Ο προέδρος του Σωματείου Εργαζομένων του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης γράφει στο Docville για την πολιτική του ΥΠΠΟΑ που υλοποιείται στο ΕΜΣΤ με στόχο τη διοχέτευση δημόσιου χρήματος στον ιδιωτικό τομέα.
Μέσα στο δύσκολο 2020 άνοιξε για το κοινό η μόνιμη συλλογή του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ). Μάλιστα, η θετική υποδοχή από μέρους του είχε την αντανάκλασή της στη μεγάλη επισκεψιμότητα που παρατηρήθηκε, η οποία ωστόσο ανακόπηκε από τις δύο καραντίνες.
Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη στις 24 Φεβρουαρίου 2020 στο αμφιθέατρο του ΕΜΣΤ υποσχέθηκε ότι μέσα σε λίγους μήνες θα επιλύσει όλα τα ζωτικής σημασίας προβλήματα του μουσείου. Φτάνουμε στο τέλος του χρόνου και στην πραγματικότητα κανένα από τα προβλήματα, τα οποία ήδη από τότε είχε αναδείξει το σωματείο των εργαζομένων, δεν έχει αντιμετωπιστεί. Αντίθετα, με τροπολογία που πέρασε η υπουργός από τη Βουλή μέσα στον Δεκέμβριο ο γόρδιος δεσμός του ΕΜΣΤ περιπλέκεται κι άλλο. Την προκήρυξη διαγωνισμού για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή την έφαγε το σκοτάδι ή ίσως οι σκοπιμότητες που ενορχηστρώνουν τον πλήρη έλεγχο του μουσείου από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟΑ και από την κυβέρνηση. Από την άλλη μεριά, η ανάθεση της επιλογής του οικονομικού διοικητικού διευθυντή στο ΔΣ έρχεται να λειτουργήσει ως φύλλο συκής για την κατ’ ευφημισμό αυτοτέλεια του μουσείου. Το σίγουρο είναι ότι οι ρόλοι των δύο διευθυντών δεν είναι διακριτοί και αυτό με τη σειρά του μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα θα λύσει η κάλυψη του διοικητικού κενού που υπάρχει στο μουσείο.
Φυσικά στην τροπολογία δεν υπάρχει καμία μέριμνα για την αύξηση των οργανικών θέσεων του ΕΜΣΤ, μολονότι το σωματείο επανειλημμένα έχει ζητήσει κάτι τέτοιο. Σήμερα το μουσείο λειτουργεί με κενά που φτάνουν το 37% των ήδη ελλιπών οργανικών θέσεων που προβλέπει ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας. Επιπλέον στα τέλη του ’20 έληξαν και οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου 12 συναδέλφων και έτσι αποδυναμώνεται ακόμη περισσότερο η στελέχωση του ΕΜΣΤ, ενώ δεν προχωρά η συγκρότηση υπηρεσιακού συμβουλίου, το οποίο –επιφορτισμένο με την υπηρεσιακή εξέλιξη των εργαζομένων και τον έλεγχο των πειθαρχικών τους παραπτωμάτων– θα μπορούσε να βάλει φρένο στις αυθαιρεσίες της εκάστοτε διεύθυνσης.
Παράλληλα, μέσα στο καλοκαίρι το ΔΣ του μουσείου ενέκρινε την ανάθεση έρευνας για τη λειτουργία του ΕΜΣΤ μέσω της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας ΟΔΕΜΣΤ. Πρόκειται για έρευνα της οποίας τη μεθοδολογία, τις διαδικασίες και τα εργαλεία εξακολουθούμε να αγνοούμε, την ίδια στιγμή που για ακόμη μία φορά η ΟΔΕΜΣΤ χρησιμοποιείται για να διοχετεύεται δημόσιο χρήμα στον ιδιωτικό τομέα –ας μην ξεχνάμε ότι μοναδικά της έσοδα είναι η επιχορήγηση του ΥΠΠΟΑ– παρακάμπτοντας μάλιστα τις νομότυπες διαδικασίες αναθέσεων του δημόσιου τομέα. Πραγματικά, η μελέτη βιωσιμότητας του ΕΜΣΤ, που εκπονήθηκε προκειμένου να προχωρήσει η δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, ήταν τόσο άσκοπη/ατυχής/λανθασμένη ώστε προέκυψε ανάγκη για μια νέα έρευνα;
Περνώντας στην πλευρά των εργαζομένων, ύστερα από 19 μήνες διαπραγματεύσεων και κινητοποιήσεών τους το ΔΣ του ΕΜΣΤ αποδέχτηκε την αναγκαιότητα της ύπαρξης συλλογικής σύμβασης εργασίας, συμφώνησε με το σωματείο ως προς το περιεχόμενό της, συνεχίζει όμως με διάφορες προφάσεις να χρονοτριβεί για την υπογραφή της. Και όσο για την απαιτούμενη διάρθρωση των τμημάτων και τον ορισμό έστω και προσωρινών τμηματαρχών ούτε κουβέντα. Ετσι οι δυσχέρειες στη λειτουργία των τμημάτων του ΕΜΣΤ όχι μόνο δεν έχουν αρθεί αλλά επιτείνονται.
Οι εργαζόμενοι τόσο του ΕΜΣΤ όσο και των υπόλοιπων εποπτευόμενων από το ΥΠΠΟΑ νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου παραμένουν εργαζόμενοι δεύτερης κατηγορίας, αφού δεν δικαιούνται το επίδομα βαρέων και ανθυγιεινών που παίρνουν οι συνάδελφοί τους στις αντίστοιχες ειδικότητες στο ΥΠΠΟΑ (π.χ. συντηρητές έργων τέχνης, καθαριστές, ηλεκτρολόγοι κ.ά.).
Μέσα στο γενικότερο κλίμα απαξίωσης του πολιτισμού στο σύνολό του και των εργαζομένων σε αυτόν ειδικότερα τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟΑ το Σωματείο Εργαζομένων Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης συνεχίζει να διεκδικεί τα αυτονόητα μαζί με όλο τον κόσμο της εργασίας.