υποτιθέμενο μήνυμα που εμφανίζει την Έφη Αχτσιόγλου να δείχνει και μάλιστα με χυδαίο τρόπο, την έξοδο προς τον Αλέξη Τσίπρα, μετά την ήττα. Πρόκειται για αθλιότητα. Όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει στοιχείο για ένα τέτοιο μήνυμα, αλλά γιατί η Έφη Αχτσιόγλου, και όταν ήταν στην κυβέρνηση και όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην Αντιπολίτευση, υπήρξε εργατική, έξω από δευτερεύουσες, φτηνές  αντιπαραθέσεις και με δηλωμένη προσήλωση στον Αλέξη Τσίπρα.  Στις δε εκλογές, η μάχη της ήταν συνεπής και  ουσιαστική, δεν περιοριζόταν σε μερικές αναρτήσεις στα social όπως έκαναν άλλοι. Όσα γράφτηκαν, γράφτηκαν για να την πλήξουν. Αυτό δυστυχώς δεν είναι άγνωστη διαδικασία στην πολιτική και στον ΣΥΡΙΖΑ.

Η Έφη Αχτσιόλου είναι ικανή να αντιμετωπίσει αυτή την επίθεση και να καταδείξει την αθλιότητα. Όλα τα δημόσια πρόσωπα, (συμπεριλαμβανομένης της αφεντιάς μου), έχουν δεχθεί τέτοιες επιθέσεις.  Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αντιμετωπιστούν τέτοιες καταστάσεις, είναι να εκτεθούν στο φως και να καούν. Η Έφη Αχτσιόγλου, το έκανε, αλλά υπακούοντας στο επικοινωνιακό της επιτελείο έκανε και κάτι που δεν της ταιριάζει. Έκανε αυτή την ιστορία, πρωτεύων στοιχείο στην αντιπαράθεσή της με τον Στέφανο Κασσελάκη, ζητώντας να καταδικάσει. Στη συνέχεια η απαίτηση καταδίκης επεκτάθηκε κατά του Παύλου Πολάκη και ίσως έπεται συνέχεια. Ο έντονος τρόπος με τον οποίο υπάρχει αυτή η απαίτηση δημιουργεί πλαίσιο έλλειψης εμπιστοσύνης για την επόμενη μέρα.

Και ενώ η Αχτσιόγλου έθεσε έστω το θέμα προς την πλευρά Κασσελάκη, οι κύκλοι και οι τεθλασμένες γραμμές (της), έθεσαν απαίτηση παρέμβασης από τον Τσίπρα.

Η γραμμή της θυματοποίησης την οποία έμμεσα ή άμεσα υιοθετεί η Αχτσιόγλου είναι λάθος. Πρώτο, κάνει παραδοχή ήττας γιατί πιάνεται από κάτι που στα μάτια όλων δεν είναι το πολιτικό διακύβευμα, αλλά μια ευκαιρία. Δεύτερο, δείχνει πως αντί να πορεύεται γιατί έχει η ίδια μια σημαντική ιστορία, δείχνει να ζητά πατρονία και έμμεσο χρίσμα από τον Τσίπρα. Και τρίτο, απομακρύνεται από το προφίλ που έχει, της δυναμικής γυναίκας που ξέρει να αντιμετωπίζει προβλήματα πόσο μάλλον άθλιες επιθέσεις.

Όπως και οι δηλώσεις της το βράδυ των αποτελεσμάτων, που εμφάνιζαν όσους ψήφισαν Κασσελάκη ως ασόβαρους, έτσι και η γραμμή της θυματοποίησης την αδικούν. Προσωπικά θεωρώ ότι δεν είναι προσωπικές στρατηγικές γιατί απλώς δεν την εκπροσωπούν. Θα ήταν προτιμότερο τις λίγες επόμενες μέρες ως τις εκλογές, να θυμίσει ποια είναι και πώς θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ, αντί να κυνηγάει δράκους που κάποιοι βάζουν να τρέχουν μπροστά της.

Ωστόσο η προσπάθεια και οι πιέσεις να εμπλακεί ο Τσίπρας, δεν αφορούν την ίδια την Έφη Αχτσιόγλου. Είναι διάθεση προσώπων που θέλουν να ενοχοποιήσουν τον Τσίπρα ή να τον αποκαθηλώσουν μετά την αποχώρησή του.

Στην περίπτωση που ο Τσίπρας καταδικάσει την «τοξικότητα», εμφανίζεται έμμεσα ως υποβολέας της , που προσπαθεί όπως όπως εσχάτως να δικαιολογηθεί. Αν δεν καταδικάσει τότε τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, δεν παίρνει θέση σε ένα υποτιθέμενο θέμα ηθικής τάξης. Τι νόημα έχει η παρέμβαση Τσίπρα, σε ένα κόμμα το οποίο πρέπει να λειτουργεί χωρίς αυτόν; Τι θα γίνει αν η άλλη πλευρά ζητήσει να καταδικαστεί πάλι από τον Τσίπρα, η επίθεση που δέχθηκε στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ στην Κουμουνδούρου, από άλλο κορυφαίο στέλεχος  όταν ανακοινώνονταν τα εκλογικά αποτελέσματα; Τον Τσίπρα τον σέβονται ως ιστορικό ηγέτη ή τον θέλουν να κάνει την πολιτική καθαρίστρια της ανωριμότητάς τους;

Το πρόβλημα δεν είναι η τοξικότητα στην εσωκομματική αντιπαράθεση, αλλά η παθογένεια του χώρου, που για μια ακόμη φορά κρύβεται κάτω από την επίκληση του μεγάλου, του ηθικού και του σπουδαίου. Ο νέος Πρόεδρος πρέπει όχι μόνο να θέλει, αλλά να αποδείξει ότι μπορεί να λειτουργεί χωρίς παραστάτες. Αντί να ανταλλάσσουν κατηγορίες, ας δεσμευτούν ότι τη Δευτέρα θα είναι όλοι μαζί, σεβόμενοι τη Δημοκρατία και τη θέληση των μελών. Όσο μεγαλύτερη και αδικαιολόγητη είναι η ανταλλαγή κατηγοριών, τόσο δηλώνουν  ότι στην πραγματικότητα δεν θα είναι μαζί. Από την ιστορία της Αριστεράς, ας μην διαλέξουν τις διασπάσεις. Υπάρχουν σπουδαιότερα πράγματα.

Documento Newsletter