Κωστής Ζουλιάτης: Όλη η τέχνη μια ωραία ατμόσφαιρα

Κωστής Ζουλιάτης: Όλη η τέχνη μια ωραία ατμόσφαιρα

Ο Κωστής Ζουλιάτης σχολιάζει στο Docville το πρόγραμμα του νέου θεσμού του Υπουργείου Πολιτισμού «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός» το οποίο χαρακτηρίζεται από πολλούς ως άλλο ένα επικοινωνιακό τρικ που όμως κραυγάζει την απουσία πολιτιστικής πολιτικής. 

Την περίφημη ατάκα του Ντίνου Ηλιόπουλου από τον «Ατσίδα» έφερε συνειρμικά ο τίτλος του προγράμματος που εμπνεύστηκε και ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη σε μια στιγμή οραματικού οίστρου, προκειμένου να βρεθεί μια θεσμική λύση στην κατάσταση που δημιούργησε η πανδημική κρίση στον χώρο του πολιτισμού. «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός» λοιπόν για το ερχόμενο καλοκαίρι, ήτοι ένα πακέτο παραστάσεων σε αρχαιολογικούς χώρους ανά τη χώρα, όλες απευθείας αναθέσεις παραγωγής σε εποπτευόμενους φορείς (Εθνικό Θέατρο, Εθνική Λυρική Σκηνή, Μέγαρο Μουσικής κ.λπ.). Και ας σταθούμε πρώτα στην άκυρη σημειωτική του τίτλου που καταδεικνύει μια παντελώς φτωχή αντίληψη της ελληνικής γλώσσας, φανερώνοντας ότι ο εμπνευστής του δεν κατανοεί ούτε τι είναι η Ελλάδα ούτε ακόμη περισσότερο τι είναι ο πολιτισμός. Αραγε να άντλησε την έμπνευση από συνθηματολογικές χαριτωμενιές τηλεοπτικών φιλανθρωπιών – κάτι σαν «όλη η Ελλάδα μια αγκαλιά»; Ή μήπως άραγε από το σαιξπηρικό «όλος ο κόσμος μια σκηνή»; Σε κάθε περίπτωση, η γλωσσική αισθητική –που εδώ δεν απέχει πολύ από τους συγγραφείς του Δελφινάριου– υπονοεί ότι ο πολιτισμός είναι μετρήσιμο μέγεθος (άρα και ανταλλάξιμο) και ότι υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να υπάρχουν και δύο και τρεις και τέσσερις πολιτισμοί. Χάρη όμως στην οραματική μεγαλοσύνη του υπουργείου και εν μέσω μιας επικίνδυνης πανδημίας ο πολιτισμός απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας επιτέλους ενοποιείται. Λοιπόν, δεν ξέρω αν το προσέξατε, αλλά είμαστε ένας ωραίος πολιτισμός.

Και τι πολιτισμός… Ενα καλλιτεχνικό πρόγραμμα σε safe mode, για αυτιά που δεν εξαντλήθηκαν ακόμη από αφιερώματα για τα 250 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη, για μάτια που δεν μπορούν να δουν θεατρική παράσταση αν δεν αναγνωρίζουν τον ηθοποιό από την τηλεόραση, για οικογενειάρχες που δεν θα άντεχαν ένα καλοκαίρι χωρίς σπουδαία τέχνη πάνω σε αρχαία μάρμαρα. Ενα πακέτο ασφαλών αναθέσεων που δύσκολα βρίσκει χώρο για τη νέα δημιουργία, που δεν τολμά, δεν προτείνει, δεν οραματίζεται· που δεν συνδιαλέγεται με τον κόσμο και την εποχή, δεν στοχάζεται προς το μέλλον, δεν αποπειράται καν να αντιπαρέλθει αυτή την πρωτόγνωρη κρίση με ένα άλμα προς τα εμπρός. Την ίδια στιγμή αποτελεί ένα σχέδιο του οποίου οι εμπνευστές αυτοεπαίρονται ότι θα προσφέρει και θα ανακουφίσει έναν ολόκληρο τομέα οικονομίας, ενώ στην πραγματικότητα θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις χρόνιες παθογένειές του. Ενα σχέδιο στο οποίο δεν έχει προβλεφθεί καν η αποζημίωση –ή έστω στήριξη– των εργαζομένων που είχαν υπογράψει σύμβαση για συμμετοχή σε παραγωγές από τον Μάρτιο και μετά. Ενα σχέδιο καταρτισμένο με βασική αρχή να δαπανηθούν όσο λιγότερα χρήματα (οι άνθρωποι του χώρου ήδη γελούν με το ύψος των προϋπολογισμών ανά παραγωγή), στοχεύοντας παράλληλα στην ενεργοποίηση αντανακλαστικών κοινωνικού αυτοματισμού στον καλλιτεχνικό χώρο: παραστάσεις θα γίνουν, άρα όσοι επιμένουν να φωνάζουν είτε θα είναι «επαγγελματίες συνδικαλιστές» είτε φτωχοταλαίπωροι ατάλαντοι. Αργά ή γρήγορα, λοιπόν, είτε θα φαγωθούν μεταξύ τους είτε θα τους περιφέρουν τα «Πρώτα Θέματα» ως αχάριστους που σκούζουν για το παντεσπάνι τους. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι ένα σχέδιο το οποίο προσπερνά την επιτακτική ευκαιρία να θεσμοθετηθούν προϋποθέσεις και όροι –ίσοι, προσβάσιμοι και διαφανείς για όλους– και να τοποθετηθεί η παραγωγή πολιτισμού σε μια βιώσιμη και ορθολογική βάση, συγχρονισμένη με τα νέα δεδομένα που η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης έχει επιφέρει.

Πρόκειται για το –μάλλον αναμενόμενο– απότοκο ενός πολιτιστικού σχεδιασμού που αδιαφορεί για τις πιο ζωντανές παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, που λογίζει την τέχνη ως καλλωπιστικό φυτό στην άκρη μιας νύχτας με πανσέληνο· που ακόμη και τώρα, σε έναν πρωτοφανώς χειμαζόμενο χώρο, δεν κατευθύνεται προς τη δημιουργία κάποιων όρων σταθερότητας, υποστήριξης, παρουσίας και παρέμβασης για τους κατεξοχήν φορείς του πολιτισμού: τους καλλιτέχνες και τους εργαζόμενους στο θέαμα – όλους τους καλλιτέχνες και όλους τους εργαζόμενους. Που θεσμικά και ανοιχτά τους περιγελάει, αγνοώντας ακόμη και αν η δραστηριότητά τους περιγράφεται από κάποιο υπαρκτό ΚΑΔ· που αντιδρά με πείσμα σε κάθε ενίσχυση του νομοθετικού πλαισίου για την εργασιακή εξασφάλισή τους (λ.χ. η κάθετη άρνηση της ηγεσίας του ΥΠΠΟΑ να κατοχυρωθούν θεσμικά οι συλλογικές συμβάσεις)· που αντιμετωπίζει επαγγελματίες ως ενοχλητικούς επαίτες που εμφανίζονται την ώρα ενός πλούσιου γεύματος με φίλους, εξαντλώντας μάλιστα κάθε επιείκεια απέναντί τους, όπως δήλωσε η υπουργός σε μια από τις συναντήσεις της με εκπροσώπους των καλλιτεχνικών σωματείων. Αλλωστε, όπως κυνικά καυχήθηκε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, η κυβέρνηση αυτή έχει περιφρονήσει κάθε έννοια πολιτιστικού σχεδιασμού τόσο χυδαία όσο ίσως καμία άλλη – επίσημα, περήφανα και νομιμοποιημένα.

Κι αν από το «safe mode» πρόγραμμα δεν θα μπορούσε να λείπει η πρόβλεψη για (άλλο) ένα μουσικό αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι, μια συνειρμική αντιστροφή επαναφέρει τα λόγια του σπουδαίου συνθέτη ως καίρια δήλωση: «Απόδειξη ότι δεν έχουμε πολιτισμό είναι πως έχουμε υπουργείο Πολιτισμού». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το υπουργείο Πολιτισμού –δηλαδή ο πρώτος φορέας κρατικού παρεμβατισμού στη διαχείριση του πολιτισμού στην Ελλάδα– ιδρύθηκε το 1971 από την κυβέρνηση Παπαδόπουλου. Τότε μάλιστα προσαρτήθηκε στις αρμοδιότητες του υπουργείου η αρχαιολογική υπηρεσία. Ο κλασικός πολιτισμός άλλωστε παραμένει η βασική συντεταγμένη του όποιου σχεδιασμού και αυτός πλέον αποκλειστικά στη βάση της ανταλλακτικής αξίας του – των σέλφι που θα τραβηχτούν μπροστά από τα σπασμένα μάρμαρα. Οσο για θεσμικό σχεδιασμό για τον σύγχρονο πολιτισμό, ούτε λόγος: απόδειξη ότι αγνοούν τον σύγχρονο πολιτισμό είναι η ίδια η ύπαρξη του γενικού γραμματέα Σύγχρονου Πολιτισμού – η επιλογή ενός ποταμίσιου CEO για μια τόσο καίρια θέση, χωρίς το παραμικρό έργο, γνώση και αγωνία.

Αναζητώντας όμως αυτή την αγωνία στα γραφεία των υπουργείων, μάλλον ματαιοπονούμε. Η ίδια η υπουργός χρωμάτισε ξεκάθαρα το προγραμματικό πνεύμα αυτών των αναθέσεων σε μια άλλη δήλωσή της εν είδει πλάγιας απάντησης στον Φοίβο Δεληβοριά: όποιος πήρε δουλίτσα να το βουλώνει και να πει κι ευχαριστώ. Ισως να μην το μεταφέρω αυτολεξεί τώρα, αλλά φαντάζομαι πως δεν θα έχει πρόβλημα μια διορισμένη αξιωματούχος που απαντούσε σε ολόκληρο Ξαρχάκο με μούτες και γελάκια. Καλά καλά δεν φαίνεται να έχει κανένα πρόβλημα που η πλειονότητα των εργαζομένων που υπάγονται στο χαρτοφυλάκιό της βρίσκεται εδώ και μήνες –και θα βρίσκεται για μήνες ακόμη– χωρίς τα απολύτως απαραίτητα και, κυρίως, χωρίς το δικαίωμα στην εργασία.

Ο Κωστής Ζουλιάτης είναι μουσικός-εκπαιδευτικός 

Επιμέλεια ρεπορτάζ: Aφροδίτη Ερμίδη

Documento Newsletter