Κυκλοφόρησε ο «Ψυχοθεραπευτής» της B.A. Paris – διαβάστε το απόσπασμα

Το βιβλίο «Ο ψυχοθεραπευτής» κυκλοφορεί σήμερα στα περίπτερα από τις εκδόσεις Bell, σε μετάφραση της Βεατρίκης Κάντζολα Σαμπατάκου.

Η B.A. Paris γνωρίζει πολύ καλά το είδος του ψυχολογικού θρίλερ και αυτό το αποδεικνύουν όχι μόνο οι πωλήσεις των βιβλίων της, που έχουν ξεπεράσει τα δύο εκατομμύρια αντίτυπα σε σαράντα γλώσσες, αλλά και οι φανατικοί αναγνώστες που την ακολουθούν πιστά από την πρώτη στιγμή –από το εκδοτικό φαινόμενο και παγκόσμιο bestseller που την καθιέρωσε, το Πίσω από κλειστές πόρτες.

Τώρα, η Paris επιστρέφει με μια απολαυστικά σκοτεινή ιστορία, ένα δυνατό και αγωνιώδες ψυχολογικό θρίλερ, σπαρμένο με μυστικά, ψέματα, παράνοια και την αγχωτική κλειστοφοβία μιας αυστηρά κλειστής κοινότητας. Ο Ψυχοθεραπευτής διαδραματίζεται στο φαινομενικά ειδυλλιακό περιβάλλον ενός ακριβού προαστίου. Εκεί, οι προνομιούχοι κάτοικοι έρχονται αντιμέτωποι με μια μυστηριώδη υπόθεση φόνου. Και τότε όλα καταρρέουν, από τη μια στιγμή στην άλλη.

Όταν η Άλις και ο Λίο μετακομίζουν σ’ ένα πρόσφατα ανακαινισμένο σπίτι στον Κύκλο, ένα ιδιωτικό φυλασσόμενο συγκρότημα ακριβών μονοκατοικιών, νομίζουν ότι βρήκαν ακριβώς αυτό που ονειρεύονταν. Αλλά τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται…

Καθώς αρχίζει σιγά σιγά να γνωρίζει καλύτερα τους γείτονές της, η Άλις ανακαλύπτει ένα συγκλονιστικό, φρικτό μυστικό που σχετίζεται με το καινούργιο της σπίτι και αρχίζει να νιώθει μια ισχυρή σύνδεση με τη Νίνα, την ψυχοθεραπεύτρια που ζούσε εκεί πριν απ’ αυτούς.

Η επιθυμία της Άλις να ενώσει τα κομμάτια του παζλ και να μάθει τι συνέβη πριν από δύο χρόνια της γίνεται πραγματική εμμονή. Όμως κανένας δε θέλει να μιλήσει γι’ αυτό. Οι γείτονές της κρύβουν μυστικά και ο κόσμος τους δεν είναι τόσο τέλειος όσο δείχνει…

Η B. A. Paris, η συγγραφέας των bestseller των Sunday Times που έχουν πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα, επιστρέφει σ’ αυτό που αγαπάει περισσότερο, τα δυνατά ψυχολογικά θρίλερ, με μια απολαυστικά σκοτεινή ιστορία μυστικών, ψεμάτων και ανατροπών.

Ακολουθεί το απόσπασμα

 ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Το γραφείο μου είναι μικρό, τέλειο και μινιμαλιστικό. Είναι διακοσμημένο σε αποχρώσεις του γκρίζου που σε γαληνεύουν και έχει μόνο δύο καθίσματα: μια βαθιά αναπαυτική γκρι πολυθρόνα σαν προστατευτική αγκαλιά για τους πελάτες μου και μια δερμάτινη καρέκλα σε ανοιχτό γκρι χρώμα για μένα. Δεξιά μου υπάρχει ένα τραπεζάκι για το μπλοκάκι μου και στον τοίχο μια σειρά από γάντζους για τα παλτά. Αυτή είναι όλη κι όλη η επίπλωση. Μια πόρτα στ’ αριστερά οδηγεί στο δωμάτιο της θεραπείας χαλάρωσης. Οι τοίχοι εκεί είναι βαμμένοι στο πιο αχνό ροζ και δεν υπάρχουν παράθυρα, παρά μόνο δύο περίτεχνες λάμπες που λούζουν το τραπέζι του μασάζ σ’ ένα γλυκό χρυσαφένιο φως.

Από τις περσίδες του παραθύρου μου, μπορώ να βλέπω όποιον έρχεται στην πόρτα. Περιμένω την καινούργια μου πελάτισσα, ελπίζοντας να έρθει στην ώρα της. Αν αργήσει… ε, αυτό θα είναι ένα μελανό σημείο που θα καταγράψω στα αρνητικά της.

Φτάνει δύο λεπτά αργοπορημένη, μια καθυστέρηση που μπορώ να συγχωρήσω. Ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά και κοιτάζει γύρω της νευρικά, με τους ώμους σκυφτούς, καθώς χτυπάει το κουδούνι, ανήσυχη μήπως τη δει κανένας και την αναγνωρίσει. Άδικα ανησυχεί, αφού δεν έχω απέξω πινακίδα που να διαφημίζει τις υπηρεσίες μου.

Της ανοίγω να μπει και της λέω να καθίσει. Κάθεται και αφήνει την τσάντα της κάτω, στα πόδια της. Φοράει μπλε μαρέν φούστα και λευκή μπλούζα και έχει τα μαλλιά της πιασμένα πίσω, σε μια προσεγμένη αλογοουρά, σαν να έχει έρθει σε συνέντευξη για δουλειά. Καλά κάνει και βλέπει έτσι τη συνάντησή μας. Δε δέχομαι όποιον να ’ναι· μόνο τα κατάλληλα άτομα.

Τη ρωτάω μήπως κρυώνει. Μ’ αρέσει να έχω ανοιχτό το παράθυρο, αλλά, αν και είναι άνοιξη, ο καιρός δεν έχει ζεστάνει ακόμα και χρειάστηκε ν’ ανοίξω τη θέρμανση. Αφήνω το βλέμμα μου να πλανηθεί έξω από το παράθυρο, δίνοντάς της χρόνο να τακτοποιηθεί, και την προσοχή μου τραβάει η λευκή τροχιά ενός αεροπλάνου που σκίζει τον ουρανό. Ακούω ένα ευγενικό βηχαλάκι και στρέφω ξανά την προσοχή μου στην πελάτισσά μου.

Γέρνοντας το σώμα μου προς το μέρος της με τρόπο που δείχνει το απαιτούμενο αδιάσπαστο επαγγελματικό ενδιαφέρον, της κάνω τις κλασικές ερωτήσεις. Η πρώτη συνάντηση, από πολλές απόψεις, είναι η πιο βαρετή.

«Έχω την αίσθηση ότι δεν είναι σωστό αυτό», μου λέει όταν φτάνω σχεδόν στα μισά.

Σηκώνω τα μάτια από το μπλοκάκι μου, όπου κρατούσα σημειώσεις.

«Θέλω να ξέρετε και να θυμάστε πως οτιδήποτε πείτε μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο είναι εμπιστευτικό», τη διαβεβαιώνω.

Κουνάει καταφατικά το κεφάλι της. «Απλώς νιώθω τρομερή ενοχή. Τι λόγο έχω να είμαι δυστυχισμένη; Έχω όλα όσα θέλω».

Σημειώνω τις λέξεις «ευτυχία» και «ενοχή» στο μπλοκάκι μου και μετά σκύβω προς τα εμπρός και την κοιτάζω κατάματα.

«Ξέρετε τι έλεγε ο Χένρι Ντέιβιντ Θορό; “Η ευτυχία είναι σαν πεταλούδα· όσο πιο πολύ την κυνηγάς, τόσο σου ξεφεύγει. Αν όμως στρέψεις την προσοχή σου σε άλλα πράγματα, θα έρθει να καθίσει απαλά στον ώμο σου”».

Χαμογελάει και χαλαρώνει. Το ήξερα ότι θα της άρεσε αυτό το απόφθεγμα.

ΕΝΑ

Ο ήχος ζωηρών φωνών αποσπά την προσοχή μου από την κούτα με τα βιβλία που ξεπακετάρω. Είχε τόση ησυχία όλη μέρα, που μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι βρίσκομαι όντως στο Λονδίνο. Στο Χάρλστοουν, που έμενα ως τώρα, θα ακούγονταν οι γνώριμοι εξωτερικοί ήχοι: το κελάηδισμα των πουλιών, κανένα περαστικό αυτοκίνητο ή τρακτέρ, μερικές φορές ο θόρυβος από τις οπλές κάποιου αλόγου. Εδώ, στον Κύκλο, όλα είναι σιωπηλά. Ακόμα και με τα παράθυρα ανοιχτά, δεν ακούς σχεδόν τίποτα. Δεν περίμενα τόση ησυχία –πράγμα καλό, υποθέτω.

Από το παράθυρο του γραφείου του Λίο στον επάνω όροφο, κοιτάζω κάτω, στο δρόμο. Μια γυναίκα με πλατινέ μαλλιά κομμένα αγορίστικα, σορτς και φανελάκι, αγκαλιάζει μια άλλη γυναίκα, ψηλή και λεπτή, με χαλκοκόκκινα μαλλιά. Ξέρω ότι η πιο μικρόσωμη γυναίκα είναι γειτόνισσά μας· την είδα αργά χτες το βράδυ έξω από τον αριθμό 5 να ξεφορτώνει βαλίτσες από το πίσω μέρος ενός αμαξιού μαζί μ’ έναν άντρα. Την άλλη δε νομίζω να την έχω ξαναδεί, αλλά μοιάζει ν’ ανήκει εδώ, με το τέλεια εφαρμοστό σκούρο μπλε τζιν της και το άψογο κατάλευκο μπλουζάκι της, που αγκαλιάζει τις καμπύλες ενός σφριγηλού, καλογυμνασμένου κορμιού. Κανονικά θα ’πρεπε να φύγω απ’ το παράθυρο, γιατί αν κοιτάξουν προς τα δω μπορεί να με δουν που τις παρακολουθώ. Όμως η ανάγκη μου για συντροφιά είναι τόσο έντονη που μένω στη θέση μου.

«Θα περνούσα να σε δω όταν γύριζα απ’ το τρέξιμο, σου τ’ ορκίζομαι!» λέει η μικροκαμωμένη γυναίκα.

Η ψηλή γυναίκα κουνάει επιτιμητικά το κεφάλι της, αλλά ο τόνος της φωνής της δείχνει ότι αστειεύεται. «Δεν είσ’ εντάξει, Ιβ. Σε περίμενα χτες».

Η Ιβ –έτσι τη λένε, λοιπόν– γελάει. «Φτάσαμε κατά τις δέκα· ήταν πολύ αργά για να σ’ ενοχλήσω. Εσείς πότε γυρίσατε;»

«Το Σάββατο, για να είναι έτοιμα τα παιδιά για το σχολείο σήμερα».

Την υπόλοιπη απάντησή της την παίρνει το ξαφνικό αεράκι που σηκώνεται, κάνοντας τα φύλλα των πλατάνων της πλατείας αντίκρυ στο σπίτι να θροΐζουν. Είναι πολύ όμορφα εδώ, σαν φυσικό σκηνικό ταινίας που απεικονίζει μια αξιοζήλευτη ζωή στην πρωτεύουσα. Δεν πίστευα ότι υπήρχαν τέτοια μέρη ώσπου μου έδειξε φωτογραφίες ο Λίο και, ακόμα και τότε, ετούτο το μέρος μού φαινόταν πολύ ωραίο για να είναι αληθινό.

Την προσοχή μου τραβάει ένα φορτηγάκι διανομής που περνάει τη μαύρη πύλη εισόδου του Κύκλου, ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας. Στρίβει στην αριστερή πλευρά του πεταλόσχημου δρόμου και πλησιάζει με χαμηλή ταχύτητα. Ίσως είναι για μας, γιατί ο Λίο γεμίζει εδώ και μέρες το νέο μας σπίτι με κάθε λογής πράγματα που δεν είμαι σίγουρη αν χρειαζόμαστε. Χτες, για παράδειγμα, παραλάβαμε ένα υπερβολικά μεγάλο γυάλινο βάζο και ο Λίο τριγύριζε ώρα πολλή στο καθιστικό με το βάζο στην αγκαλιά του, αναζητώντας το καταλληλότερο μέρος, για να το τοποθετήσει τελικά δίπλα στην μπαλκονόπορτα που βγάζει στην ισόγεια βεράντα. Το φορτηγάκι, όμως, προσπερνάει το σπίτι μας και σταματάει στον αριθμό 7, στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Ζυγώνω πιο κοντά στο παράθυρο, περίεργη να δω ποιοι μένουν εκεί. Βλέπω με έκπληξη έναν ηλικιωμένο άντρα να εμφανίζεται στο ιδιωτικό δρομάκι μπροστά στο σπίτι. Δεν ξέρω γιατί εκπλήσσομαι· ίσως επειδή ο Κύκλος είναι ένα σχετικά νέο οικιστικό συγκρότημα στην καρδιά του Λονδίνου και δεν περίμενα ποτέ να μένουν άνθρωποι μεγάλης ηλικίας εδώ.

Μερικά λεπτά αργότερα, το φορτηγάκι φεύγει και στρέφω και πάλι το βλέμμα μου εκεί που στέκονται η Ιβ και η άλλη γυναίκα. Μακάρι να είχα το θάρρος να κατέβαινα να τους συστηθώ. Από τότε που μετακομίσαμε, πριν από δέκα μέρες, έχω γνωρίσει μόνο ένα άτομο, τη Μαρία, που μένει στον αριθμό 9. Έβαζε σ’ ένα κόκκινο μίνι βαν τρία αγοράκια που είχαν τα ίδια πυκνά σκούρα μαλλιά με τη μητέρα τους, συν δύο πανέμορφα λαμπραντόρ με χρυσαφένιο τρίχωμα. Μου είχε φωνάξει «γεια» πάνω απ’ τον ώμο της και είχαμε ανταλλάξει μερικές κουβέντες. Η Μαρία ήταν που μου εξήγησε ότι οι περισσότεροι κάτοικοι του Κύκλου έλειπαν ακόμα για διακοπές και ότι θα επέστρεφαν στο τέλος του μήνα, καθώς τα σχολεία άνοιγαν το Σεπτέμβρη.

«Γνωρίστηκες μαζί τους;» ακούω την Ιβ να ρωτάει και, από τον τρόπο που έχει στραμμένο το κεφάλι προς το σπίτι μας, καταλαβαίνω ότι αναφέρεται σ’ εμένα και τον Λίο.

«Όχι».

«Πάμε να τους γνωρίσουμε τώρα;»

«Όχι!» Η σφοδρότητα της άρνησης της άλλης γυναίκας με κάνει να πισωπατήσω ξαφνιασμένη από το παράθυρο. «Γιατί να θέλω να τους γνωρίσω;»

«Μην είσαι ανόητη, Τάμζιν», της λέει ήρεμα η Ιβ. «Δε θα μπορέσεις να τους αγνοήσεις, ιδίως σ’ ένα μέρος όπως αυτό».

Δεν περιμένω ν’ ακούσω την απάντηση της Τάμζιν. Με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά από την ταραχή, αποτραβιέμαι στις σκιές του σπιτιού. Εύχομαι να ήταν εδώ ο Λίο· έφυγε για το Μπέρμιγχαμ σήμερα το πρωί και δε θα γυρίσει πριν από την Πέμπτη. Νιώθω άσχημα, γιατί ένα κομμάτι του εαυτού μου ανακουφίστηκε όταν τον είδα να φεύγει. Οι δύο τελευταίες εβδομάδες ήταν κάπως έντονες, ίσως επειδή δεν έχουμε συνηθίσει ακόμα να είμαστε συνεχώς μαζί. Από τότε που γνωριστήκαμε, πριν από δεκαοχτώ μήνες, είχαμε σχέση εξ αποστάσεως και βλεπόμασταν μόνο τα Σαββατοκύριακα. Το πρώτο μας πρωί εδώ, όταν ήπιε χυμό πορτοκάλι κατευθείαν από το κουτί και το ξανάβαλε στο ψυγείο, ήταν που συνειδητοποίησα ότι δεν ξέρω όλες τις συνήθειες και τις παραξενιές του. Ξέρω ότι λατρεύει την καλή σαμπάνια, ότι κοιμάται στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού, ότι του αρέσει να στηρίζει το πιγούνι του στο κεφάλι μου όταν μ’ έχει αγκαλιά, ότι ταξιδεύει απ’ άκρη σ’ άκρη στο Ηνωμένο Βασίλειο τόσο συχνά που απεχθάνεται να πηγαίνει οπουδήποτε και ότι δεν έχει καν διαβατήριο. Αλλά έχω ν’ ανακαλύψω πολλά ακόμα γι’ αυτόν και τώρα, καθισμένη στην κορυφή της σκάλας του καινούργιου μας σπιτιού, με το μαλακό γκρι χαλί ζεστό κάτω από τα ξυπόλυτα πόδια μου, τον σκέφτομαι και μου λείπει ήδη.

Δεν ήταν σωστό που κρυφάκουσα τη συνομιλία της Ιβ, το ξέρω, αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι τα λόγια της Τάμζιν με πείραξαν. Κι αν δεν μπορέσουμε να κάνουμε φίλους εδώ; Αυτή ακριβώς ήταν η ανησυχία μου όταν ο Λίο μου ζήτησε για πρώτη φορά να έρθω στο Λονδίνο να συζήσουμε. Μου υποσχέθηκε ότι όλα θα ήταν μια χαρά, αλλά, όταν έριξα την ιδέα να οργανώσουμε ένα πάρτι γνωριμίας για όλους τους γείτονες που έμεναν στο δρόμο μας, δε φάνηκε και τόσο πρόθυμος.

«Ας δούμε πρώτα τι άνθρωποι είναι πριν αρχίσουμε να τους καλούμε στο σπίτι μας», είχε πει.

Αν όμως δε βρούμε ποτέ την ευκαιρία να τους γνωρίσουμε;

Μήπως πρέπει να κάνουμε εμείς την πρώτη κίνηση;

Βγάζω το κινητό μου από την τσέπη και ανοίγω το εικονίδιο του WhatsApp. Όταν κουβέντιαζα με τη Μαρία, είχε προσφερθεί να προσθέσει εμένα και τον Λίο σε μια ομάδα που έχει σχέση με τον Κύκλο, έτσι της είχα δώσει τους αριθμούς τηλεφώνου και των δυο μας. Δεν έχουμε στείλει μήνυμα σε κανέναν ακόμα και ο Λίο θέλησε να σβήσει το δικό του αριθμό όταν άρχισαν να καταφτάνουν στο κινητό του ειδοποιήσεις για απολεσθέντα πακέτα και τη συντήρηση της μικρής παιδικής χαράς της πλατείας.

«Λίο, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό!» διαμαρτυρήθηκα γιατί ντρεπόμουν μήπως οι άλλοι τον θεωρούσαν αγενή. Έτσι, συμφώνησε τελικά να μπλοκάρει απλώς τις ειδοποιήσεις από την ομάδα.

Ρίχνω μια ματιά στην οθόνη του κινητού μου. Σήμερα υπάρχουν ήδη δώδεκα γνωστοποιήσεις. Όταν τις διαβάζω, μελαγχολώ λίγο ακόμα. Είναι όλο μηνύματα από τους άλλους κατοίκους του Κύκλου που καλωσορίζουν ο ένας τον άλλον επιστρέφοντας από τις διακοπές τους, λέγοντας πόσο ανυπομονούν να ιδωθούν, να ανταλλάξουν τα νέα τους και να ξαναρχίσουν γιόγκα, ποδήλατο ή τένις.

Το σκέφτομαι για μια στιγμή κι έπειτα αρχίζω να πληκτρολογώ.

Γεια σε όλους! Είμαστε οι νέοι σας γείτονες που μένουμε στον αριθμό 6. Θα χαιρόμασταν πολύ αν ερχόσασταν για ένα ποτό το Σάββατο από τις 7 μ.μ. και μετά. Παρακαλούμε, ενημερώστε μας αν μπορείτε να έρθετε. Άλις και Λίο.

Και, πριν αλλάξω γνώμη, πατάω Αποστολή.