Ποιοι είναι τελικά αυτοί στους οποίους έχει στηριχτεί για δεκαετίες η ελληνική οικονομία
H ραχοκοκαλιά της οικονοµίας είναι οι µικροµεσαίοι. Χρόνια ολόκληρα το ακούµε και ο διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας Κώστας Παλούκης που τους µελέτησε έρχεται µε το νέο του βιβλίο «Σύγχρονη ιστορία της ΓΣΕΒΕΕ. 1997-2018. Ραγίζοντας τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας», που εκδόθηκε από το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ στο πλαίσιο του εκδοτικού προγράµµατος για τα 100 χρόνια της συνοµοσπονδίας, να µας γνωρίσει τον κόσµο και τις αγωνίες των περιβόητων µικρών και µεσαίων επιχειρήσεων. Η εποχή των αδιάκοπων κρίσεων προκάλεσε τριγµούς και στα µεσοαστικά στρώµατα, γι’ αυτό και η κουβέντα µαζί του άνοιξε µε το προφίλ τους.
Ποια είναι η εικόνα του µικροµεσαίου και σε ποιους τοµείς της οικονοµίας δραστηριοποιείται το διάστηµα που ερεύνησες (1998-2017);
Μια κρίσιµη µεταβολή της δεκαετίας του 2000 είναι η αποβιοτεχνοποίηση που κινήθηκε παράλληλα µε την αποβιοµηχανοποίηση και επέδρασε εσωτερικά στον κλάδο και στη ΓΣΕΒΕΕ. Αυτό βέβαια δεν σηµαίνει ότι το στρώµα µειώθηκε αριθµητικά. Απλώς στη θέση των βιοτεχνιών που έκλειναν εµφανίστηκαν µικρά µαγαζιά – είτε καφέ είτε εστιατόρια είτε άλλου τύπου µικροί. Αυτή η αλλαγή άρχισε τη δεκαετία του 2000 και εντάθηκε τη δεκαετία της κρίσης. Αν και το συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα παρατηρούµε αριθµητική συρρίκνωση, το στρώµα στην κοινωνία δεν έχει απολέσει τη δυναµική του· αριθµητικά παραµένει ένας ισχυρός παράγοντας. Η άλλη αλλαγή που παρατηρούµε να συµβαίνει είναι ότι αυξάνονται οι άνθρωποι που επιλέγουν να ανοίξουν ένα µαγαζί από ανάγκη και όχι παρακινηµένοι από το όραµά τους. Αυτό είναι µια τεράστια αλλαγή. Πάντοτε υπήρχε βέβαια, αλλά όχι σε αυτή την έκταση – και αυτή είναι µια από τις αιτίες της διόγκωσης του στρώµατος στην Ελλάδα. Στη διάρκεια της κρίσης διαπιστώνουµε επίσης να κλείνουν µεσαία µαγαζιά που µε κάποιο τρόπο επιβίωναν και να ανοίγουν επιχειρήσεις µε µικρό κύκλο από ανθρώπους οι οποίοι έχουν µείνει άνεργοι και καταφεύγουν εκεί για να επιβιώσουν. Και αυτό όµως έχει ένα όριο.
Σύµφωνα µε τα κλασικά σχήµατα, η οριζόντια διάχυση της οικονοµικής δραστηριότητας σε τέτοιο εύρος είναι ανασταλτικός παράγοντας στην καπιταλιστική ολοκλήρωση.
Θα µπορούσε να ισχύει αν τα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων ήταν συντεχνιακά, παλιού τύπου µαγαζιά. Στην πραγµατικότητα όµως πρόκειται για επιχειρήσεις που είναι ενταγµένες στο παγκόσµιο οικονοµικό γίγνεσθαι, στον παγκοσµιοποιηµένο οικονοµικό κύκλο εργασιών. Για παράδειγµα παλιότερα ένα κοµµάτι της παραγωγής οι βιοµηχανίες το ανέθεταν σε µικρότερες βιοτεχνίες. Και αυτό συνέβαινε στη φάση του µετα-φορντισµού. Είναι η εποχή που στη ∆ύση εγκαταλείπεται το µοντέλο η βιοµηχανική παραγωγή µιας εταιρείας να αρχίζει και να ολοκληρώνεται στο ίδιο εργοστάσιο υπό µία διεύθυνση, κεντρικά σχεδιασµένη. Αυτό σπάει τη δεκαετία του ’70 όταν ξεκίνησαν να δίνουν τµήµατα της παραγωγής σε µεγαλύτερες ή µικρότερες επιχειρήσεις που ήταν εξειδικευµένες σε επιµέρους τοµείς. Από αυτή την άποψη ακόµη και την εποχή που στη χώρα υπήρχαν βιοτεχνίες, αυτές δεν ήταν απαραίτητα εµπόδιο στην ανάπτυξη. Αναφορικά δε µε τον χώρο του εµπορίου, τα καταστήµατα αυτά ήταν επίσης η πρωτοπορία του µοντερνισµού. Ένας από τους ανθρώπους από τους οποίους είχα πάρει συνέντευξη ήταν δισκοπώλης. Μου παρουσίασε πόσο σηµαντική ήταν η επιχείρησή του στην προώθηση της µουσικής βιοµηχανίας, πόσο ο ίδιος είχε συµβάλει προκειµένου οι νέοι άνθρωποι της γειτονιάς του να έρθουν σε επαφή µε τα νέα είδη της µουσικής. Αυτά δεν δείχνουν ότι η επιχειρηµατική του δραστηριότητα προσιδίαζε µε την καθυστέρηση· αντίθετα ήταν κάτι πολύ προηγµένο. Μιλάω φυσικά για τις γενιές του ’70, του ’80, του ’90. Ακόµη και τον κλάδο των οδηγών να δούµε –είτε ταξί είτε φορτηγών–, αυτοί οι άνθρωποι δεν βρίσκονται έξω από την παγκόσµια οικονοµία.
Τα συστηµικά ΜΜΕ είχαν επιδοθεί στη δαιµονοποίηση της επιχειρηµατικής δραστηριότητας του µεσαίου χώρου. Η αντίφαση εδώ είναι ότι ο µικροµεσαίος είναι ο καταναλωτής των ειδήσεων των συστηµικών ΜΜΕ και µάλλον ο πρόθυµος αναµεταδότης τους στην κοινωνία.
Αυτό είναι µια αλήθεια. Νοµίζω βέβαια ότι πλέον η αντίληψη αυτή έχει αλλάξει, τουλάχιστον σε σχέση µε τις αρχές της δεκαετίας του ’10. Την πρώτη πενταετία ουσιαστικά αυτό που παιζόταν ήταν ποιος θα βγάλει τα κάστανα. Τότε φάνηκε πως η µεγαλοαστική τάξη αποφάσισε να µην αναλάβει ούτε το µερίδιο που της αναλογούσε και έστειλε το µπαλάκι στη µεριά των εργαζοµένων και των µικροµεσαίων. Σε αυτό το παιχνίδι της ταξικής σύγκρουσης στο ποιος θα πληρώσει τα σπασµένα οι µικροµεσαίοι ήταν το εύκολο θύµα: µπορούσαν να τους χτυπούν εξίσου οι εργαζόµενοι και οι µεγαλοαστοί. Η αλήθεια είναι ότι αυτά τα στρώµατα αναπτύσσουν µια µικρή παραβατικότητα· ας πούµε, κάποιοι δεν κόβουν αποδείξεις. Ωστόσο αυτό δεν µπορεί να το λέει κάποιος που εκπροσωπεί το µεγάλο κεφάλαιο που πρωταγωνιστεί στη φοροαποφυγή ή στη φοροδιαφυγή. Κανείς από τους µικρούς επιχειρηµατίες δεν θα ήθελε να εκθέτει τον εαυτό του στους κινδύνους του εντοπισµού της παραβατικότητας και της τιµωρίας. Είναι όµως µε τέτοιον τρόπο συγκροτηµένο το φορολογικό σύστηµα που κλείνει το µάτι σε κάθε µικροµεσαίο και ουσιαστικά του λέει ότι αν θέλεις να επιβιώσεις, πρέπει να καταφύγεις στη φοροδιαφυγή. Αν το φορολογικό σύστηµα ήταν δικαιότερο, κανένας δεν θα κατέφευγε σε αυτή την πρακτική.
Παρά το γεγονός λοιπόν ότι πρόκειται για στρώµα που έχει πέσει θύµα της κρατικής επιβουλής, δεν το βλέπουµε να αναπτύσσει αν όχι επαναστατικά, τουλάχιστον ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά.
Κι όµως έως την πρώτη πενταετία του ’10, επειδή ήταν φτωχοποιηµένο στρώµα, νοµίζω ότι ανέπτυξε κάποια ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Και αυτό αποτυπώθηκε στον λόγο της ΓΣΕΒΕΕ ως εκπροσώπου αυτού του στρώµατος. Μετά το 2015 και ιδιαίτερα µε το δηµοψήφισµα πιστεύω ότι τους ταρακούνησε κάπως ο φόβος ότι µπορούµε να βγούµε από το ευρώ και την ΕΕ και αυτό ενεργοποίησε τα φοβικά αντανακλαστικά απέναντι στη ριζοσπαστικοποίηση. Είναι κρίσιµη αυτή η επιλογή και έκτοτε αλλάζουν στρατόπεδο. Ενώ µέχρι και το 2015 στήριζαν τον ΣΥΡΙΖΑ ως το κατεξοχήν αντιµνηµονιακό κόµµα, αργότερα αυτό αλλάζει. Επίσης µεταστρέφεται η ρητορική της Ν∆ και της ∆εξιάς, η οποία ξαφνικά θυµάται τη µεσαία τάξη και την υπερασπίζεται απέναντι στην «κακή» κυβέρνηση που εφαρµόζει µια πολιτική που θίγει αυτά τα στρώµατα. Ακούγεται αστείο βέβαια αυτά να λέγονται από τα κόµµατα των µνηµονίων, ωστόσο είναι µια πραγµατικότητα. Αυτοί οι παράγοντες λοιπόν επέδρασαν δραστικά ώστε το στρώµα να ανακατευθυνθεί πολιτικά.
Αν θεωρήσουµε ιστορικά την εξέλιξη των µικροµεσαίων, δεν θα µπορούσε κανείς να µας κατηγορήσει αν συµπεραίναµε ότι πρόκειται για συντηρητικό στρώµα πάνω στο οποίο βασίστηκε η κυριαρχία του σκληρού µετεµφυλιακού κράτους.
Αυτό ισχύει έως έναν βαθµό. Ένα µεγάλο κοµµάτι του κοινωνικού πυλώνα του µετεµφυλιακού κράτους είναι οι µικροµεσαίοι, ωστόσο σε αυτούς τους κλάδους –ειδικά τους βιοτεχνικούς– καταφεύγουν και άνθρωποι της Αριστεράς, οι οποίοι δεν µπορούν να βρουν δουλειά καθώς είναι στιγµατισµένοι, οπότε υποχρεώνονται να γίνουν ελεύθεροι επαγγελµατίες, να κάνουν δικό τους µαγαζί. Εξαιτίας αυτού τα βιοτεχνικά σωµατεία της χώρας για πάρα πολλά χρόνια ταυτίζονταν µε το ΚΚΕ και ήταν το βασικό όχηµα του κόµµατος όταν κατέλαβε την ηγεσία της ΓΣΕΒΕΕ. Τη δεκαετία του ’80, εξαιτίας της κρίσης της βιοµηχανίας της δεκαετίας του ’70, πολλά ριζοσπαστικά στοιχεία που πρωταγωνιστούσαν στις εργατικές κινητοποιήσεις όταν έκλεισαν οι επιχειρήσεις άνοιγαν ένα µαγαζί, γίνονταν επαγγελµατίες, έµποροι κ.λπ. Αυτό το δυναµικό επίσης ταυτίζεται κυρίως µε το ΚΚΕ. Και µε αυτό τον τρόπο το 1984 µια συµµαχία ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ εντός της ΓΣΕΒΕΕ ανέτρεψε τη δεξιά ηγεσία, επέβαλε το κλίµα της δηµοκρατικής αλλαγής, εκδηµοκράτισε τη συνοµοσπονδία και αυτό κράτησε τουλάχιστον µια δεκαετία.
Στη µελέτη σου έχεις αναδείξει εύστοχα τη διττότητα του µικροµεσαίου – δόκτωρ Τζέκιλ και µίστερ Χάιντ τον χαρακτηρίζεις. Είναι εργοδότης και ταυτόχρονα εργαζόµενος.
Ναι, και αυτό αποτυπώνεται και στη στάση του προέδρου της ΓΣΕΒΕΕ τον καιρό του δηµοψηφίσµατος, ο οποίος δηµόσια κρατάει µια στάση υπεύθυνου θεσµού και λέει κάτι µεσοβέζικο που κλίνει προς το «ναι», αλλά ο ίδιος πηγαίνει και ψηφίζει «όχι». Βέβαια αν συγκρίνουµε την ανακοίνωση µε αντίστοιχες ανακοινώσεις της ΓΣΕΕ, κινείται στη λογική ότι δεν θα έπρεπε να γίνει αυτό το δηµοψήφισµα και πως δεν πρέπει να βγούµε από το ευρώ και την ΕΕ. Είναι πολύ προσεκτικοί στις διατυπώσεις τους και στο εσωτερικό της ΓΣΕΒΕΕ υπήρξε µεγάλη κόντρα. Σε κάθε περίπτωση λόγω της δεκαετούς ηγεµονίας των δυνάµεων του ΚΚΕ στη ΓΣΕΒΕΕ υπάρχει ένα αποτύπωµα σχετικά ριζοσπαστικό, αναντίστοιχο µε ό,τι θα περίµενε κανείς για τον χαρακτήρα αυτού του στρώµατος και πολύ περίεργο και ιδιαίτερο σε σχέση µε αυτό που συµβαίνει στην Ευρώπη. Και αυτό το αποτύπωµα παραµένει στη ΓΣΕΒΕΕ. Ας δούμε την περίπτωση της ΠΑΣΚΜΕ. Ενώ μιλάμε για ένα σοσιαλιστικό, συντηρητικό, ευρωπαϊκό, τεκμηριωτικό με λογικές λόμπι συνδικαλισμό, όταν χρειάστηκε κράτησε ένα κλικ πιο αριστερές τοποθετήσεις σε σχέση με τη ΓΣΕΕ που εκπροσωπεί την εργατική τάξη.
Βρήκες όμως αναντιστοιχίες σε σχέση με αυτό που συνέβη στην Ευρώπη; Ένα δείγμα ελληνικού «εξωτισμού».
Η ριζοσπαστικοποίηση δεν είναι «εξωτισμός». Και οι Ευρωπαίοι έχουν ριζοσπαστικά κινήματα.
Τα οποία ωστόσο δεν ξεπηδούν από τον χώρο των μικρομεσαίων.
Αυτό ισχύει. Συνήθως ξεπηδούν από παραδοσιακά εργατικά και φοιτητικά στρώματα. Στην Ευρώπη δεν αναπτύχθηκε ποτέ ένα κίνημα όπως της ΓΣΕΒΕΕ τη δεκαετία του ’90. Ωστόσο συναντάμε την κριτική στις πολυεθνικές και στα πολυκαταστήματα και στις αντίστοιχες συνομοσπονδίες της Ευρώπης με έναν λόγο που ζητάει επιτακτικά να δημιουργηθεί προστατευτικό πλαίσιο για τις μικρές επιχειρήσεις απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο των πολυκαταστημάτων. Όπως και στη Βρετανία τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 χωρίς να έχει την ίδια ένταση με την Ελλάδα. Το να είσαι ριζοσπαστικός δεν σε μεταμορφώνει σε ανατολίτικο εξωτικό φρούτο. Το να δρας συνδικαλιστικά διεκδικώντας αιτήματα είναι κάτι βαθιά δυτικό.
Τελικά είναι το πιο βαθύ συντηρητικό στρώμα στην Ελλάδα και εκεί όπου πάτησαν διάφοροι ακροδεξιοί -ισμοί ακροδεξιοί στον 20ό αιώνα; Στο πάνελ της παρουσίασης του βιβλίου σου μιλήσατε για τη δημοκρατία της οικονομίας. Ωστόσο αυτή δεν συνεπάγεται και τη δημοκρατική αντίληψη.
Καθώς το στρώμα των μικρομεσαίων είναι μεγάλο αριθμητικά και διακριτό εσωτερικά με πολλές υποπεριπτώσεις δεν ξέρω κατά πόσο πολιτικά μπορούμε να του αποδώσουμε μια ενιαία ταυτότητα τόσο σκληρά. Είναι πιο σύνθετο το ζήτημα. Οι πολιτικοί επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί με αυτά τα στρώματα δεν έχουν βοηθήσει γιατί κατά κύριο λόγο εστιάζουν στις αναπαραστάσεις και όχι στην ιστορική πραγματικότητα.
Αφού περάσαμε την οικονομική βρεθήκαμε μπροστά στην υγειονομική κρίση και πλέον βλέπω αυτά τα στρώματα να συμπιέζονται ακόμη περισσότερο με δεδομένες τις πολιτικές της κυβέρνησης για το μεγάλο κεφάλαιο. Για άλλη μια φορά έχουν έναν ρόλο απέναντι στην ιστορία τους. Θα ριζοσπαστικοποιηθούν ή θα συντηρητικοποιηθούν; Προς τα πού θα στραφούν; Είναι κρίσιμο ερώτημα. Εάν την πρώτη πενταετία ένα μεγάλο κομμάτι στράφηκε στα αριστερά, δεν διαφαίνεται να συμβαίνει το ίδιο τώρα και αυτό είναι εξαιρετικά ανησυχητικό.
Μήπως πρέπει να δούμε τι θα κάνουν στην ίδια την παραγωγή; Θα στραφούν σε άλλους τομείς, θα προλεταριοποιηθούν ή θα συνθηκολογήσουν με το κεφάλαιο;
Για να προλεταριοποιηθούν θα πρέπει να εμφανιστούν μεγάλες επενδύσεις. Σε αυτή την περίπτωση θα είναι η καλύτερη επιλογή και γι’ αυτούς να γίνουν προλετάριοι από το να κρατάνε ένα μαγαζί που δεν βγαίνει. Δεν είναι απαραίτητα αρνητικό για τους ίδιους να προλεταριοποιηθούν εφόσον οι συνθήκες θα είναι καλύτερες. Άλλωστε έχει συμβεί αυτό. Αυτήν τη στιγμή δεν βλέπω να οδηγούμαστε σε κάτι τέτοιο. Αυτό που φοβάμαι είναι ο ακραίος συντηρητισμός αυτού του στρώματος, ο οποίος θα εκφραστεί και εθνικιστικά. Σε περίπτωση δε κρίσης στα ελληνοτουρκικά θα μπορούσε να πάρει μορφή παροξυσμού που θα διοχετευόταν στον εσωτερικό «εχθρό», τους πρόσφυγες.
INF0
Η μελέτη του Κώστα Παλούκη εκδόθηκε από το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ